Των Peggy Hollinger, Eri Sugiura και Oliver Telling
Οι μεγαλύτερες εταιρείες της Ευρώπης έχουν υποστεί άμεσες ζημιές ύψους τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ από τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία από την εισβολή του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία πέρυσι, σύμφωνα με ανάλυση των Financial Times.
Έρευνα στις ετήσιες ανακοινώσεις και τους ισολογισμούς του 2023 από 600 ευρωπαϊκούς ομίλους δείχνει πως 176 εταιρείες έχουν ανακοινώσει απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων, χρεώσεις που σχετίζονται με το ξένο συνάλλαγμα και άλλες έκτακτες δαπάνες ως αποτέλεσμα της πώλησης, του κλεισίματος ή της μείωσης ρωσικών δραστηριοτήτων.
Ο συνολικός αριθμός δεν συμπεριλαμβάνει τις έμμεσες μακροοικονομικές επιπτώσεις του πολέμου, όπως το υψηλότερο κόστος ενέργειας και πρώτων υλών. Ο πόλεμος έδωσε επίσης ώθηση στα κέρδη των ομίλων πετρελαίου και φυσικού αερίου και των αμυντικών εταιρειών.
Η απόφαση της Μόσχας να καταλάβει τον έλεγχο των ρωσικών δραστηριοτήτων των εισαγωγέων φυσικού αερίου Fortum και Uniper τον Απρίλιο, ακολουθούμενη από την απαλλοτρίωση της Danone και της Carlsberg τον περασμένο μήνα, υποδηλώνει ότι θα υπάρξει ακόμα μεγαλύτερος πόνος στη συνέχεια, σύμφωνα με τους αναλυτές.
Περισσότερο από το 50% των 1.871 ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που βρίσκονταν στη Ρωσία πριν από τον πόλεμο εξακολουθούν να λειτουργούν στη χώρα, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε η Οικονομική Σχολή του Κιέβου. Στις ευρωπαϊκές εταιρείες που εξακολουθούν να είναι παρούσες στη Ρωσία περιλαμβάνονται η ιταλική UniCredit, η αυστριακή Raiffeisen, η ελβετική Nestlé και η βρετανική Unilever.
«Ακόμη και αν μια εταιρεία έχασε πολλά χρήματα φεύγοντας από τη Ρωσία, όσοι μένουν κινδυνεύουν με πολύ μεγαλύτερες απώλειες», δήλωσε ο Ναμπί Αμπντουλάγιεφ, εταίρος της εταιρείας στρατηγικών συμβούλων Control Risks. «Αποδεικνύεται ότι το να το βάλουν στα πόδια ήταν η καλύτερη στρατηγική για τις εταιρείες που αποφάσιζαν τι να κάνουν στην αρχή του πολέμου. Όσο πιο γρήγορα έφευγες, τόσο μικρότερες ήταν οι απώλειες».
Τα βαρύτερα κόστη της απόσυρσης συγκεντρώνονται σε λίγους εκτεθειμένους τομείς. Αυτοί με τις μεγαλύτερες απομειώσεις και επιβαρύνσεις είναι οι όμιλοι πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπου μόνο τρεις εταιρείες – η BP, η Shell και η TotalEnergies – ανέφεραν συνολικές επιβαρύνσεις ύψους 40,6 δισ. ευρώ. Οι απώλειες αντισταθμίστηκαν κατά πολύ από τις υψηλότερες τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι οποίες βοήθησαν τους ομίλους αυτούς να αναφέρουν υπέρογκα συνολικά κέρδη ύψους περίπου 95 δισ. ευρώ (104 δισ. δολαρίων) πέρυσι. Οι μετοχές των αμυντικών εταιρειών έχουν ενισχυθεί από τη σύρραξη.
Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας δέχθηκαν άμεσο πλήγμα ύψους 14,7 δισ. ευρώ, ενώ οι βιομηχανικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των αυτοκινητοβιομηχανιών, υπέστησαν πλήγμα 13,6 δισ. ευρώ. Οι χρηματοπιστωτικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, των ασφαλιστών και των επενδυτικών εταιρειών, κατέγραψαν 17,5 δισ. ευρώ σε απομειώσεις και άλλες επιβαρύνσεις.
Ο Σάιμον Έβενετ, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του St Gallen, δήλωσε: «Υπάρχει ένας μικρός αριθμός εταιρειών που έχουν δεχθεί μεγάλο πλήγμα. Μόλις ξεφύγετε από τα μεγάλα ποσά, η μέση απομείωση είναι μάλλον αρκετά διαχειρίσιμη, δεδομένου του περιορισμένου ρωσικού αποτυπώματος».
Εξετάζοντας τις παγκόσμιες επενδυτικές ροές προς τη Ρωσία, «ακόμη και αν οι Ευρωπαίοι ήταν οι μόνοι επενδυτές εκεί, που δεν είναι, η χώρα θα αντιπροσώπευε μόλις το 3,5% των συνολικών εξερχόμενων επενδύσεών τους», είπε.
Η BP ανέφερε επιβάρυνση 25,5 δισ. δολαρίων, ανακοινώνοντας τρεις ημέρες μετά την εισβολή ότι θα πουλήσει το 19,75% του μεριδίου της στον κρατικό πετρελαϊκό όμιλο Rosneft. Η TotalEnergies χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για να αναφέρει συνολικό κόστος 14,8 δισ. δολαρίων. Ο γαλλικός ενεργειακός όμιλος δεν έχει ακόμη αποτιμήσει το 20% της συμμετοχής του στο πρότζεκτ Yamal LNG. Η Shell επιβαρύνθηκε με 4,1 δισ. δολάρια, ενώ ο νορβηγικός όμιλος πετρελαίου και φυσικού αερίου Equinor και η αυστριακή OMV ανέφεραν 1 δισ. ευρώ και 2,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Ο γερμανικός όμιλος Wintershall Dea δήλωσε τον Ιανουάριο ότι η απαλλοτρίωση της δραστηριότητάς του στη Ρωσία από το Κρεμλίνο εξαφάνισε 2 δισ. ευρώ μετρητών από τους τραπεζικούς του λογαριασμούς. Με τη σειρά της, η ιδιοκτήτρια εταιρεία της Wintershall, η BASF, μείωσε τη συμμετοχή της στην εταιρεία εξερεύνησης ενέργειας κατά 6,5 δισ. ευρώ.
Η Uniper, η οποία διασώθηκε από το γερμανικό κράτος πέρυσι, κατέγραψε απομειώσεις ύψους 5,7 δισ. ευρώ, ενώ η φινλανδική Fortum υπέστη πλήγμα ύψους 5,3 δισ. ευρώ.
Έντεκα αυτοκινητοβιομηχανίες είχαν συνδυαστικά επιβαρύνσεις 6,4 δισ. ευρώ. Η Renault απομείωσε 2,3 δισ. ευρώ μετά την πώληση του εργοστασίου της στη Μόσχα και της συμμετοχής της στη ρωσική Avtovaz τον Μάιο του 2022. Η Volkswagen ανέφερε μια απομείωση 2 δισ. ευρώ και τον Μάιο η Μόσχα ενέκρινε την πώληση των τοπικών περιουσιακών στοιχείων της VW, συμπεριλαμβανομένου ενός εργοστασίου που απασχολεί 4.000 άτομα, τα οποία αποτιμώνται ακόμα σε 111,3 δισ. ρουβλια (1,5 δισ. ευρώ) πέρυσι, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της εταιρείας.
Στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η γαλλική Société Générale τα «βρόντηξε» τον Απρίλιο του 2022, πουλώντας τη Rosbank και τις ασφαλιστικές της δραστηριότητες στον Βλαντιμίρ Ποτάνιν, σύμμαχο του Πούτιν, δεχόμενη πλήγμα 3,1 δισ. ευρώ. Αλλά μόνο μια χούφτα από τις 45 δυτικές τράπεζες με ρωσικές θυγατρικές έχουν αποχωρήσει από τη χώρα, εν μέρει λόγω των περιορισμών που επιβάλλει η Μόσχα.
Η Raiffeisen, που εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη δυτική τράπεζα στη χώρα, έχει υποστεί 1 δισ. ευρώ σε απομειώσεις και άλλες επιβαρύνσεις. Η τράπεζα δήλωσε ότι διερευνά την πώληση της ρωσικής μονάδας του, την οποία αποτιμά σήμερα σε 1 δισ. ευρώ. Η UniCredit, η οποία έχει ορκιστεί να βρει αγοραστή για τις τοπικές δραστηριότητές της, υπέστη πλήγμα 1,3 δισ. ευρώ, ενώ η ιταλική Intesa Sanpaolo επιβαρύνθηκε με 1,4 δισ. ευρώ.
Οι όμιλοι που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία αναλαμβάνουν ένα ρίσκο υψηλού κινδύνου, δήλωσε η Άννα Βλασγιούκ, επιστημονική συνεργάτης του KSE. Οι αυστηρότεροι κανόνες εξόδου που εισήγαγε η Μόσχα από την έναρξη του πολέμου έχουν καταστήσει πιθανή την απαλλοτρίωση και την απόσπαση οποιουδήποτε μερίσματος από αυτές τις επιχειρήσεις σχεδόν αδύνατη, είπε η ίδια.
«Οι εταιρείες που παραμένουν εκεί θα ήταν καλύτερα να διαγράψουν τη δραστηριότητα. Δεν νομίζω ότι κανείς είναι ασφαλής», είπε. «Ποιο ήταν το πρόσχημα για την απαλλοτρίωση της Carlsberg; Είναι πραγματικά θέμα εθνικής ασφάλειας; Δεν το νομίζω».