Αποκαλυπτική για τη δυσχερή οικονομική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών είναι η ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (52,4%) δήλωσε ότι το μηνιαίο εισόδημά του επαρκεί για 18 ημέρες (μεσοσταθμικά) και συνδέεται με τις αυξήσεις των τιμών τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας όσο και των ειδών διατροφής.
Οι δύο αυτές κατηγορίες έχουν τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημα σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριών. Από τα επιμέρους στοιχεία της έρευνας, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, προκύπτει ότι το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα για το 70,2% των πολυμελών νοικοκυριών (με 5 άτομα και άνω), το 59,9% των νοικοκυριών με 4 άτομα, το 58,8% των νοικοκυριών με τουλάχιστον 1 άνεργο μέλος, το 68% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 10.000 ευρώ και το 58,7% των νοικοκυριών με εισόδημα από 10.001 έως 18.000 ευρώ. Σε σχέση με την κύρια πηγή εισοδήματος, σε δυσμενέστερη θέση βρίσκονται τα νοικοκυριά με κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, καθώς για το 55,6% αυτών το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο τον μήνα και ακολουθούν το 49,1% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη και το 36,3% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Συνολικά, η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών επιδεινώθηκε σημαντικά το 2022, ενώ οι προσδοκίες για το μέλλον σημειώνουν αρνητικό πρόσημο. Περισσότερα από ΔΙΑΤΡΟΦΗ τα μισά νοικοκυριά (51,9%) εκτιμούν ότι η κατάστασή τους θα επιδεινωθεί το 2023, κάτι μάλιστα που είχε να παρατηρηθεί από την αντίστοιχη έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ το 2018. Εκτός από τις χαμηλές προσδοκίες που δημιουργεί η πληθωριστική κρίση, οι ανατιμήσεις στη συντριπτική πλειονότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών οδήγησε στη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων μεταξύ των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, και των νοικοκυριών με υψηλά εισοδήματα. Συγκεκριμένα, το 30,1% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 30.000 ευρώ δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε πέρσι, έναντι 11% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 58,9% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό. Στον αντίποδα, το 22,7% των νοικοκυριών με εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε, έναντι 16,7% που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε και 60,6% που απάντησε ότι παρέμεινε σταθερό.
Το κύμα ακρίβειας φαίνεται πως πλέον επηρεάζει έντονα και τα μεσαία εισοδήματα, καθώς σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά (57,3%) δήλωσαν πως χρειάζεται να κάνουν περικοπές για να καλύψουν τα αναγκαία, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σχέση τόσο με την έρευνα του 2021 (42,3%) όσο και με τις έρευνες του 2020 (47,9%) και του 2019 (48,7%). Επιπλέον, σταθερά υψηλό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που φαίνεται ότι διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (11,9%), ενώ σταθερά συντριπτικό -και, μάλιστα, αυξημένο- είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατούν να αποταμιεύσουν. Συγκεκριμένα, πάνω από 8 στα 10 νοικοκυριά (85,3%) δήλωσαν ότι δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν. Τέλος, πάνω από 6 στα 10 νοικοκυριά δήλωσαν ότι το «καλάθι της νοικοκυράς» δεν έχει συμβάλει στην αποκλιμάκωση των τιμών. Ως καταλληλότερα μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας το 51,1% των νοικοκυριών θεωρεί πως είναι η αύξηση μισθών και συντάξεων και το 28,6% η μείωση φόρων και τελών στα καύσιμα.