Του Δημήτρη Τζιώτη
Η Ελλάδα δεν αλλάζει. Στην πιο πληκτική εκλογική περίοδο που ζήσαμε ποτέ, δεν διατυπώθηκε oύτε ένα όραμα για την Ελλάδα του 21ου αιώνα. Ενώ ο κόσμος κάθε μέρα αλλάζει εκκωφαντικά, καμία συζήτηση δεν έγινε για την πορεία της χώρας. Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, η ατζέντα των εκλογών έφτασε μέχρι το gov.gr. Ο εφιάλτης της κλιματικής καταστροφής, επίσης, εξαφανίστηκε. Σαν να ζούμε σε άλλο πλανήτη. Ψηφίζουμε για το χθες, τα μικρά και τα ασήμαντα.
202 χρόνια από την Επανάσταση, ενώ η Τουρκία ετοιμάζεται να ανακηρύξει την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα, το όραμα της Αναγέννησης του Ελληνικού πολιτισμού έχει εγκαταλειφθεί. 50 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι τα αιτήματά του θα ήταν και πάλι επίκαιρα: ψωμί, παιδεία, ελευθερία. 43 χρόνια από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν έχουμε ακόμα γίνει ένα κανονικό Ευρωπαϊκό κράτος. Αυτή είναι η Μεγάλη Εικόνα. «Τις πταίει;»
Το Σύστημα δεν αφήνει τη χώρα να εξελιχθεί. Γιατί εάν κάτι αλλάξει, κινδυνεύει να απειληθεί. Καλλιεργεί την αδιαφορία και την αποστροφή για την πολιτική. Μια εποχή ασημαντότητας. Ο δημόσιος διάλογος κυριαρχείται από ανοησίες. Ελέγχει απόλυτα την ατζέντα των εκλογών και επιβάλλεται, καθιστώντας σε όλους σαφές ότι δεν υπάρχει καμία άλλη εναλλακτική επιλογή. Είναι παντοδύναμο. Απλά, μεγαλώνουμε μαζί του.
Ως μοναδική προοπτική για τη διαφυγή από τη ζώσα πραγματικότητα προβάλλεται η επιστροφή στο παρελθόν, στην αποκαλούμενη κανονικότητα. Με την έννοια κανονικότητα ορίζεται η περίοδος πριν τη χρεοκοπία του κράτους και τις δυσμενείς επιπτώσεις της στην καθημερινότητα, για μία δεκαετία. Από τον φόβο του μέλλοντος, μια κοινωνία ολόκληρη καθοδηγείται συστηματικά στην αναπόληση του τρόπου ζωής που οδήγησε στην πτώχευση.
Θεωρώντας ότι τίποτα δεν αλλάζει, η κοινωνία έχει παραδοθεί στην αξιακή απαισιοδοξία.
Κανένα μέλλον δεν προβλέπεται καλύτερο από το παρελθόν. Τα προγράμματα όλων των κομμάτων εξαντλήθηκαν σε μια παλαιοκομματική παροχολογία, η εφαρμογή της οποίας ξυπνά τον εφιάλτη μιας νέας χρεοκοπίας. Ένα Déjà vu, μία ήδη ιδωμένη εμπειρία.
Έτσι χάσαμε το ¼ του 21ου αιώνα. Η Νέα Δημοκρατία έχει γίνει το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να γίνει το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να ξαναγίνει ΠΑΣΟΚ. Σήμερα, η καλύτερη εικόνα του μέλλοντος είναι το παρελθόν. Η Αλλαγή του μέλλοντός μας δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί. Ένα ΠΑΣΟΚ που δεν θέλει και δεν μπορεί να τα αλλάξει όλα, δεν είναι ΠΑΣΟΚ.
Εάν όμως δεν υπήρχε το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και ως αξιακός πυρήνας της Μεταπολίτευσης, ως σωσίβιο σωτηρίας στο παρελθόν, μπορεί να τέλειωναν οι εκλογές χωρίς καμία συζήτηση πολιτική. Ο δημόσιος χώρος να ξεκινούσε από το Tik Tok και να τελείωνε στις εκπομπές Lifestyle. «O tempora, o mores!»
Από το έτος 2001 και την ένταξη στην ΟΝΕ, η Ελλάδα έπρεπε να έχει αλλάξει πραγματικά για να προχωρήσει μπροστά. Όλα τα προβλήματα που βιώνουμε σήμερα ήταν από τότε γνωστά, σε όλα τα κόμματα. Η Ελλάδα μπορούσε να βαδίσει σε μια νέα εποχή. Έως τότε, διασφαλίζοντας τη Δημοκρατία, η Μεταπολίτευση είχε επιτελέσει τον ιστορικό της ρόλο με επιτυχία. Αυτή ήταν η αποστολή της.
Η μετεξέλιξη, όμως, της Ελλάδας σε μια κανονική Ευρωπαϊκή χώρα χρειαζόταν άλλα θεμέλια και θεσμούς. Μια διαφορετική σχέση εμπιστοσύνης με τη Ελληνική κοινωνία. Απαλλαγμένη από τα δυσβάσταχτα χρέη που κληροδοτούσαν στις γενιές του μέλλοντος οι παλαιοκομματικές νοοτροπίες. Βασισμένη σε ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο, όπου το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού το 3% του ΑΕΠ. Όπως ακριβώς προέβλεπαν οι υποχρεώσεις μας από τη συμμετοχή στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρωπαϊκής οικογένειας. Η Μεταπολίτευση δεν είχε δομηθεί με αυτές τις αξίες και αρχές. Συγκροτήθηκε σε άλλες συνθήκες, με διαφορετικά δεδομένα, για να επουλώσει πληγές. Σε έναν κόσμο που είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει καθημερινά, οι θεσμοί της εσκεμμένα αργούσαν, όλα ήταν παλιά.
Από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα ήταν σαφές ότι ο ιστορικός κύκλος της Μεταπολίτευσης είχε ήδη κλείσει. Και όμως, από τότε μέχρι σήμερα, κράτησε άλλο τόσο. Σε συνθήκες διαρκούς παρακμής. Επιβιώνοντας ακόμα και από τη χρεοκοπία του. 50 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο, ¼ της σύγχρονης ιστορίας της, η Ελλάδα έχει εγκλωβιστεί στην εποχή της Μεταπολίτευσης. Τίποτα καινούργιο, τίποτα διαφορετικό. Μια χώρα χωρίς καμία προοπτική Αλλαγής.
Το Σύστημα και η Μεταπολίτευση δεν είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το Σύστημα είναι προϊόν της Μεταπολίτευσης. Αποτέλεσμα συναλλαγής με τα κόμματα που διαχειρίστηκαν την εξουσία όλα αυτά τα χρόνια. Το Σύστημα και η Μεταπολίτευση είναι ένα και το αυτό.
Η διαιώνιση των θεσμών και των νοοτροπιών αυτής της ιστορικής περιόδου κοστίζει πολύ ακριβά. Μας εγκλωβίζει σε μια περίοδο που έχει ήδη ξεπεραστεί. Ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου παρέδωσε το 1996 στον Κώστα Σημίτη το δημόσιο χρέος στα 77 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση που είχε αναλάβει την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ αντί να το μειώσει, μέχρι το 2004 το υπερδιπλασίασε. Χωρίς να αλλάξει τίποτα λόγω των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, η κυβέρνηση Καραμανλή παρέδωσε το δημόσιο χρέος στο τέλος της θητείας της στα 298 δις Ευρώ, 126% του ΑΕΠ! Η χώρα χρεοκόπησε.
Σήμερα, παρά την εφαρμογή τριών μνημονίων που μάτωσαν την κοινωνία, το χρέος ξεπερνάει τα 400 δις Ευρώ. Για να κρυφτεί το πραγματικό χρέος μέσω του ΑΕΠ, καταστρέφεται στο όνομα μιας ισχυρής ανάπτυξης, μια για πάντα, ο φυσικός πλούτος της χώρας. Η επικράτεια δεν έγινε μπλε. Ότι δεν επιτρεπόταν να χτιστεί, προκειμένου να διαφυλαχτεί για τις επόμενες γενιές, δόθηκε στους εργολάβους. Όλη η χώρα γίνεται γκρι. Το πράσινο εξαφανίζεται. Η Ελλάδα γίνεται τσιμέντο.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα, με τις παθογένειες όλων των εθνικών εκλογών της Μεταπολίτευσης, διεξάγονται και αυτές του 2023. Με μόνη διαφορά ότι η επικοινωνία έχει αντικαταστήσει πλήρως την πολιτική. Όπως στην Αμερική.
O πληρέστερος και ακριβότερος μηχανισμός επικοινωνίας που έχει τρέξει ποτέ εκλογές στην Ελλάδα, παραβιάζοντας στα όρια της υπερβολής κάθε ηθική αρχή του Financial Fair Play, με την καθημερινή υποστήριξη του 90% των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, έπεισε 2,4 εκατομμύρια ψηφοφόρους να ξαναψηφίσουν τη Νέα Δημοκρατία. Ένα εκατομμύριο εκατό χιλιάδες πολίτες λιγότερους από όσους ψήφισαν το 2007 για δεύτερη φορά τον Κώστα Καραμανλή, με υποστήριξη από το 50% των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Πολύ πρακτικά, οι τεχνοκράτες της ΝΔ κατάλαβαν και στόχευσαν από νωρίς τα 2,4 εκατομμύρια ψηφοφόρους που αρκούν για να προσφέρουν την απόλυτη ηγεμονία διακυβέρνησης σε ένα κόμμα, παρότι δεν ψηφίζεται από τα ¾ των πολιτών. Η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, περισσότεροι από 7 εκατομμύρια Ελληνίδες και Έλληνες θα ήθελαν να πάρουν μια διαφορετική απόφαση για το μέλλον της χώρας, ήθελαν την Αλλαγή, αλλά καμία άλλη πρόταση δεν ήταν αρκετά πειστική. Έτσι επικράτησε η συνέχεια. Γιατί η Αλλαγή δεν υπήρχε ως επιλογή.
Σε σύγκριση με την υπόσχεση μιας ανάπτυξης που θα μοιράσει λεφτά σε όλους, καμία άλλη πρόταση διακυβέρνησης δεν ήταν αληθινά προοδευτική, δεν είχε να προσφέρει κάτι νέο, κάτι μεγάλο, κάτι σύγχρονο, κάτι ουσιαστικά ανατρεπτικό. Ούτε μια ιδέα. Το αίτημα της Αλλαγής ετεροπροσδιορίζεται μόνο από το παρελθόν. Χωρίς αντίπαλο δέος, σε αυτές τις εκλογές η Νέα Δημοκρατία έκανε πλάκα.
Απέναντι σε αυτόν τον επαγγελματικά συγκροτημένο τακτικό στρατόεπικοινωνίας, ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοκτόνησε. Αντί να κριθεί η κυβέρνηση,κρίθηκε η αντιπολίτευση. Σε πρακτικό επίπεδο, με μια ερασιτεχνική προσέγγιση Στρατηγικής, όχι μόνο αποφάσισε να αντιπαρατεθεί κατά μέτωπο, αλλά να κατεβάσει και τα δεύτερα. Παίζοντας το παιχνίδι της ΝΔ, ως πρόβατο επί σφαγή. Χωρίς να διορθώσει το πρόβλημα αξιοπιστίας του, προσπάθησε για άλλη μια φορά να πουλήσει το ξαναζεσταμένο φαγητό των παροχών. Επαναλαμβάνοντας όλα τα λάθη των Ευρωεκλογών του 2019. Σαν να είχε βάλει ως ταβάνι το 24%. Το ΠΑΣΟΚ δεν έκανε με τέτοιο σχήμα εκλογές ούτε το 1977. Η ΝΔ πέταγε τη μπάλα στην εξέδρα και ο ΣΥΡΙΖΑ έτρεχε συνέχεια να την πιάσει. Στο γήπεδο δεν έπαιξε ποτέ. Το ένα αυτογκόλ διαδεχόταν το άλλο. Σαν να μην ήθελε να κερδίσει. Μόνο η διαφορά δεν είχε προβλεφθεί. Το ισχυρό χαρτί του αντιπάλου παρέμεινε ως το τέλος ο ΣΥΡΙΖΑ.
Σαν να ζαλίστηκε από την εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε κάθε στοιχείο νεωτερικότητας, ριζοσπαστισμού, αντισυστημικότητας και πατριωτισμού που τον ανέδειξαν σε αυτήν. Εγκλωβίστηκε σε μια πολιτική που παράγεται από τα focus groups, η οποία έπαψε να είναι Αριστερά. Και σε καμία περίπτωση δεν είναι προοδευτική. Έτσι έχασε την ταυτότητά του. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπλέχτηκε σε μια απολιτίκ προσέγγιση, ανάμεσα στο Μεσαίο Χώρο και στην τακτική του ώριμου φρούτου. Περίμενε επί τέσσερα χρόνια τον Κυριάκο Μητσοτάκη να πέσει, θεωρώντας τους πολίτες που του έδωσαν άλλη μια ευκαιρία το 2019 ως δεδομένους. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος του.
Τελικά, αδυνατώντας να εκφράσει ένα όραμα για το μέλλον, η προοδευτική παράταξη απώλεσε αθροιστικά την πολιτική ηγεμονία. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 600 χιλιάδες ψηφοφόρους σε 4 χρόνια ως αντιπολίτευση (sic!) και η ευρύτερη δημοκρατική παράταξη 1,5 εκατομμύρια ψηφοφόρους από το 2004. Το χειρότερο όμως επακόλουθο αυτών των εκλογών είναι ότι επιδιώκοντας τη συγκάλυψη της πραγματικότητας, η θεματολογία τους υποβιβάστηκε τόσο πολύ, ώστε σήμερα να μην ασχολείται με τις εκλογές σχεδόν κανείς. Έχοντας ήδη χάσει το ¼ του 21ου αιώνα με πισωγυρίσματα, την Αλλαγή του μέλλοντός μας μπορεί να την εκφράσει μόνο ένα κίνημα που θα σπάσει κάθε δεσμό με τη Μεταπολίτευση, το Σύστημα και το παρελθόν, όπως ακριβώς έκανε ο Ανδρέας με τοancien régime. Με μία επανάσταση απέναντι στο παλιό καθεστώς τόσομεγάλη, που μέχρι σήμερα δεν έγινε ποτέ. Με ένα νέο πολιτικόπαράδειγμα.