Του Γιώργου Βενέτη
Η μη επικρατούσα άποψη θέλει τις ΗΠΑ να χρησιμοποιούν τη σύγκρουση στην Ουκρανία, για να ενισχύσουν την παγκόσμια θέση τους, την παρουσία τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο, για να απομειώσουν την ισχύ της Ρωσίας και να αυξήσουν τις εξαγωγές φυσικού αερίου αντικαθιστώντας αυτές της Ρωσίας. Έχει επιβληθεί ένας χείμαρρος κυρώσεων κατά της Μόσχας με τη συμμετοχή της ΕΕ, παρασύροντας την τελευταία σε μια επικίνδυνη κρίση που έχει αποκαλύψει την κακή πολιτική διαχείριση των ηγετών του Παλαιού Κόσμου. Η ευρωπαϊκή πολιτική συνείδηση δεν έχει ξυπνήσει από τις συνέπειες ενός παράλογου πολέμου, που έχει βλάψει την οικονομία αυτού του τμήματος του πλανήτη.
Η Ευρώπη χάνει την ανταγωνιστικότητά της
Το προφανές είναι ότι οι ΗΠΑ επέβαλλαν την «απεξάρτηση» από το ρωσικό αέριο και είχαν δύο άμεσα κέρδη: Πρώτον, τεράστια κέρδη για τις ενεργειακές τους εταιρείες από την προμήθεια LNG. Δεύτερο, τη δυνατότητα απόκτησης σημαντικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε σχέση με τις ευρωπαϊκές εταιρείες, λόγω της διαφοράς του ενεργειακού κόστους. Η Ευρώπη χάνει επίσης την ανταγωνιστικότητά της σε σχέση με την Κίνα και την Ινδία όσον αφορά την παραγωγή ομοειδών προϊόντων, καθότι οι ενεργειακές προμήθειές τους από τη Ρωσία γίνονται με σημαντική έκπτωση.
Τα δυσθεώρητα έσοδα άνω των 200 δισ. δολ. που έχουν συγκεντρώσει οι αμερικανικές πετρελαϊκές χάρη στην εκτόξευση των τιμών του «μαύρου χρυσού» και οι υψηλές τιμές στις οποίες έχει πωλήσει η αμερικανική βιομηχανία το LNG στην Ευρώπη έχουν προκαλέσει εντονότατη δυσφορία στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη αλλά και σε πολιτικούς κύκλους της Γηραιάς Ηπείρου.
Η εικόνα αυτή της υπερδύναμης να αντλεί αστρονομικά κέρδη από την ενεργειακή κρίση και όσα δεινά συνεπάγεται αυτή για τις οικονομίες και τις κοινωνίες της Ευρώπης, εξώθησε πολιτικούς της Γαλλίας και της Γερμανίας να επικρίνουν ευθέως την Ουάσιγκτον. Προ μηνών ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρινό Λε Μερ, χαρακτήρισε «απαράδεκτο» να εξάγουν οι ΗΠΑ το αμερικανικό LNG επιβάλλοντας στην Ευρώπη τιμές τετραπλάσιες από εκείνες που πληρώνουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις στο εσωτερικό της αμερικανικής αγοράς.
Είχαν προηγηθεί δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, που κατηγόρησε τις αμερικανικές εταιρείες, ότι χρεώνουν υπερβολικά ακριβά το φυσικό αέριο, ενώ η Ευρώπη αγωνίζεται να απεξαρτηθεί ενεργειακά από τη Ρωσία και οι γερμανικές βιομηχανίες φτάνουν στο σημείο να μειώνουν ή και να αναστέλλουν την παραγωγή τους εξαιτίας του δυσθεώρητου κόστους της ενέργειας. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι η μόνη που χάνει το «παιχνίδι» από τα αποδυτήρια είναι η Ευρώπη, παρ’όλα αυτά παραμένει υπάκουη στα υπερατλαντικά κελεύσματα.
Κέρδη για τη στρατιωτική βιομηχανία
Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο μεγαλύτερος ωφελούμενος από τη σύρραξη στην Ουκρανία είναι οι ΗΠΑ με τη στρατιωτική τους βιομηχανία. Η Ουκρανία είναι ένα πεδίο δοκιμών στρατιωτικού εξοπλισμού, απαλλαγής από απαρχαιωμένους τύπους και ανάπτυξης νέων. Όσο για τους εταίρους και τους συμμάχους της Ουάσιγκτον, αυτοί πληρώνουν μέρος των στρατιωτικών λογαριασμών.
Η απόφαση ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών να αναπτύξουν μάχιμη εκπαίδευση για Ουκρανούς στρατιώτες στο έδαφός τους, τους οδηγεί ακόμη περισσότερο στον λαβύρινθο της σύγκρουσης και κινδυνεύει να αυξήσει την αποξένωση μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας. Είναι σαφές ότι οι λαοί της Ευρώπης έχουν βρεθεί σε ρόλο πιονιών, που οδηγούνται από πολιτικούς που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να αποστασιοποιηθούν από το αφήγημα της Ουάσιγκτον. Αλλά αυτό δεν είναι επιλογή των λαών, που δεν επέλεξαν μια αντιρωσική στάση. Πιθανόν να μην αργήσει η Ευρώπη, πληττόμενη από τις συνέπειες των επιλογών της, να στραφεί σε μια πολιτική που θα προτάσσει όχι το «Πρώτα η Αμερική», αλλά το «Πρώτα η Ευρώπη».
Υπό την επιρροή διαδηλώσεων στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με την απαίτηση διόρθωσης της οικονομικής κατάστασης, έκφρασης φόβων και ανασφάλειας για το μέλλον και μία παρατηρούμενη στροφή προς τα δεξιά των κοινωνιών, οι ευρωπαϊκές χώρες θα αρχίσουν να σκέφτονται πιο ρεαλιστικά και θα στραφούν σε διάλογο με τη Ρωσία,. Ο πραγματισμός θα είναι η μόνη διέξοδος από την τρέχουσα κρίση, διαφορετικά τα νήματα των εξελίξεων θα μπορούσαν να πέσουν στα χέρια ακροδεξιών δυνάμεων.
Γεωργία, Τουρκία, Αρμενία
Η Γεωργία, η Αρμενία και η Τουρκία είδαν τις οικονομίες τους να ανθούν εν μέσω της συνεχιζόμενης αναταραχής. Καθώς πολλές οικονομίες υποφέρουν από τον αντίκτυπο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, μερικές χώρες επωφελούνται από την εισροή Ρώσων μεταναστών και τον πλούτο που τους συνοδεύει.
Η Γεωργία, μια μικρή πρώην σοβιετική δημοκρατία στα νότια σύνορα της Ρωσίας, συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Αρμενίας και της Τουρκίας, που είδαν τις οικονομίες τους να ανθούν εν μέσω της συνεχιζόμενης αναταραχής. Τουλάχιστον 112.000 Ρώσοι έχουν μεταναστεύσει στη Γεωργία, σύμφωνα με αναφορές. Ένα πρώτο κύμα σχεδόν 43.000 ατόμων έφτασε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, ενώ ένα δεύτερο κύμα – του οποίου ο αριθμός είναι πιο δύσκολο να προσδιοριστεί – εισήλθε μετά την εκστρατεία επιστράτευσης του Πούτιν τον Σεπτέμβριο. Η πλειονότητα των υπόλοιπων Ρώσων μεταναστών κατέφυγε στην Τουρκία (24,9%), στην Αρμενία (15,1%) και σε μη κατονομαζόμενες “άλλες” χώρες (19%).
Μεγάλη ώθηση στη Γεωργία
Η εισροή είχε υπερμεγέθη αντίκτυπο στην οικονομία της Γεωργίας -που ήδη βρίσκεται σε ανοδική πορεία μετά την επιβράδυνση λόγω του Covid 19- και στο γεωργιανό λάρι, το οποίο έχει ανατιμηθεί κατά 15% μέχρι στιγμής φέτος, έναντι του δολαρίου των ΗΠΑ.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει αναθεωρήσει την εκτίμησή του προς τα πάνω για την οικονομία της χώρας. Η αύξηση της μετανάστευσης και οι χρηματοοικονομικές εισροές που προκλήθηκαν από τον πόλεμο είναι μεταξύ των λόγων που αναφέρθηκαν για την άνοδο. Η θέση της Γεωργίας και οι ιστορικοί και οικονομικοί δεσμοί της με τη Ρωσία την καθιστούν προφανές σημείο εισόδου για τους Ρώσους μετανάστες.
Εν τω μεταξύ, η φιλελεύθερη μεταναστευτική πολιτική της, επιτρέπει στους αλλοδαπούς να ζουν, να εργάζονται και να δημιουργούν επιχειρήσεις χωρίς να χρειάζονται βίζα. Και ενώ μια εισροή δεκάδων χιλιάδων μεταναστών μπορεί να φαίνεται ελάχιστη -ακόμη και για μια χώρα όπως η Γεωργία, με έναν πληθυσμό 3,7 εκατομμυρίων- είναι πάνω από 10 φορές μεγαλύτερη από τους 10.881 Ρώσους που έφτασαν μέσα σε όλο το 2021. Το σημαντικό είναι για την οικονομία της Γεωργίας είναι ότι ιδιαίτερα το πρώτο κύμα μεταναστών, αποτελούταν από άτομα δραστήρια, μεταξύ των οποίων πολλοί ήταν πλούσιοι και με υψηλό μορφωτικό επίπεδο.
Ωστόσο, δεν είναι όλοι ενθουσιασμένοι με την εισροή των ρώσων μεταναστών. Ως πρώην σοβιετική δημοκρατία που διεξήγαγε έναν σύντομο πόλεμο με τη Ρωσία το 2008, η σχέση της Γεωργίας με τη Ρωσία είναι περίπλοκη και ορισμένοι Γεωργιανοί φοβούνται τον κοινωνικοπολιτικό αντίκτυπο που θα μπορούσαν να έχουν οι αφίξεις. Πράγματι, η δεξαμενή σκέψης Hudson Institute, με έδρα την Ουάσινγκτον, προειδοποίησε ότι “το Κρεμλίνο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την παρουσία τους ως πρόσχημα για περαιτέρω παρεμβάσεις ή επιθετικότητα“.
Το ΔΝΤ βλέπει επίσης το ΑΕΠ της άλλης χώρας υποδοχής, της Τουρκίας, να αυξάνεται κατά 5% φέτος, ενώ της Αρμενίας θα εκτιναχθεί κατά 11% λόγω “των μεγάλων εισροών εξωτερικού εισοδήματος, κεφαλαίου και εργασίας στη χώρα“. Η Τουρκία, από την πλευρά της, έχει χορηγήσει άδειες παραμονής σε 118.626 Ρώσους φέτος, σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία, ενώ το 2022, το ένα πέμπτο των αγορών ακινήτων από ξένους, ήταν από Ρώσους.