Αναφορικά με την απελευθέρωση της Πόλας Ρούπα, ο αντιεισαγγελέας εφετών Εύβοιας έκανε έφεση, υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι ουσιαστικά ένα αίτημα για ακύρωση της απόφασης του συμβουλίου πλημμελειοδικών Θήβας. Το συμβούλιο αυτό είχε εκδώσει απόφαση για την υφ’ όρον αποφυλάκισή της, καθώς είχε εκτίσει τον προβλεπόμενο χρόνο κράτησης.
Σε δήλωσή της με τίτλο “Θέλουν να με κλείσουν ξανά στη φυλακή”, η Πόλα Ρούπα, 54 ετών, επισημαίνει ότι το αίτημα είναι να παραιτηθεί από δηλώσεις πολιτικής νομιμοφροσύνης και δηλώσεις μετανόησης. Αναφορικά με τα επιχειρήματα της έφεσης, καταλήγει ότι δεν θα είχε ασχοληθεί κανένας εισαγγελέας αν αφορούσαν κάποια άλλη κρατούμενη.
Η Πόλα Ρούπα επίσης επισημαίνει την αθωωτική απόφαση για πειθαρχικές αναφορές που αφορούν τις φυλακές Κορυδαλλού το 2017. Εκφράζει τη δυσαρέσκειά της για το ότι οι επτά τακτικές άδειες που είχε λάβει θεωρήθηκαν ανεπαρκείς για υφ’ όρον απόλυση, ενώ οι αθωωτικές αποφάσεις για πειθαρχικές αναφορές δεν λήφθηκαν υπόψη.
Όλο το κείμενο της Πόλας Ρούπα
«Στις 13 Δεκεμβρίου, ένα μήνα σχεδόν μετά την αποφυλάκισή μου, μου επιδόθηκε έφεση του αντιεισαγγελέα εφετών Εύβοιας στην απόφαση για την υφ’ όρον απόλυσή μου, με την οποία ζητά να γυρίσω πίσω στην φυλακή. Με την έφεσή του ζητά την “εξαφάνιση” του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών Θηβών που με αποφυλάκισε. Πρόκειται και είναι μια πολιτική κίνηση αφού υπαγορεύεται από τη διαφαινόμενη πολιτική δυσαρέσκεια που προκάλεσε η αποφυλάκισή μου σε ορισμένα κέντρα εξουσίας.
Με βάση και το σκεπτικό της εν λόγω έφεσης, τα επιχειρήματα και τα “στοιχεία” που παραθέτει, είναι δεδομένο πως κανένας εισαγγελέας δεν θα ασχολιόταν με αυτά αν αφορούσαν μια οποιαδήποτε άλλη κρατούμενη ή κρατούμενο. Για παράδειγμα, ο αντιεισαγγελέας εφετών Εύβοιας “εγκαλεί” με την έφεσή του τη “μεθοδολογία” που ακολούθησε το συμβούλιο πλημμελειοδικών Θηβών, δηλαδή, το γεγονός ότι δεν κλητεύθηκα να παραστώ αυτοπροσώπως στο συμβούλιο όταν εξέταζε την αίτησή μου για υφ’ όρον απόλυση, ενώ χιλιάδες γυναίκες αποφυλακίστηκαν από τις φυλακές Ελαιώνα πριν από εμένα με την ίδια ακριβώς μεθοδολογία και κανένας εισαγγελέας δεν ασχολήθηκε ποτέ με καμία από αυτές. Γιατί σύμφωνα με την –προφανώς ορθή– προσέγγιση του ζητήματος από τα συμβούλια πλημμελειοδικών Θηβών, ο/η εισαγγελέας που προτείνει για την υφ’ όρον απόλυση μιας κρατούμενης, είναι αυτός που βρίσκεται και στη φυλακή, γνωρίζει τις κρατούμενες και σε συνεργασία με την υπηρεσία η οποία είναι και αυτή που έχει τη μεγαλύτερη “τριβή” με τις γυναίκες, έχει ιδιαίτερα βαρύνουσα άποψη που δεν μπορεί αντικειμενικά να ανατραπεί από μια μέσω skype παρουσία λίγων λεπτών της κρατούμενης στο συμβούλιο, το οποίο απαρτίζεται από ανθρώπους που θα τη δουν για πρώτη φορά. Η παρουσία κρατούμενης στο συμβούλιο για την υφ’ όρον απόλυσή της γίνεται μόνο αν είναι αρνητική η πρόταση της/του εισαγγελέα και αυτό για να ελεγχθεί στην ουσία ξανά αν ευσταθεί η παράταση της κράτησής της που προτείνεται.
Μου είναι αδύνατο να πιστέψω πως οι εισαγγελείς της Εύβοιας μαθαίνουν τώρα για πρώτη φορά σχετικά με τη μεθοδολογία που ακολουθείται εδώ και δεκαετίες για τις κρατούμενες στις φυλακές Ελεώνα από αναρίθμητα δικαστικά συμβούλια της Θήβας (και της Αθήνας, αφού και στις φυλακές Κορυδαλλού εφαρμόζεται η ίδια μέθοδος). Μόνο στη δική μου περίπτωση εκδηλώθηκε έφεση προφανώς γιατί …είμαι εγώ και γιατί υπάρχει πολιτικό υπόβαθρο και κίνητρο.
Ένα άλλο σημείο της έφεσης είναι η επίκληση από τον εισαγγελέα αθωωτικών αποφάσεων για πειθαρχικές αναφορές που αφορούσαν σε κινητοποιήσεις στις φυλακές Κορυδαλλού το 2017. Πέρα από το γεγονός ότι είναι αθωωτικές αυτές οι αποφάσεις –και ενώ ακόμα και καταδικαστικές αποφάσεις για πειθαρχικά, όπως προβλέπεται από τον Σωφρονιστικό Κώδικα, δεν αρκούν για να αποτραπεί η υφ’ όρον απόλυση κρατούμενης/ου–, δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες αναφορές και οι αθωωτικές αποφάσεις αφορούσαν δεκάδες κρατούμενες που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις. Όμως ούτε μια από όλες αυτές τις γυναίκες δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα κατά την διαδικασία της υφ’ όρον αποφυλάκισή της γι’ αυτά τα ζητήματα. Το γεγονός και μόνο ότι αναφέρονται ως επιχειρήματα για τον επανεγκλεισμό μου στη φυλακή, είναι ενδεικτικό του είδους του εδάφους στο οποίο στηρίζεται η επιχειρηματολογία και το βαθμό της αυθαιρεσίας που επιχειρείται να ασκηθεί πάνω μου.
Αυτό που διαπνέει αναμφίβολα την συγκεκριμένη έφεση, είναι πως αυτό που θέλει (ή για να είμαι πιο ακριβής, που θέλουν) από εμένα, είναι δηλώσεις πολιτικής νομιμοφροσύνης και δηλώσεις μετανοίας. Αυτό συνάγεται, μεταξύ άλλων, από την αναφορά που κάνει στο σκεπτικό των δυο πρώτων απορριπτικών αποφάσεων του συμβουλίου της φυλακής στις αρχικές αιτήσεις μου για χορήγηση τακτικής άδειας, των οποίων αποφάσεων τα επιχειρήματα ήταν πολιτικά, αφού η μεν πρώτη απόφαση αφορούσε σε πολιτικές θέσεις που είχα κατά καιρούς εκφράσει δημόσια και σε δικαστήρια (στην ουσία δηλαδή, ήταν η υπερασπιστική μου “γραμμή”), η δε δεύτερη εξ αυτών αφορούσε στο βιβλίο μου “Κράτος εναντίον Κομμούνας”. Οι εφτά συνολικά τακτικές άδειες που είχα πάρει θεωρούνται μη ικανοποιητικός λόγος για να μου χορηγηθεί υφ’ όρον απόλυση, ενώ θεωρείται πιο σημαντική η πολιτική αιτιολόγηση των απορριπτικών αποφάσεων στις δυο πρώτες αιτήσεις μου για τακτική άδεια, οι οποίες στη συνέχεια ανατράπηκαν. Ούτε είναι ζήτημα σημαντικό το γεγονός ότι η μια εισαγγελέας της φυλακής που επικαλείται στην έφεσή του ο εισαγγελέας εφετών, είναι αυτή που τελικά, μου έδωσε πέντε τακτικές και δυο 48ωρες έκτακτες άδειες για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους, η μια εκ των οποίων ήταν χωρίς αστυνομική συνοδεία, ενώ ήταν η ίδια που έκανε τη θετική πρόταση προς το συμβούλιο πλημμελειοδικών Θήβας για την υφ’ όρον απόλυσή μου από τις φυλακές. Με δυο λόγια, “εγκαλεί” την εισαγγελέα γιατί δεν έλαβε υπόψη της …τον εαυτό της, μια παλιά, δική της άποψη που εξέφρασε πριν από ενάμισι χρόνο.
Δεν πρόκειται να επεκταθώ περισσότερο στο σκεπτικό της έφεσης στο παρόν κείμενο, όμως αυτά τα στοιχεία είναι ενδεικτικά του ισχυρισμού μου ότι πρόκειται για κίνηση με πολιτικά κίνητρα και προθέσεις, αφού μια έφεση ενάντια σε απόφαση συμβουλίου για υφ’ όρον απόλυση κρατουμένου/ης δεν γίνεται με βάση …αμφιβολίες, οι οποίες, εκτός όλων των άλλων, είναι και αστήρικτες, αλλά με βάση ισχυρά και απτά στοιχεία. Εξάλλου ο θεσμός της υφ’ όρον απόλυσης δεν ήταν ποτέ ούτε είναι “χάρη”, αλλά μέτρο που υποχρεωτικά χορηγείται με την όποια “αμφιβολία” να μην αρκεί για την άνευ όρων παράταση της κράτησης. Αλλιώς δεν έχει νόημα η ύπαρξή του συγκεκριμένου θεσμού και στην δική μου περίπτωση –αν τελικά μου επιβάλει το συμβούλιο εφετών επανεγκλεισμό στη φυλακή– καταστρατηγείται και πρακτικά καταργείται (αρχικά για εμένα, στη συνέχεια και για άλλους) το δικαίωμα για υφ’ όρον απόλυση.
Σε μια τέτοια συνθήκη ουσιαστικής κατάργησης του δικαιώματος για υφ’ όρον απόλυση έχει φτάσει και το συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας που επιμένει να αρνείται για πολλοστή φορά την αποφυλάκιση του συντρόφου μου Νίκου Μαζιώτη από τις φυλακές Δομοκού και ενώ έχει εκτίσει πολύ περισσότερο χρόνο από τον προβλεπόμενο στη φυλακή.
Το συμβούλιο πλημμελειοδικών Θήβας που αποφάσισε την αποφυλάκισή μου, ήταν αυτό που θεώρησε ότι δεν μπορώ να εξαιρεθώ από το δικαίωμα της υφ’ όρον απόλυσης, καθώς σε καμία κρατούμενη δεν έχει επιβληθεί καθεστώς εξαίρεσης για κανένα λόγο. Η πρόταση δε της εισαγγελέως πρωτοδικών Θήβας να γίνει δεκτή η αποφυλάκισή μου, διαπερνάται από την άποψη για τη μη εξαίρεσή μου από το δικαίωμα της υφ’ όρον απόλυσης για πολιτικούς λόγους. Ενάντια σε αυτή την άποψη και υπέρ του επανεγκλεισμού μου στη φυλακή για λόγους πολιτικών πιστεύω, θέσεων, πεποιθήσεων και αξιών στρέφεται η έφεση του εισαγγελέα εφετών Εύβοιας ζητώντας να τεθώ σε καθεστώς εξαίρεσης για πολιτικούς λόγους.
Πεποίθησή μου είναι ότι το κυρίαρχο στοιχείο σε αυτή την κίνηση και μεθόδευση, είναι ότι γίνεται αντιληπτό ως “πολιτική ήττα” για ορισμένους συστημικούς κύκλους το γεγονός ότι αποφυλακίστηκα και “διόρθωση” συνιστά η επ’ αόριστο παράταση της κράτησής μου. Γιατί αν δεχθεί το συμβούλιο εφετών Εύβοιας να με κλείσει ξανά στη φυλακή υιοθετώντας το σκεπτικό της έφεσης, δηλαδή, χωρίς στοιχεία και πραγματικά γεγονότα παρά μόνο με πολιτικής φύσεως εικασίες, τότε αυτό θα σημαίνει ότι θέλουν να με κρατήσουν επ’ αόριστο στη φυλακή. Όλα αυτά δεν μπορούν να συμβαίνουν για κανένα άλλο λόγο παρά μόνο λόγω της πολιτικής φύσης της υπόθεσης για την οποία έμεινα στη φυλακή για 8,5 χρόνια (δεκατρία χρόνια “μικτά”), τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα, αλλά κυρίως για την πολιτική μου στάση απέναντι στις διώξεις και τις δίκες. Αυτή η ιστορική μου πορεία κρίνουν πως πρέπει “να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά”. Πρόκειται για μια κίνηση καθαρής πολιτικής εκδίκησης.
Υ.Γ.: Ορισμένοι δημοσιογράφοι τις ημέρες της αποφυλάκισής μου επιχείρησαν να διαμορφώσουν ένα πολιτικό κλίμα δυσαρέσκειας για την αποφυλάκισή μου –και όπως φαίνεται τα κατάφεραν– εστιάζοντας σε μια παλιά ποινή ισοβίων που μου είχε επιβάλει δικαστήριο πρώτου βαθμού για την επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στο κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδας (το παράρτημα της ΕΚΤ) και του ΔΝΤ το 2014, χωρίς να έχουν καμία γνώση του αντικειμένου, της κατηγορίας και της φύσης της, του νόμου και των πολιτικών ελατηρίων του συγκεκριμένου δικαστηρίου που ήθελε για αμιγώς πολιτικούς λόγους να επιβάλει αυτή την ποινή ως απάντηση στην δυναμική αντίσταση ενάντια στα “μνημόνια” (η ενέργεια αυτή στρεφόταν κατά της τότε τρόικας). Η εξουσία που κρατούν ορισμένοι στα χέρια τους σε συνδυασμό με την ημιμάθεια ή και την παντελή αμάθεια, γίνεται επικίνδυνη.
Ενημερώνω λοιπόν εν τάχει ότι ο νόμος με τον οποίο είχαμε τότε καταδικαστεί τόσο εγώ όσο και ο σύντροφός μου Νίκος Μαζιώτης για εκείνη την ενέργεια του Επαναστατικού Αγώνα, ήταν ένας νόμος, ο 270 Π.Κ., που είχε επιβάλει με προεδρικό διάταγμα η κυβέρνηση Παπαδόπουλου το 1969 για να αντιμετωπίσει τις δυναμικές ενέργειες (βομβιστικές επιθέσεις), οι οποίες λάμβαναν χώρα εκείνη την περίοδο ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών. Εμείς το είχαμε αναδείξει πολλές φορές αυτό στα δικαστήρια και ζητούσαμε τη μη εφαρμογή του (υπάρχουν πλήθος ηχητικών και κειμένων από τα δικαστήριά μας που έχουμε τοποθετηθεί πάνω στο ζήτημα και μπορεί πολύ εύκολα να τα βρει οποιοσδήποτε), δεδομένου ότι, εκτός από το βαρύ πολιτικό παρελθόν αυτού του νόμου, του βαθιά αντιδραστικού υποβάθρου που συνδέει την τότε εποχή με τα χρόνια των “μνημονίων” και την αντίσταση σε αυτά, ήταν ένας νόμος που ο κίνδυνος να γίνεται εφαλτήριο αυθαιρεσιών στα δικαστήρια είχε αναδειχθεί από αναγνωρισμένους νομικούς αναλυτές (π.χ. Μανωλεδάκης Ιωάννης, Ποινικό Δίκαιο Γενική Θεωρία σελ 271, 276, 338, Δ. Σπυράκου, Αφηρημένη διακινδύνευση: μια επικίνδυνη κατασκευή για το Ποινικό δίκαιο, Ποιν. Χρον.1993 ) οι οποίοι στρέφονταν ενάντια στους νόμους “αφηρημένης διακινδύνευσης” όπως ήταν και ο συγκεκριμένος. Με έναν τέτοιο νόμο είναι δυνατό να καταδικαστεί κάποιος (ακόμα και με την εσχάτη των ποινών) όχι για το αποτέλεσμα της πράξης, αλλά για το τι εν δυνάμει μπορεί η πράξη να προκαλέσει, το οποίο καλείται φρονηματική τιμωρία και κρίνεται με βάση τον βαθμό του δόλου που θα επιρρίψει ο εκάστοτε δικαστής στον κατηγορούμενο να προκαλέσει ένα αποτέλεσμα.
Στη δική μας περίπτωση πλήθος αυθαιρεσιών χρησιμοποιήθηκαν από τα δυο δικαστήρια, δεδομένου ότι ακόμα και έτσι όπως ήταν ο νόμος απαιτούσε πολλές νοητικές ακροβασίες για να επιχειρηματολογήσει κάποιος για την ποινή αυτή. Βασικότερο στοιχείο δε στην επιχειρηματολογία τους ήταν οι πολιτικές μας τοποθετήσεις μέσα στις δίκες. Τελικά, ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με τον Π.Κ. του 2019 μαζί με άλλους νόμους “αφηρημένης διακινδύνευσης” για να γίνει τελικά συγκεκριμένος και να πάψει να αποτελεί εργαλείο αυθαιρεσιών στα δικαστήρια.
Αν κάποιοι έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για αυτά τα ζητήματα και δεν θέλουν να υποβαθμίζουν τον εαυτό τους σε αντιδραστικά παπαγαλάκια σκοτεινών εξουσιαστικών κύκλων, ας σταματήσουν να αναφέρονται σε πράγματα που δεν γνωρίζουν και ας διαβάσουν. Αλλιώς, όποιοι επιμείνουν να κριτικάρουν την αποφυλάκισή μου χρησιμοποιώντας αυτό το επιχείρημα, θα πρέπει να αποδεχθούν ότι υπερθεματίζουν για την νεκρανάσταση ενός χουντικού νόμου με πλούσιο παρελθόν πολιτικών και φρονηματικών αυθαιρεσιών».