Την επιστροφή της εποχής του τρόμου (2010-2019) στην ελληνική οικονομία συστήνει έκθεση του ΔΝΤ για την πορεία των μακροοικονομικών και μικροοικονομικών δεδομένων της χώρας.
Όπως αναφέρει η έκθεση για την Ελλάδα, πρέπει να «παγώσουν» μισθοί και συντάξεις αλλά δε φτάνει μόνο αυτό. Διαβλέπει νέο πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον ελληνικό προϋπολογισμό!
Όπως αναφέρει τα σχέδια για μόνιμες περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση, στις εισφορές και στον φόρο αλληλεγγύης για όλους τους φορολογούμενους θα πρέπει να ανακληθούν, καθώς μετατοπίζουν την επιβάρυνση στις μελλοντικές γενιές και ωφελούν ελάχιστα.
Παράλληλα ζητά να μην αυξηθούν οι δαπάνες μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και πάγωμα συντάξεων φέτος.
Προτείνει σταδιακή κατάργηση των επιχορηγήσεων προς τις κρατικές επιχειρήσεις και των επιδοτήσεων των καυσίμων μεσοπρόθεσμα και αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής από τους αυτοαπασχολούμενους για να δημιουργηθεί χώρος για κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες και επαναλαμβανόμενες επενδυτικές ανάγκες μετά τη λήξη της χρηματοδότησης της NGEU.
Η έκθεση αναφέρει πως παραμένει σημαντική αβεβαιότητα για την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς και την μελλοντική πορεία των επιτοκίων όταν η Ελλάδα αρχίσει να αντικαθιστά την επίσημη χρηματοδότηση με την χρηματοδότηση από τις αγορές.
Απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες για την ανοικοδόμηση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα. Το κεφάλαιο για απορρόφηση των ζημιών από τις τιτλοποιήσεις NPL πρέπει να αναπληρωθεί για να διασφαλιστούν επαρκή αποθέματα ασφαλείας που θα μετριάσουν μελλοντικούς κραδασμούς.
Βραχυπρόθεσμα, αυτό μπορεί να απαιτήσει αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και ισχυρότερα κεφαλαιακά αποθέματα.
Επίσης το ΔΝΤ ζητά να συνεργαστεί η Ελλάδα με τους Ευρωπαίους εταίρους για την αντιμετώπιση του υψηλού μεριδίου της αναβαλλόμενης φορολογίας (DTC) σε τραπεζικό κεφάλαιο.
Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι τράπεζες προσαρμόζονται αποτελεσματικά στην αποκατάσταση της βιώσιμης κερδοφορίας εν μέσω αυξημένου ανταγωνισμού Fintech και στους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και ότι οι τράπεζες καλύπτουν τις σημαντικές χρηματοδοτικές τους ανάγκες μεσοπρόθεσμα.