Του Νίκου Λακόπουλου
H αποκάλυψη πως ο δράστης του εγκλήματος στα Γλυκά Νερά ήταν ο σύζυγος με τις τεράστιες διαστάσεις που πήρε το θέμα στα αδηφάγα μέσα ενημέρωσης εκτόπισε από την πρώτη θέση τα νέα επιτεύγματα του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Την λαμπερή τελετή του Οίκου Dior στο Καλλιμάρμαρο -μεγάλες δόξες για την αποικία όπου ο Οίκος δίνει λάμψη για τον Παρθενώνα και όχι το αντίθετο- και το σόου πάλι κάτω από την Ακρόπολη όπου τα δισεκατομμύρια τρέχανε -άγνωστο σε ποιες τσέπες, αλλά σίγουρα στην «πράσινη» και την ψηφιακή ανάπτυξη.
Αν προσθέσουμε -αντί να αφαιρέσουμε τα δάνεια- και πιθανές επενδύσεις φτάνουμε τα 100 δισ. -μέχρι το 2026- και 180.000 θέσεις εργασίας, αν και άλλες ευρωπαϊκές εκτιμήσεις μιλάνε για 62.000 θέσεις εργασίας. Πού είναι οι 400.000 θέσεις εργασίας -που υποσχόταν ο Μητσοτάκης- με τις «πολλές και καλές δουλειές»;
H αλήθεια είναι πως το έλλειμμα φτάνει το 20% του ΑΕΠ σε ένα υπερχρεωμένο κράτος όπου όπου οι καταθέσεις αυξάνονται μαζί με την φτώχεια αφού η πολιτική Μητσοτάκη συνοψίζεται σε ένα τρυκ: μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη -αναπόφευκτα μετά την ύφεση- μαζί με λιτότητα για τους εργαζόμενους -φτώχεια και πείνα για όλο και περισσότερο πληθυσμό.
Οι επιχειρήσεις -που δεν θα κλείσουν- θα ευημερούν, αλλά οι εργαζόμενοι θα υποφέρουν -καθώς θα μετατρέπουν τις υπερωρίες σε ρεπό για να μαζέψουν τις ελιές -που συνήθως δεν έχουν. Τα λεφτά θα πάνε σε αυτούς που ήδη τα έχουν -ίσως και σε «νέα τζάκια» που θα μπορούν να χρηματοδοτήσουν την επανεκλογή Μητσοτάκη -και των …απογόνων του.
Είναι ένα παιχνίδι που έχει ξαναπαιχθεί με άλλα κονδύλια όπου οι τράπεζες δανείζουν κόμματα -και μέσα ενημέρωσης- που φροντίζουν να επανεκλεγούν τα κόμματα που βοηθάνε και ελέγχουν τις τράπεζες -που χρηματοδοτούν τα κόμματα.
Το αποτέλεσμα είναι η «κληρονομική δημοκρατία» που μας επιτρέπει να συμμετέχουμε όλοι στο πολιτικό παιχνίδι ισότιμα, αλλά μάλλον θα εκλέγονται πάντα μέλη των ίδιων οικογενειών αφού τελικά στις εκλογές δεν κατεβαίνουν ακριβώς κόμματα, αλλά τηλεοπτικά κανάλια.
Με τα λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης «αλλάζει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας» διακηρύσσει η κυβέρνηση: δεν έχουμε πια ατομικά ρουσφέτια, αλλά μαζικά, «κλαδικά¨ και συντεχνιακά με έναν και μόνο στόχο: να «αγοράσει» τις εκλογές.