Των Sylvia Pfeifer, Laura Pitel και Patricia Nilsson
Η πολεμική προσπάθεια του Ηνωμένου Βασιλείου για την Ουκρανία έχει την πρώτη της γραμμή στις εγκαταστάσεις ενός πρώην εργοστασίου ελαστικών της Dunlop στα βορειοανατολικά της Αγγλίας.
Εδώ, στην μονάδα της BAE Systems στην Ουάσινγκτον, οι εργαζόμενοι κατασκευάζουν εκατοντάδες βλήματα πυροβολικού των 155 χιλιοστών για το Υπουργείο Άμυνας. Η βρετανική κυβέρνηση, μαζί με άλλους συμμάχους του ΝΑΤΟ, στέλνει χιλιάδες βλήματα από τα εθνικά αποθέματα στην Ουκρανία για να βοηθήσει τις ένοπλες δυνάμεις της στον αγώνα τους κατά της Ρωσίας.
Περισσότερο από 16 μήνες μετά την εισβολή της Ρωσίας, τα βλήματα πυροβολικού έχουν γίνει η «κινητήριος δύναμη» του πολέμου και είναι εμβληματικά των προσπαθειών της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας να επεκτείνει την παραγωγή των πάντων, από πυρομαχικά μέχρι άρματα μάχης, για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των κυβερνήσεών τους.
«Έχω δει αυτό το εργοστάσιο να περνάει από το Αφγανιστάν και το Ιράκ και τώρα από την Ουκρανία», δήλωσε ο Lee Smurthwaite, διευθυντής προγράμματος για τα πυρομαχικά στην BAE Systems. «Το εργοστάσιο έχει περισσότερη δουλειά από ποτέ, και θα έχει ακόμα περισσότερη».
Ελλείψεις πυρομαχικών
Αυτός ο «πυρετός» αντικατοπτρίζεται σε ολόκληρη την ήπειρο, καθώς τα εργοστάσια έχουν αυξήσει την παραγωγή τους για να αναπληρώσουν τα εθνικά αποθέματα που εξαντλούνται. Οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας της ΕΕ συμφώνησαν τον Μάρτιο σε έναν φιλόδοξο στόχο για την προμήθεια 1 εκατ. πυρομαχικών στην Ουκρανία εντός ενός έτους.
Στη Γερμανία, η αμυντική κατασκευαστική εταιρεία Rheinmetall εργάζεται ήδη σε νέες γραμμές παραγωγής και έλαβε παραγγελία πυρομαχικών αξίας έως και 4 δισ. ευρώ από τη γερμανική κυβέρνηση αυτή την εβδομάδα. Η BAE, εν τω μεταξύ, εξασφάλισε μια παραγγελία 190 εκατ. λιρών από το Ηνωμένο Βασίλειο για να τη βοηθήσει να αυξήσει την παραγωγή των βλημάτων διαμέτρου 155 χιλιοστών, αν και η εταιρεία είχε ήδη αυξήσει τις επενδύσεις στην παραγωγή πυρομαχικών της νωρίτερα. «Απλώς συνεχίσαμε», δήλωσε ο Smurthwaite.
Μια νέα γραμμή κατεργασίας που είχε προγραμματιστεί προηγουμένως στην Ουάσινγκτον θα αφιερωθεί τώρα αποκλειστικά στην κατασκευή βλημάτων των 155 χιλιοστών. Το εργοστάσιο κατασκευάζει τα βλήματα για τις σφαίρες, τα οποία στη συνέχεια γεμίζονται με εκρηκτικά στην εγκατάσταση της BAE στο Glascoed, στη νότια Ουαλία. Η BAE δεν προμηθεύει απευθείας την Ουκρανία, αλλά έχει μακροχρόνια συνεργασία με το Υπουργείο Άμυνας που στηρίζει την παραγωγή.
Πλέον γίνονται περισσότερες παραγγελίες, όμως χρειάστηκε χρόνος για να φτάσουμε εδώ.
Στελέχη της βιομηχανίας λένε ότι παρά τις εθνικές δεσμεύσεις για αύξηση των αμυντικών δαπανών – οι οποίες έφτασαν στο ιστορικό υψηλό των 2,24 δισ. δολαρίων παγκοσμίως πέρυσι – και τις νέες πρωτοβουλίες προμηθειών τόσο από το ΝΑΤΟ όσο και από την ΕΕ, η πρόοδος είναι αργή.
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία «λίγο πολύ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τις ίδιες προκλήσεις και τα ίδια εμπόδια» περίπου 16 μήνες μετά την έναρξη του πολέμου, σύμφωνα με τον Jan Pie, γενικό γραμματέα του ευρωπαϊκού επαγγελματικού συνδέσμου ASD (σ.τ.μ : εκπροσωπεί τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες Αεροδιαστημικής, Ασφάλειας και Άμυνας).
Ενώ η κατάσταση είναι πολύ επείγουσα στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές χώρες «εξακολουθούν να λειτουργούν με διαδικασίες ειρηνικής περιόδου», είπε.
Οι προσπάθειες να κινηθούν οι γραμμές παραγωγής σε πολεμικό ρυθμό εμποδίζονται και από τα προβλήματα της αλυσίδας εφοδιασμού και την κατακερματισμένη χάραξη πολιτικής.
Ο Micael Johannsson, διευθύνων σύμβουλος του σουηδικού αμυντικού ομίλου Saab, δήλωσε ότι η βιομηχανία πρέπει να συνεργαστεί στενότερα στις γραμμές εφοδιασμού για τη μείωση των συμφορήσεων. Οι εταιρείες θα πρέπει να συνεργαστούν για να βρουν «πώς θα δώσουμε προτεραιότητα, αν μπορούμε να το προγραμματίσουμε, αν μπορούμε να συν-επενδύσουμε» και να βοηθήσουν στην ενημέρωση των κυβερνήσεων σχετικά με τα σημεία συμφόρησης και το πού πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις επενδύσεις, δήλωσε στους Financial Times τον περασμένο μήνα.
Ο Alex Cresswell, διευθύνων σύμβουλος του γαλλικού αμυντικού ομίλου Thales στο Ηνωμένο Βασίλειο, δήλωσε σε συνέδριο της βιομηχανίας τον περασμένο μήνα ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να απομακρυνθούν από μια γενική «αποθεματοποίηση» όπλων και να επικεντρωθούν στην «πραγματική κοινή χρήση των αλυσίδων εφοδιασμού».
Η Susanne Wiegand, διευθύνουσα σύμβουλος της γερμανικής Renk, η οποία κατασκευάζει κιβώτια ταχυτήτων για άρματα μάχης, συμπεριλαμβανομένου του Leopard 2, δήλωσε ότι η βιομηχανία χρειάζεται «μεγαλύτερη ασφάλεια σχεδιασμού από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής». Η Renk, πρόσθεσε, τάσσεται υπέρ μιας μόνιμης ομάδας εργασίας της κυβέρνησης και της βιομηχανίας που θα συνεργάζεται για την επιτάχυνση της προμήθειας και της παράδοσης.
Εθνικοί ανταγωνισμοί
Η έλλειψη πυρομαχικών οδηγεί μεγάλο μέρος της τρέχουσας συζήτησης αναφορικά με την ανθεκτικότητα, αλλά θα υπάρξουν απαιτήσεις για νέα όπλα μακροπρόθεσμα.
Οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας θα πρέπει να ανοικοδομηθούν μετά τον πόλεμο, ενώ το ΝΑΤΟ έχει ήδη δηλώσει ότι θέλει να αυξήσει τις δυνάμεις υψηλής ετοιμότητας. Όλα αυτά συνεπάγονται περισσότερα όπλα και περισσότερες επενδύσεις.
Ωστόσο, η πανευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια. Η ΕΕ προσπαθεί να αναπτύξει την ικανότητα του μπλοκ για ανεξάρτητη στρατιωτική δράση και στρατηγική αυτονομία από την έναρξη της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Οι αμυντικές δαπάνες, ωστόσο, εξακολουθούν να ελέγχονται από κάθε κράτος μέλος, ενώ οι εθνικοί ανταγωνισμοί εξακολουθούν να κυριαρχούν, υπονομεύοντας τις κοινές πρωτοβουλίες προμηθειών.
Ένας ευρωπαίος αξιωματούχος στον τομέα της άμυνας είπε πως «όταν λέμε στις Βρυξέλλες ο ένας στον άλλον ότι… (θέλουμε) καλύτερη συνεργασία… τα έθνη εξακολουθούν να προωθούν και να προμηθεύονται τα δικά τους πράγματα».
«Δεν υπήρχε πραγματική ευρωπαϊκή συνεργασία σε περιόδους λιτότητας, όταν η αμυντική βιομηχανία ήταν μικρή και όλοι έλεγαν ότι έπρεπε να προστατεύσουν την εθνική αυτονομία», σχολίασε στέλεχος γερμανικού αμυντικού ομίλου.
«Τώρα έχουμε την αντίθετη κατάσταση, όπου υπάρχουν πολλά χρήματα, αλλά όλοι λένε ας κρατήσουμε τα χρήματα στη χώρα και ας μην τα δώσουμε σε άλλους – ακόμη και αν είναι σύμμαχοι. Αυτό δεν λειτούργησε σε κακές εποχές και δεν φαίνεται ότι θα λειτουργήσει σε καλές εποχές».
Ο Michael Schoellhorn, διευθύνων σύμβουλος της Airbus Defence and SpaceΣΠΕΙΣ +0,46%, δήλωσε ότι πρέπει να υπάρξει περισσότερη συνεργασία σε ολόκληρη την Ευρώπη, προσθέτοντας ότι τα νέα χρήματα που εισέρχονται στον τομέα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία έχουν τροφοδοτήσει την τάση να επικεντρώνονται σε εθνικούς πρωταθλητές.
Παρόλο που η Airbus επωφελείται από τις υψηλότερες δαπάνες, «πρέπει να παραδεχτούμε ότι το ευρωπαϊκό χαρτί που παίζουμε δεν έχει επί του παρόντος τόσο μεγάλη απήχηση στις χώρες καταγωγής μας αυτή τη στιγμή».
Υπάρχουν επίσης ανησυχίες ότι οι αποφάσεις προμηθειών υπέρ των ΗΠΑ θα υπονομεύσουν τυχόν ευρωπαϊκά σχέδια για την ενίσχυση της βιομηχανικής της βάσης.
«Αυτό που ζητώ είναι ισορροπία», δήλωσε ο Schoellhorn. «Αν υπάρχει ανάγκη να αγοράσουμε έτοιμο προϊόν επειδή είναι μια ανάγκη κρίσης, και είναι το μόνο διαθέσιμο και λειτουργεί, τότε εντάξει».
Η Ευρώπη πρέπει να αποφασίσει αν «θέλουμε μακροπρόθεσμες βασικές ικανότητες που θα αναπτύξουμε σε μακρύ ορίζοντα».
Ένα σχέδιο του οποίου ηγείται η Γερμανία και ανακοινώθηκε πέρυσι, με την ονομασία «Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία για την Ασπίδα του Ουρανού» (European Sky Shield), για την αγορά πυραυλικών συστημάτων Patriot από τις ΗΠΑ, πυραύλων Iris-T από τη Γερμανία και Arrow από το Ισραήλ, αιφνιδίασε τη Γαλλία και απέκλεισε την MBDA, έναν πανευρωπαϊκό όμιλο που κατασκευάζει έναν ανταγωνιστή των Patriot.
Ο Schoellhorn δήλωσε ότι η πρωτοβουλία ήταν «κάτι καλό κατά την άποψή μου», δεδομένου ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία «ενίσχυσε την ανάγκη να γίνουν περισσότερα για την αεράμυνα». Παρ’ όλα αυτά, δήλωσε ότι θα ήθελε να υπήρχε «περισσότερη συζήτηση και τελικά συνεργασία … επίσης μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας».
Η πρωτοβουλία Sky Shield «θα έπρεπε ιδανικά να περιλαμβάνει και κάποιες από τις δυνατότητες που έχουμε στην Ευρώπη με την MBDA και άλλους, διότι μπορούμε να συνεισφέρουμε».
Πρόσθεσε ότι αν και η σημασία μιας βιομηχανικής στρατηγικής για την άμυνα αναγνωρίζεται πλέον στη Γερμανία, η χώρα «είχε ελλείψεις … όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη στρατηγική σκέψη όταν πρόκειται για την άμυνα και την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια».
Η Airbus είναι εταίρος της γερμανικής Diehl στους πυραύλους Iris-T. Έχει επίσης μερίδιο στην MBDA.
Πρόσβαση στη χρηματοδότηση
Για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, υπάρχει μια άλλη σημαντική πρόκληση: η πρόσβαση στη χρηματοδότηση, καθώς οι τράπεζες και οι διαχειριστές κεφαλαίων έχουν ενστερνιστεί την τάση για κοινωνικά υπεύθυνες επενδύσεις. Πριν από τον πόλεμο, τα στελέχη είχαν αρχίσει να ανησυχούν ότι ο τομέας κινδύνευε να γίνει «μη επενδύσιμος» για τα ταμεία λόγω των ηθικών ζητημάτων γύρω από τις αμυντικές επενδύσεις.
Αν και ο πόλεμος άλλαξε την άποψη ορισμένων επενδυτών, η ASD λέει ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα. «Αν θέλετε να δείτε αυτή την αυξημένη παραγωγή, τότε χρειάζεστε επίσης πρόσβαση στην ιδιωτική χρηματοδότηση», δήλωσε ο Pie.
Ο σύνδεσμος έχει ζητήσει αλλαγή της πολιτικής δανεισμού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για την ενθάρρυνση των ιδιωτών επενδυτών. Θέλει επίσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προβεί σε κοινή δήλωση με τη διπλωματική υπηρεσία της ΕΕ ότι «οι επενδύσεις στην άμυνα είναι συμβατές με τον κανονισμό της ΕΕ για τη βιώσιμη χρηματοδότηση», πρόσθεσε ο Pie.
Μετά την Ουκρανία
Ο πόλεμος μπορεί να ώθησε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τις εταιρείες της Ευρώπης να αναλάβουν δράση, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η παραγωγή θα χρειαστεί χρόνια για να ανταποκριθεί στην ξαφνική αύξηση της ζήτησης. Η βιομηχανία πρέπει επίσης να πείσει τις κυβερνήσεις ότι η άμυνα δεν είναι απλώς μια πολιτική ασφάλειας σε περιόδους πολέμου.
Όταν τελείωσε ο ψυχρός πόλεμος, το αποτέλεσμα ήταν «συρρικνωμένοι αμυντικοί προϋπολογισμοί, συρρικνωμένες παραγγελίες και μείωση της δομής των δυνάμεων και μια πολύ μικρότερη εγχώρια αγορά», δήλωσε ο Bastian Giegerich, διευθυντής αμυντικής και στρατιωτικής ανάλυσης στο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών.
«Αυτό θα έχουν κατά νου οι εταιρείες – το περιβάλλον απειλών είχε αλλάξει και οι στρατοί της ΕΕ μετατράπηκαν σε συνεισφέροντες σε μη απαραίτητες αποστολές διαχείρισης κρίσεων σε όλο τον κόσμο. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τώρα σκέφτονται πως αν τελειώσει αυτός ο πόλεμος, θα δούμε να συμβαίνει το ίδιο πράγμα;».