Ειδική έκθεση του ΔΝΤ που εξετάζει το επενδυτικό κενό στην ελληνική οικονομία αναφέρει πως για να αυξήσει τη δυνητική της ανάπτυξη και το βιοτικό της επίπεδο, η Ελλάδα χρειάζεται ισχυρότερη συσσώρευση κεφαλαίου και αύξησης της παραγωγικότητας.
Στο βασικό σενάριο του ΔΝΤ προβλέπεται ότι το πραγματικό ποσοστό επενδύσεων στην Ελλάδα θα σταθεροποιηθεί μεταξύ 15% και 17% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, από 11,6% στο τέλος του 2020, σύμφωνα με τον ιστορικό δείκτη κεφαλαιακής παραγωγής της χώρας.
Το ΔΝΤ αποδίδει την εκτίμηση στη χρηματοδότηση και στις μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του «φιλόδοξου» Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) της Ελλάδος.
Ωστόσο, σημειώνει πως αυτή η επίδοση θα υπολείπεται του επιπέδου των επενδύσεων στην Ελλάδα προ της κρίσης χρέους που ήταν στο 24% του ΑΕΠ, υπογραμμίζοντας πως αυτό το επίπεδο επενδύσεων εκείνης της περιόδου συνέβαλε, ωστόσο, σε ένα μη βιώσιμο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
Κατά το ΔΝΤ στο τέλος του 2019 το ποσοστό των επενδύσεων στην Ελλάδα ήταν ένα από τα χαμηλότερα στον κόσμο, όταν πριν από το 2008, το επενδυτικό ποσοστό της Ελλάδας ήταν σε γενικές γραμμές ευθυγραμμισμένο με το αντίστοιχο ποσοστό της Κύπρου, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας και κοντά ή πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
«Μέχρι το τέλος του 2019, ο λόγος επενδύσεων προς το ΑΕΠ της Ελλάδας κατατάσσονταν στο χαμηλότερο στην ΕΕ και μεταξύ των χαμηλότερων στον κόσμο, στο 10% ΑΕΠ», αναφέρει η έκθεση.
Οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρουν πως πιο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να ξεκλειδώσουν υψηλότερες ιδιωτικές επενδύσεις χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο την εξωτερική βιωσιμότητα. Μερικά παραδείγματα περιλαμβάνουν την αναμόρφωση του «επαχθούς» δικαστικού συστήματος, την τελική ολοκλήρωση της καθυστερημένης μεταρρύθμισης του κτηματολογίου, την προσαρμογή των συντάξεων για την ενθάρρυνση της ιδιωτικής αποταμίευσης και την αντιμετώπιση των φραγμών στις αγορές προϊόντων και τα κλειστά επαγγέλματα.