Του Chris Giles
Τα παραμύθια είναι καθησυχαστικά, επειδή οι βασικοί χαρακτήρες τους συνήθως κατέχουν κάποια ιδιαίτερη δύναμη και ορισμένες φορές κάτι μαγικό συμβαίνει, δίνοντας τη δυνατότητα σε όλους να ζήσουν καλά.
Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, κυβερνήσεις διαχειρίζονται τους προϋπολογισμούς τους σε τέτοιους φανταστικούς κόσμους. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς κάποια ιδιαίτερη γερμανική οπτική για τα δημόσια οικονομικά για να γνωρίζει πως αυτό είναι απίθανο να έχει καλό τέλος.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προειδοποίησε την περασμένη εβδομάδα πως τα οικονομικά της κυβέρνησης των ΗΠΑ βρίσκονται σε μη βιώσιμο δρόμο. Ο ανεξάρτητος εποπτικός φορέας προέβλεψε πως ο δανεισμός της αμερικανικής κυβέρνησης θα είναι σχετικά σταθερός τα επόμενα δέκα χρόνια γύρω στο 6% του ΑΕΠ. Αυτό το επίπεδο υπερβαίνει κατά πολύ το 3,7% που ήταν ο μέσος όρος των προηγούμενων 50 ετών, μια περίοδος που περιελάμβανε την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και την πανδημία του κορωνοϊού.
Για να δώσουμε μια ακόμα πιο σοβαρή σύγκριση, ο προβλεπόμενος δανεισμός των ΗΠΑ είναι περίπου 50% υψηλότερος από αυτόν που πρότεινε ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας Kwasi Kwarteng στον «μίνι» προϋπολογισμό του 2022, που ανατίναξε τη βρετανική αγορά ομολόγων.
Αυτό και μόνο θα ήταν επαρκώς ανησυχητικό αν θεωρήσουμε σωστά τα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου. Δεν θα πρέπει, όμως, να το κάνουμε επειδή ο φορέας αυτός του Κογκρέσου τα τελευταία χρόνια είναι επίμονα αισιόδοξος, εν μέρει επειδή πρέπει να βασίσει τις προβλέψεις του στην υφιστάμενη αμερικανική κυβερνητική πολιτική.
Αυτό υποθέτει -μη ρεαλιστικά- πως οι περισσότερες από τις φοροαπαλλαγές που πέρασε το 2017 ο Ντόναλντ Τραμπ, θα λήξουν στο τέλος του 2025. Υποθέτει επίσης πως οι περιορισμοί στις δημόσιες δαπάνες που περιλαμβάνονται στην Πράξη Δημοσιονομικής Ευθύνης του 2023 θα συνεχίσουν και μετά το 2025. Αυτά υποδηλώνουν πως οι διακριτικές δαπάνες της αμερικανικής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων αυτών για την άμυνα, θα μειωθούν από το 6,4% του ΑΕΠ πέρυσι στο 5,1% το 2034. Τα περασμένα 50 χρόνια, αυτές οι δαπάνες ήταν κατά μέσο όρο 8% του ΑΕΠ. Οι υποθέσεις αυτές επίσης δεν είναι αξιόπιστες.
Αν προστεθεί σε αυτό η ελαφρώς αισιόδοξη εκτίμηση πως η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα μπορεί να δανείζεται βραχυπρόθεσμα μόνιμα με κάτω από 3%, τότε η αληθινή «φαντασιακή» φύση των προβλέψεων αυτών γίνεται εμφανής. Αν και η πρωταρχική πρόβλεψη του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου είναι πως το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ δεν βρίσκεται σε βιώσιμο μονοπάτι και πως θα αυξηθεί από το 97,3% του ΑΕΠ το 2023 σε ρεκόρ όλων των εποχών το 2028 και στο 116% το 2034, η προοπτική είναι σημαντικά χειρότερη.
Αν και όχι τόσο ακραία, ωστόσο παρόμοια δημοσιονομικά παραμύθια κυριαρχούν στις ευρωπαϊκές συζητήσεις. Μετά το φιάσκο του Kwarteng και τις επακόλουθες φορολογικές κωλοτούμπες, οι ανεξάρτητες προβλέψεις από το Γραφείο Ελέγχου του Προϋπολογισμού του Ηνωμένου Βασιλείου δείχνουν πως το βρετανικό χρέος σταθεροποιείται ως ποσοστό του ΑΕΠ προς το τέλος τους δεκαετίας.
Αλλά αυτές οι προβλέψεις βασίζονται στις φαντασίες του Ηνωμένου Βασιλείου πως η κυβέρνηση θα αρχίσει να αυξάνει τον φόρο κατανάλωσης καυσίμων σύμφωνα με τον πληθωρισμό, πως τα οφέλη από τα έσοδα της μετανάστευσης δεν θα έχουν επιπτώσεις στις δημόσιες δαπάνες, πως ο περιορισμός των δημόσιων δαπανών θα έρθει σε μια περίοδο τεράστιας δυσαρέσκειας με τις δημόσιες υπηρεσίες και πως οι μεγάλες περικοπές στις κρατικές κεφαλαιουχικές δαπάνες συνάδουν με την επιταχυνόμενη πρόοδο προς το net zero.
Εξακολουθούμε να μην γνωρίζουμε πώς θα λειτουργήσει στην πράξη το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, αλλά οι αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους που θα καθοδηγούν το έργο του θα υπόκειται στις ίδιες υπεραισιόδοξες υποθέσεις προβλέψεων που είναι εμφανείς στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η θέση δεν είναι ευκολότερη όταν προστεθούν σε αυτήν οι δίδυμες διαρθρωτικές δυσκολίες στην ευρωζώνη, το ότι η ΕΚΤ φαίνεται πιθανό ότι θα αργήσει να χαλαρώσει τη νομισματική της πολιτική, εμποδίζοντας την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, και πως οι δημοσιονομικές διαφορές μεταξύ του ευρωπαϊκού βορρά και του νότου παραμένουν σοβαρές.
Τα κακά νέα για όλες τις δυτικές χώρες είναι πως επιπλέον των υπεραισιόδοξων υποθέσεων στις προβλέψεις, η διατήρηση της ποιότητας της υγείας και των προγραμμάτων κοινωνικής ασφάλισης με ταχέως γηράσκοντες πληθυσμούς θα απαιτήσει υψηλότερους φόρους χωρίς την προοπτική βελτιωμένων υπηρεσιών. Αυτή είναι μια δύσκολη εκλογική προσφορά.
Τα καλά νέα είναι πως η απαραίτητη εξυγίανση των προϋπολογισμών μόνο απίθανη δεν είναι, αρκεί να μην αρχίσουμε να πιστεύουμε νέες δημοσιονομικές φαντασιώσεις.
Στην πολιτική αριστερά, η πιο διαδεδομένη μυθοπλασία είναι πως όλοι οι απαραίτητοι πόροι μπορούν να αντληθούν από «τους πλούσιους» χωρίς καμία συνέπεια για τον υπόλοιπο πληθυσμό. Για να αντληθούν τα ποσά που απαιτούνται, οι υψηλότεροι φόροι πρέπει να αγγίξουν και πολύ χαμηλότερα στρώματα εισοδήματος και πλούτου. Όσο πιο συγκεντρωμένοι είναι, τόσο πιο πολύ θα ενθαρρύνεται η φοροαποφυγή, περιορίζοντας τα έσοδα.
Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση των κεντρώων είναι πως υπάρχει τρόπος να πειστεί ο λαός πως υψηλότεροι φόροι και περισσότερες δημόσιες επενδύσεις χρειάζονται. Τα παραδείγματα ανοικτών, τίμιων και επιτυχημένων προγραμμάτων άντλησης εσόδων που ελαχιστοποιούν τις στρεβλώσεις μεταρρυθμίζοντας παράλληλα τους φόρους, είναι αξιοπρόσεκτα λόγω της σπανιότητάς τους. Ακόμα και απόπειρες από το εγχειρίδιο, όπως οι αυξήσεις στην εθνική ασφάλιση του Ηνωμένου Βασιλείου το 2002, επέλεξαν τον φόρο που ήταν λιγότερο ορατός στον λαό αλλά και που είχε το μεγαλύτερο κόστος για την αγορά εργασίας.
Στη δεξιά, το παλιό παραμύθι που προτιμάται είναι αυτό που λέει πως οι μειώσεις φόρων αυξάνουν τα έσοδα. Ενώ πράγματι αυτό ισχύει σε σπάνιες συγκεκριμένες περιπτώσεις, ωστόσο τα συντριπτικά στοιχεία δείχνουν πως οι ευρείες περικοπές φόρων, όπως αυτές στις ΗΠΑ το 2017, επιδεινώνουν τα δημόσια οικονομικά, ακόμα και αν έχουν θετική επίπτωση στην ανάπτυξη.
Αλλά ίσως η μεγαλύτερη φαντασίωση όλων είναι η προσδοκία πως θα συμβεί κάτι που θα επιλύσει τους μη βιώσιμους προϋπολογισμούς χωρίς να υπάρξει κρίση. Είναι πολύ πιθανότερο να συνεχίσουμε να τα κουτσοκαταφέρνουμε, προσποιούμενοι πως τα πράγματα είναι περίπου εν τάξει, μέχρις ότου κάτι σπάσει.
Το πρόβλημα είναι πως το δημοσιονομικό σύστημα θα σπάσει και δεν θα υπάρξει ευτυχισμένο τέλος.