Του Μιχάλη Ψύλου
Πριν από σχεδόν 10 χρόνια, η Ευρώπη ήταν σε σοκ: Στις 3 Οκτωβρίου 2013, τουλάχιστον 366 πρόσφυγες και μετανάστες έχασαν τη ζωή τους όταν βυθίστηκε το πλοίο που τους μετέφερε, ανοιχτά του ιταλικού νησιού Λαμπεντούζα. Οκτώ ημέρες αργότερα η τραγωδία επαναλήφθηκε: Αυτή τη φορά περισσότεροι από 200 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Οι κυβερνώντες στην Ευρώπη εξέφρασαν τότε την ανησυχία τους. Πολλοί υποσχέθηκαν να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να διασφαλίσουν ότι τέτοια δράματα δεν θα επαναληφθούν. Από τότε, κάπου 20.000 ψυχές έχουν χαθεί στα νερά της Μεσογείου.
Για να φτάσουμε στην τραγωδία της Πύλου: το χειρότερο ναυάγιο των τελευταίων ετών. Μόνο που σήμερα, τέτοιες τραγωδίες στην Ευρώπη σχεδόν δεν ενοχλούν ουσιαστικά κανέναν Ευρωπαίο πια. Έχουν επαναληφθεί πολλές φορές μετά τα γεγονότα στη Λαμπεντούζα, αλλά αντί η Ε.Ε. να προσπαθήσει πραγματικά να βάλει τέλος στους μαζικούς θανάτους στη Μεσόγειο, δεν διστάζει ακόμη και να στρέφεται εναντίον εκείνων των ανθρωπιστικών οργανώσεων που προσπαθούν με τα δικά τους πενιχρά μέσα να σώζουν ζωές στη θάλασσα.
Άλλωστε, η ιταλική επιχείρηση θαλάσσιας διάσωσης “Mare Nostrum” που εφαρμόστηκε μετά τις τραγωδίες του 2013 στη Λαμπεντούσα, ολοκληρώθηκε επίσης μόλις ένα χρόνο αργότερα. Αντικαταστάθηκε από την αποστολή συνοριακής ασφάλειας «Τρίτων» της αρχής προστασίας των συνόρων της Ε.Ε..
Αποτροπή αντί βόηθειας
Σύμφωνα με πολλούς πολιτικούς, τα πλοία διάσωσης, είτε κυβερνητικά είτε πολιτικά, είναι ένας «παράγοντας έλξης», ένα κίνητρο για τους ανθρώπους να κάνουν το επικίνδυνο πέρασμα προς την Ευρώπη. Εάν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες γνωρίζουν ότι θα διασωθούν στην ανοιχτή θάλασσα και στη συνέχεια θα μεταφερθούν με ασφάλεια στην Ευρώπη, είναι πολύ πιο πιθανό να αναλάβουν τον κίνδυνο να διακινδυνεύσουν στα νερά της Μεσογείου. Ετσι στην πραγματικότητα έχουμε και θα αποδεχόμαστε έμμεσα τους μαζικούς θανάτους: ως αποτρεπτικό παράγοντα για περισσότερους μετανάστες και πρόσφυγες. Και όποτε χρειάζεται και παράνομες επαναπροωθήσεις…
Μόνο που όλες οι έρευνες και η ίδια η ζωή κυρίως, απέδειξαν το αντίθετο: Οσο αυξάνονται τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα στις χώρες καταγωγής των προσφύγων θα υπάρχουν αυξημένες διελεύσεις.
Αντίδραση του ΟΗΕ
Στην νέα τραγωδία αντέδρασαν και τα Ηνωμένα Έθνη. Αρκετοί οργανισμοί του ΟΗΕ κάλεσαν την Ε.Ε. να το ξανασκεφτεί. «Η Ε.Ε. πρέπει να βάλει την ασφάλεια και την αλληλεγγύη στο επίκεντρο των ενεργειών της στην περιοχή της Μεσογείου», δήλωσε ο Αναπληρωτής Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. «Λόγω των αυξημένων μετακινήσεων προσφύγων στην περιοχή της Μεσογείου, είναι απαραίτητες οι συλλογικές προσπάθειες, συμπεριλαμβανομένου του συντονισμού μεταξύ όλων των γειτονικών χωρών ή της κατανομής των ευθυνών, όπως προβλέπεται στα σχέδια για τη μεταρρύθμιση της Ε.Ε. για το άσυλο», πρόσθεσε.
«Είναι σαφές ότι η τρέχουσα ιδέα για τη Μεσόγειο δεν λειτουργεί», δήλωσε ο Φεντερίκο Σόντα, επικεφαλής της Διεύθυνσης Έκτακτης Ανάγκης του Οργανισμού Μετανάστευσης του ΟΗΕ. «Τα κράτη πρέπει να συνεργαστούν και να καλύψουν τα κενά στην προληπτική έρευνα και διάσωση, την ταχεία αποβίβαση και τις ασφαλείς τακτικές διαδρομές», είπε.
Η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) υπενθύμισε ότι η διάσωση ανθρώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο στη θάλασσα είναι διεθνές καθήκον, ανεξάρτητα από τις συνθήκες ή τις προθέσεις των επιβαινόντων.
Αντιμετώπιση των αιτιών της φυγής
Υπάρχει διέξοδος από το δίλημμα; Εφόσον η «πύλη» της Λιβύης δεν είναι υπό έλεγχο και η αντιμετώπιση των αιτιών της φυγής δεν είναι πρακτικά εφικτή, η στάση της Ευρώπης είναι ακόμη πιο σημαντική.
Η Ε.Ε. έχει προσπαθήσει μέχρι στιγμής ανεπιτυχώς να δώσει λύσεις με οικονομικά κίνητρα. Γιατί; Κάθε χρόνο, οι μετανάστες που ζουν στην Ευρώπη μεταφέρουν δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ στους συγγενείς τους στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής – ποσό πολλαπλάσιο της αναπτυξιακής βοήθειας που δίνεται εκεί από τη Δύση. Επομένως, υπάρχει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον για πολλούς από αυτούς να φτάσουν στην Ευρώπη. Για την ιστορία, όταν η Ε.Ε. υπέγραψε συμφωνία επαναπατρισμού με το Μάλι το 2016, ξέσπασαν μεγάλες αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες στην αφρικανική χώρα.
Η Λιβύη το πρόβλημα
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα από αυτή την άποψη είναι η Λιβύη. Δώδεκα χρόνια μετά την ανατροπή του Καντάφι από το ΝΑΤΟ, η Λιβύη εξακολουθεί να είναι μια χώρα σε πολιτικό χάος, στην οποία οι ένοπλες πολιτοφυλακές είναι λαθρέμποροι και δυνάμεις της ακτοφυλακής, ταυτόχρονα. Επιδοτούνται με ευρωπαϊκά χρήματα για να αναχαιτίσουν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Τους βάζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους υποβάλουν σε βασανιστήρια και σεξουαλική βία, όπως έχει αποδειχθεί.
Επιπλέον, ακόμη και αυτές οι βρώμικες μέθοδοι δεν αλλάζουν το γεγονός ότι αρκετοί άνθρωποι εξακολουθούν να εγκαταλείπουν τη Λιβύη. Μερικές φορές οι πολιτοφυλακές απαιτούν περισσότερα κεφάλαια από την Ευρώπη,και δυστυχώς η Ε.Ε. τους βοηθά. Εκθεση του ΟΗΕ που κυκλοφόρησε νωρίτερα εφέτος κατηγόρησε υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Λιβυκής Ακτοφυλακής (LCG) και του τμήματός της για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης (DCIM), για συνεργασία με διακινητές προσφύγων και λαθρέμπορους.
Η ίδια έκθεση του ΟΗΕ ανέφερε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, άμεσα ή έμμεσα, παρείχαν χρηματική, τεχνική και υλικοτεχνική υποστήριξη στο LCG και το DCIM, που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της υποκλοπής και της κράτησης μεταναστών.
Η έκθεση έκανε επίσης λόγο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που πιθανόν να αφορούσαν προσωπικό και αξιωματούχους του DCIM. Παρόμοιες καταγγελίες είχε κάνει και πρώην λιβυκός αστυνομικός που υποστήριξε ότι «η ακτοφυλακή της Λιβύης και οι λαθρέμποροι ,είναι μαζί». «Οι λαθρέμποροι πληρώνουν χρήματα στη λιβυκή ακτοφυλακή για να τους αφήσει να περάσουν στην Ευρώπη διά θαλάσσης», είπε.
Ένα εσωτερικό έγγραφο, με ημερομηνία 9 Ιουνίου και το οποίο έχει στην κατοχή του η βελγική εφημερίδα «EUobserver»αναφέρει ότι ασκούνται πιέσεις τώρα στην ΕΕ να παρατείνει την εντολή της συνοριακής της αποστολής στη Λιβύη (EUbam) για άλλα δύο χρόνια.
Αυτό περιλαμβάνει «την ενίσχυση της ικανότητας των αρμόδιων λιβυκών αρχών και υπηρεσιών να διαχειρίζονται τα σύνορα της Λιβύης», σημειώνει το έγγραφο.
Οικονομική ένεση για την Τυνησία
Η Ε.Ε. κάνει τώρα μια προσπάθεια να συνεργαστεί με τον ολοένα και πιο αυταρχικό καθεστώς της Τυνησίας, καθώς και από αυτή τη χώρα όλο και περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν να περάσουν στην Ευρώπη. Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επισκέφθηκε την Τύνιδα την περασμένη Κυριακή μαζί με την μεταφασίστρια πρωθυπουργό της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι για να δελεάσουν τον αυταρχικό πρόεδρο Σαγιέντ με 900 εκατ. ευρώ από την Ε.Ε. Φυσικά ουδείς πιθανότατα θέλει να μάθει ποια μέσα θα χρησιμοποιήσει στη συνέχεια ο Σαγιέντ για να σταματήσει τις μεταναστευτικές ροές – οι κυβερνώντες στην Ευρώπη σίγουρα δεν θα το κάνουν.
Για τον λόγο αυτό, οι ειδικοί απαιτούν όχι μόνο οικονομικές ενέσεις, αλλά και νόμιμες επιλογές εισόδου προκειμένου να πείσουν τις χώρες προέλευσης να προσαρμοστούν. Αυτό δεν είναι καθόλου νέα ιδέα. Ήδη από τις 16 Δεκεμβρίου 2005, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των χωρών της Ε.Ε. διατύπωσαν ένα μείγμα μέτρων ως συνολική προσέγγιση στο μεταναστευτικό ζήτημα. Θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί καλύτερα «μεγιστοποιώντας τα οφέλη της νόμιμης μετανάστευσης για όλους τους εταίρους».
Αμφιλεγόμενος μηχανισμός διανομής
Αλλά αυτό οδηγεί σε αυτό που είναι ίσως είναι το πιο «καυτό» θέμα στην πολιτική ασύλου της Ε.Ε. Διότι εάν δημιουργηθούν πράγματι επιλογές νόμιμης εισόδου, ποιες ακριβώς χώρες θα έπρεπε να πάρουν αυτούς τους ανθρώπους; Ένας μηχανισμός διανομής σε ολόκληρη την Ε.Ε. βασισμένος σε δίκαιες ποσοστώσεις θα ήταν στην πραγματικότητα η λύση, αλλά έχει αποτύχει αρκετές φορές. Η πρόσφατη συμφωνία για μια μεταρρύθμιση του ασύλου της Ε.Ε. προβλέπει τη δημιουργία κι άλλων καταυλισμών στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία) και ταχύτερες διαδικασίες χορήγησης ασύλου. Δίνεται όμως η ευκαιρία όσες χώρες μέλη δεν επιθυμούν να πάρουν πρόσφυγες που εξασφάλισαν άσυλο, να πληρώνουν 20.000 ευρώ το «κεφάλι» και να «καθαρίζουν» με την… αλληλεγγύη.
Το αν θα εφαρμοστούν όλα αυτά θα αποφασιστεί τους επόμενους μήνες. Ωστόσο, είναι αμφίβολο ότι και αυτά τα σχέδια θα λειτουργήσουν και θα οδηγήσουν σε μείωση του αριθμού των αφίξεων στην Ευρώπη και άρα σε μείωση των θανάτων στη Μεσόγειο.