Του Γιώργου Λακόπουλου
Οι σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με τα μεγάλα μιντιακά συγκροτήματα είναι γνωστή την τελευταία δεκαετία. Ουσιαστικά διαμορφώθηκε κατά τον κύκλο των συναντήσεων που είχε το 2014 ο Αλέξης Τσίπρας με τον Σταύρο Ψυχάρη.
Ακόμη και αν δεν εκπροσωπούσε στο σύνολό του το κυρίαρχο μιντιακό σύμπλεγμα, αλλά μόνο τον ΔΟΛ, κόμιζε δελεαστική πρόταση «αμοιβαίου συμφέροντος»: διασφάλιζε τον εκλογικό θρίαμβο του ΣΥΡΙΖΑ – που ασφαλώς θα ανταπέδιδε ως κυβέρνηση.
Η απόρριψη της ιδέας από τον Τσίπρα – εν μέσω ανεκδοτολογικών περιστατικών που γνωστοποιήθηκαν αργότερα- τράβηξε διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δυο πλευρές.
Η παριστάμενη «γάτα Ιμαλαΐων» έδειξε τα νύχια της και το σύνολο της διαπλοκής συνασπίσθηκε κατά του Τσίπρα. Όταν δεν τον εμπόδισε να αναλάβει την κυβέρνηση, επένδυσε στον Κυριάκο Μητσοτάκη για την ανατροπή του και εν συνεχεία για τον αποκλεισμό της επιστροφής του.
Πώς ακριβως εξελίχθηκε αυτή η σχέση είναι γνωστό. Ιδίως μετά το 2019 που η επιτυχία των «ενωμένων μιντιαρχών» με την επένδυση στον Μητσοτάκη, τους κατέστησε κράτος εν κράτει και επανάφερε το δημόσιο βίο-και κυρίως το δημόσιο ταμείο- στον έλεγχό τους.
Η εκστρατεία για να «ηττηθεί στρατηγικά» ο Τσίπρας πήρε ακραίες μορφές και έφερε αποτέλεσμα με τη συνδρομή κάποιων Συριζαίων και φυσικά τα λάθη του ιδίου του Τσίπρα.
Μέχρι και την 25η Ιουνίου το κενό ανάμεσα στις δυο πλευρές ήταν αγεφύρωτο. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ προβλήθηκε ως επιτυχία τους και η αποχώρηση του Τσίπρα έγινε δεκτή με ανακούφιση- αντίστοιχη της μικροψυχίας που έδειξε ο Μητσοτάκης.
Και ξαφνικά έγινε το θαύμα. Το κενό ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τον μιντιακό βραχίονα της «Διαπλοκής», άρχισε να γεφυρώνεται στο πρόσωπο της κυρίας Έφης Αχτσιόγλου. Τα ΜΜΕ που πρωταγωνιστούσαν τη εξόντωση του Τσίπρα -με αθέμιτα μέσα συνήθως- κάνουν πλεον αγώνα για να την επιβάλλουν ως διάδοχό του στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η «ντίβα» της Αριστεράς
Για λίγους πολιτικούς -με δεδομένο το μέγεθος της πρώην υπουργού του Τσίπρα και πρώην μέλους της φράξιας για ένα χρονικό διάστημα, από φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, κανάλια και sites που έκαναν ως τώρα σταυροφορίες κατά του κόμματός της.
Ούτε την περίοδο που ο Μητσοτάκης προτιμούσε να αναλάβει την προεδρία του ΠΑΣΟΚ ο Λοβέρδος, δεν είχαν γίνει τόσα αφιερώματα στο ανανεωτικό πνεύμα που θα έφερνε στο δημόσιο βίο.
Μια, σχετικά άπειρη, πολιτικός που δεν έχει στο βιογραφικό της τίποτε ιδιαίτερο, πέρα από το πτυχίο της Νομικής και δυο χρόνια θητείας σε μια μνημονιακή κυβέρνηση, απαλλάσσεται από οτιδήποτε της καταλόγιζαν τα ίδια ΜΜΕ ως τώρα.
Πλέον φωτίζεται ως …ντίβα της Αριστεράς που θα τα πάρει όλα. Ακόμη και οι δηλώσεις υποστήριξης από τους πιο παρακμιακούς παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ κόμματος της αναδεικνύονται ως εύσημα.
Η προφανής έλλειψη ηγετικού ταπεραμέντου και αντίστοιχης πολιτικής συγκρότησης που απαιτεί ο ρόλος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υποτάσσονται την καλλιτεχνική φωτογράφηση της.
Ο λόγος της που -δεν είναι ακριβως «ξύλινος», αλλά από μπαμπού- δεν αξιολογείται πολιτικά και η αλληλουχία σοφισμάτων της, εμφανίζονται ως πολιτικές θέσεις.
Θα ξανακερδίσει «με λογική και ευαισθησία» όσους έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι «με τους πολλούς και με το δίκιο». Θα «συμβιβάσει το όραμα με τον ρεαλισμό». Θα εμφυσήσει στο κόμμα «συλλογική ευφυΐα» και «τεχνοκρατισμό».
Αν την πάρουμε τοις μετρητοίς «ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να είναι μια αριστερή πολιτική δύναμη που κυβέρνησε και διεκδικεί να ξανακυβερνήσει». Αλλά τι ακριβώς τον κάνει και αριστερό και κυβερνώσα δύναμη δεν προκύπτει από όσα λέει ως τώρα.
Ως αριστερή η ίδια θέλει και τους μη αριστερούς προτείνοντας «να σταματήσουμε να ζυγίζουμε τους ανθρώπους στη βάση των διαδρομών τους, όλοι από κάπου ερχόμαστε». Αν δεν της έστειλαν λουλούδια ο Βορίδης και ο Άδωνις, που εκμηδενίζει το θέμα της προέλευσης, παράλειψή τους.
Θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ «σύγχρονο, μεθοδικό που θα δίνει βάθος στις προτάσεις του και θα βρίσκεται καθημερινά σε επικοινωνία με την πλειονότητα της κοινωνίας». Αλλά δεν κανείς δεν την ρωτάει γιατί στο διάλογο δεν ήταν έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ ως τον περασμένο Μάιο και θα γίνει από τον προσεχή Σεπτέμβριο;
Θέλει να γίνει αρχηγός μετά από τη «βαριά πολιτική ήττα», αλλά χωρίς να εντοπιστούν πρώτα οι αιτίες και οι ευθύνες. Βρίσκει ότι το κόμμα «θα εμπνεύσει ξανά έναν κόσμο προοδευτικό, έναν κόσμο που έρχεται από την Αριστερά».
Αλλά ως μόνο στοιχείο της έμπνευσης προτάσσει την εκλογή της. Την οποία εντάσσει στις εξελίξεις της Αριστεράς η οποία όμως «θα ασκεί δημιουργική αντιπολίτευση» για να επανέλθει κυβερνητική τροχιά». Την ίδια αντίληψη περί Αριστεράς, προτείνει και ο Μητσοτάκης.
‘Δεν είμαι σαν τον Τσίπρα»
Ο Έφη Αχτσιόγλου, υπόσχεται «έναν ΣΥΡΙΖΑ σύγχρονο, μεθοδικό, ο οποίος θα δίνει περιεχόμενο στην πολιτική, ο οποίος θα δουλεύει με συγκροτημένο τρόπο, θα αξιοποιεί την τεχνική γνώση, θα δίνει βάθος στις θέσεις και τις προτάσεις του και θα βρίσκεται καθημερινά σε επικοινωνία με την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας».
Θα μπορούσε να βρει έναν πιο εύσχημο τρόπο για να αδειάσει τον Τσίπρα που δεν τα έκανε όλα αυτά. Αλλά θα τα κάνει η ίδια με το ίδιο κόμμα, τους ίδιους ανθρώπους- εκτός από τον πρώην αρχηγο του. Τον οποίο αλλωστε «δεν θα τον μιμηθεί». Ο εστί μεθερμηνευόμενο: δεν είμαι σαν τον Τσίπρα.
Δεν είναι. Το ξέρουν άλλωστε οι πολέμιοί του στα μιντιακά και οικονομικά κέντρα , που την υποστηρίζουν με θέρμη.
Για όλα η υποψήφια πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει την ίδια απάντηση: κάτι πρέπει να αλλάξει. Αλλά δεν λέει τι ακριβώς και με ποιο τρόπο. Ούτε για την πολιτική ούτε για τα πρόσωπα.
Όπως και λέει και τις βασικές θέσεις της για κρίσιμα πολιτικά θέματα. Τι θα κάνει στα ελληνοτουρκικά; Τι πιστεύει για τη Διαπλοκή και τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του δημοσίου βίου και της ενημέρωσης από τους μηχανισμούς της; Για ποιους λόγους τη βάζει στα μιντιακά σαλόνια της;
Τι πιστεύει για τον πόλεμο στην Ουκρανία, το Κυπριακό και το Αιγαίο; Σε ποια πολιτική ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου θα ενταχθεί; Τι θα προτείνει για τις σχέσεις κράτους – εκκλησίας;
Πώς θα αντιμετωπίσει την ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με συνταγματική παράκαμψη; Τι πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές; Πώς αντιλαμβάνεται η ίδια ότι έχει συνυποψήφιο κάποιον με δικαστική καταδίκη;
Α, και αν έχει καταλάβει, πρόκληση παρατηρητή από τους Ευρωσοσιαλιστές, σαν αυτή που είχε ο Τσίπρας, δεν θα λάβει.