Αντιμέτωπος με την Δικαιοσύνη είναι εκ νέου ο Ντόναλντ Τραμπ καθώς του ασκήθηκε δίωξη- για τρίτη φορά μέσα σε τέσσερις μήνες. Αυτή τη φορά κατηγορείται για συνωμοσία με στόχο την παραμονή του στην εξουσία.
Το κατηγορητήριο των 45 σελίδων ισχυρίζεται ότι ο Τραμπ ενορχήστρωσε μια ευρεία συνωμοσία που είχε σκοπό να αλλοιώσει το εκλογικό αποτέλεσμα, με την ίδιο να παραμένει στην εξουσία παρά την ήττα του από τον Τζο Μπάιντεν. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ κατηγορείται έτσι ότι εν γνώσει του διέδιδε «διάχυτα και αποσταθεροποιητικά ψέματα» για εκλογική νοθεία, απειλώντας τις προεδρικές εκλογές και συνεπώς την αμερικανική δημοκρατία.
Για τον ίδιο το κατηγορητήριο είναι μέρος του «αντιαμερικανικού κυνηγιού μαγισσών» εναντίον του.
Πάντως ορισμένοι ειδικοί εκτιμούν ότι θα είναι μια πρόκληση να αποδειχθεί ότι οι ενέργειες του Τραμπ ισοδυναμούν με εγκλήματα και ότι η υπεράσπισή του πιθανώς θα μπορούσε θα στηριχθεί στο δικαίωμα της Πρώτης Συνταγματικής Τροπολογία των ΗΠΑ για την ελευθερία του λόγου.
Τα τέσσερα βασικά στοιχεία από την υπόθεση κατά του Τραμπ
Μετά την έρευνα την οποία διενήργησε ο ειδικός εισαγγελέας Τζακ Σμιθ, ο Τραμπ κατηγορείται για τέσσερις κατηγορίες, μεταξύ των οποίων για «συνωμοσία εναντίον του αμερικανικού κράτους», παρακώλυση επίσης διαδικασίας [σ.σ. την επικύρωση της εκλογικής νίκης του Τζο Μπάιντεν από το Κογκρέσο την 6η Ιανουαρίου 2021] και απόπειρα παραβίασης των εκλογικών δικαιωμάτων.
Κατηγορείται για ευρεία συνωμοσία
Στο κατηγορητήριο, ο ειδικός εισαγγελέας δεν εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό, όπως η επίθεση στις 6 Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ από υποστηρικτές του Τραμπ. Αντίθετα, εξετάζει το σύνολο των ενεργειών του σε μια περίοδο δύο μηνών, από την ημέρα των εκλογών μέχρι την ημέρα που έφυγε από τον Λευκό Οίκο.
«Παρότι ηττήθηκε, ο κατηγορούμενος ήταν αποφασισμένος να παραμείνει στην εξουσία», αναφέρει το κατηγορητήριο στην πρώτη σελίδα. «Έτσι, για περισσότερο από δύο μήνες μετά την ημέρα των εκλογών στις 3 Νοεμβρίου 2020, ο κατηγορούμενος διέδιδε ψέματα ότι είχε σημειωθεί καθοριστική απάτη στις εκλογές και ότι είχε όντως κερδίσει».
Οι εισαγγελείς συνεχίζουν να περιγράφουν μια εγκληματική συνωμοσία τριών μερών που παραβίαζε διάφορα στοιχεία της Ενότητας 18 του Κώδικα των ΗΠΑ:
- Συνωμοσία για εξαπάτηση των ΗΠΑ χρησιμοποιώντας απάτη και δόλο για να εμποδίσει και επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση συλλέγει, μετράει και πιστοποιεί τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών.
- Συνωμοσία για διαφθορά και παρεμπόδιση της πιστοποίησης των αποτελεσμάτων του εκλογικού σώματος από το Κογκρέσο στις 6 Ιανουαρίου.
- Συνωμοσία κατά του δικαιώματος του εκλέγειν και της καταμέτρησης της ψήφου κάποιου, η οποία εμπίπτει στο νόμο περί συνωμοσίας κατά των δικαιωμάτων.
Η τελευταία κατηγορία αφορά την εικαζόμενη ζημιά που προκάλεσε άμεσα ο Τραμπ στους ψηφοφόρους, δήλωσε ο Daniel Τσαρλς Ρίτσμαν, καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Κατηγορείται ότι βλάπτει όχι μόνο την κυβέρνηση και το Κογκρέσο, αλλά και «στους πολίτες από τους οποίους ο Τραμπ προσπάθησε να αφαιρέσει το δικαίωμα να ψηφίζουν», είπε ο Ρίτσμαν στο BBC.
Φέρεται να είχε την συνεργασία έξι συνωμοτών
Το κατηγορητήριο αναφέρει έξι ανώνυμους συνωμότες που βοήθησαν τον Τραμπ να πραγματοποιήσει τις παράνομες προσπάθειές του να ανατρέψει τα εκλογικά αποτελέσματα.
Τέσσερις λέγεται ότι είναι δικηγόροι που εργάζονται για την εκστρατεία του, ο ένας αναφέρεται ως πολιτικός του σύμβουλος και ο έκτος αξιωματούχος του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Η εισαγγελία ισχυρίζεται ότι μαζί με τον Τραμπ, οι έξι αυτοί πίεσαν αξιωματούχους σε πολιτείες, όπου η εκλογική κούρσα ήταν οριακή, να αγνοήσουν τη λαϊκή ψήφο, να στερήσουν το δικαίωμα εκατομμυρίων ψηφοφόρων και να αντικαταστήσουν τους νόμιμους εκλέκτορες.
Οι έξι κατηγορούνται επίσης ότι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την εξουσία του τμήματος Δικαιοσύνης για να διεξαγάγουν ψευδείς έρευνες για υποτιθέμενη απάτη και ότι πίεσαν τον τότε αντιπρόεδρο Μάικ Πενς να αλλάξει το αποτέλεσμα των εκλογών ως μέρος του τελετουργικού του ρόλου για την επικύρωση των αποτελεσμάτων στο Κογκρέσο.
Οι εισαγγελείς συμπεριέλαβαν αυτά τα άτομα για να υποστηρίξουν τις κατηγορίες τους για συνωμοσία, εξήγησε ο Αζίζ Χακ ης Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σικάγο. Βασικά, δεν μπορείς να συνωμοτήσεις μόνο με ένα άτομο – πρέπει να συνωμοτήσεις με άλλους.
Ωστόσο, οι έξι δεν έχουν κατηγορηθεί για αυτή την κατηγορία. Ούτε είναι σίγουρο πως θα κατηγορηθούν.
Οι πιθανοί λόγοι για τους οποίους οι εισαγγελείς αποφάσισαν να μην τους κατονομάσουν είναι πολλοί, σύμφωνα με τον Χακ, που ξεχωρίζει κυρίως ένα: πιθανό να συνεργάζονται.
Ο Τραμπ επανέλαβε εν γνώσει του ψευδείς ισχυρισμούς για εκλογική νοθεία
Το κατηγορητήριο δεν ισχυρίζεται απλώς ότι ο Τραμπ έκανε ψευδείς ισχυρισμούς, αλλά ότι γνώριζε ότι αυτά που έλεγε για τα αποτελέσματα των εκλογών δεν ήταν αλήθεια. Για τους εισαγγελείς, αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο στην κατηγορία της συνωμοσίας για να παραμείνει στην εξουσία.
«Αλλά ο κατηγορούμενος τα επανέλαβε και τα διέδωσε ευρέως ούτως ή άλλως, για να κάνει τους εν γνώσει του ψευδείς ισχυρισμούς του να φαίνονται νόμιμοι, να δημιουργήσει μια έντονη εθνική ατμόσφαιρα δυσπιστίας και οργής και να διαβρώσει την πίστη του κοινού στη διαχείριση των εκλογών».
Το κατηγορητήριο αναφέρει επίσης ότι ο Τραμπ έλεγε ψέματα και απηχούσε ψευδείς ισχυρισμούς για εκλογική νοθεία για μήνες, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις πολλών ανθρώπων του κύκλου του, εκείνων στους οποίους βασίστηκε για «ειλικρινείς συμβουλές».
Η λίστα αυτή περιλαμβάνει:
- Τον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς, ο οποίος είπε στον Τραμπ ότι δεν είχε δει στοιχεία απάτης που θα άλλαζαν το αποτέλεσμα των εκλογών.
- Τους δικηγόρους του Λευκού Οίκου που διορίστηκαν από τον Τραμπ, οι οποίοι του είπαν «ότι η προεδρία του θα τελείωνε την Ημέρα της Ορκωμοσίας το 2021»
- Τους αξιωματούχους του υπουργείου Δικαιοσύνης που διορίστηκαν από τον Τραμπ, οι οποίοι του είπαν σε «πολλές περιπτώσεις» ότι οι ισχυρισμοί του για απάτη δεν υποστηρίζονταν.
Το κατηγορητήριο παραπέμπει σε μια συγκεκριμένη περίσταση, στις 31 Δεκεμβρίου 2020, όταν ο Τραμπ, αφού ενημερώθηκε ξανά ότι οι ισχυρισμοί του ήταν αβάσιμοι, φέρεται ότι «πρότεινε ότι θα απείλησε να αλλάξει την ηγεσία στο υπουργείο Δικαιοσύνης».
Η διαπίστωση ότι ο Τραμπ ήξερε ότι έλεγε ψέματα θα είναι ζωτικής σημασίας για να αποδειχθεί η πρόθεσή του να διαπράξει ένα έγκλημα.
Η υπεράσπισή του μπορεί να στηριχθεί στην ελευθερία του λόγου
Ο Τζακ Σμιθ αναγνωρίζει στο κατηγορητήριο ότι ο Τραμπ, όπως κάθε Αμερικανός, είχε το δικαίωμα να αμφισβητήσει τα αποτελέσματα των εκλογών – ακόμη και να ισχυριστεί ψευδώς ότι έχασε λόγω της υποτιθέμενης νοθείας ψηφοφόρων.
Το συνταγματικό δικαίωμα της Πρώτης Τροπολογίας να εκφράζει κανεις τις απόψεις του μπορεί να είναι ένα εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσει η εισαγγελία σε αυτή την υπόθεση.
Ο νομικός μελετητής Jonathan Turley, ο οποίος είχε περιγράψει το προηγούμενο κατηγορητήριο σχετικά με διαβαθμισμένα έγγραφα ως ισχυρό, έγραψε στο Twitter ότι ο ειδικός εισαγγελέας Τζακ Σμιθ «μόλις εξέδωσε το πρώτο ποινικό κατηγορητήριο για υποτιθέμενη παραπληροφόρηση».
«Μερικά από τα λόγια του μπορεί να προστατεύονται από την Πρώτη Τροπολογία», είπε ο Χακ, της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σικάγο. Όμως, πρόσθεσε, «ο λόγος που χρησιμοποιείται για τη διευκόλυνση του εγκλήματος δεν καλύπτεται σχεδόν ποτέ από την Πρώτη Τροπολογία».
Αυτός μπορεί να είναι ένας λόγος για τον οποίο ο ειδικός εισαγγελέας προσπαθεί να τονίσει ότι αυτά που είπε και έκανε ο Τραμπ ήταν βασικό συστατικό της συνωμοσίας του για την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος.
«Οι εσκεμμένα ψευδείς δηλώσεις του κατηγορούμενου ήταν αναπόσπαστο κομμάτι των εγκληματικών του σχεδίων να νικήσει τη λειτουργία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, να παρεμποδίσει την πιστοποίηση και να παρέμβει στο δικαίωμα των άλλων να ψηφίσουν και να καταμετρηθούν οι ψήφοι τους», αναφέρει το κατηγορητήριο.