Ο συγγραφέας και τηλεοπτικός παραγωγός Ντέιβιντ Γουίλαν δημοσίευσε επίσημα αρχεία που δείχνουν για πρώτη φορά ότι δύο διαφορετικοί τύποι από σφαίρες αφαιρέθηκαν από το σώμα του Τζον Λένον μετά την δολοφονία του στις 8 Δεκεμβρίου 1980.
Η Daily Mail ανέφερε τον Απρίλιο πώς ο Γουίλαν ανακάλυψε μια σειρά εγγράφων που σχετίζονται με τη δολοφονία που σημειώθηκε την ώρα που ο Λένον και η σύζυγός του Γιόκο Όνο επέστρεφαν στο σπίτι τους, στο Dakota Building, με θέα το Central Park της Νέας Υόρκης.
Δολοφονία
Σύμφωνα με τις αναφορές των μαρτύρων και των αστυνομικών αρχών, μετά τη δολοφονία, ο Τσάπμαν παρέμεινε στον τόπο του εγκλήματος μέχρι την άφιξη της αστυνομίας. Εκτός από το όπλο του εγκλήματος, στην κατοχή του υπήρχαν ένα αντίτυπο του δίσκου Double Fantasy, στο εξώφυλλο του οποίου είχε υπογράψει νωρίτερα ο Λένον, ένα αντίτυπο του μυθιστορήματος Ο φύλακας στη σίκαλη (The Catcher in the Rye) του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, καθώς και κασέτες με τραγούδια των Beatles. Ο Λένον οδηγήθηκε αμέσως στο νοσοκομείο Ρούζβελτ, όπου με την άφιξή του επισημοποιήθηκε ο θάνατός του από υποογκαιμικό σοκ, που προκλήθηκε λόγω της μεγάλης απώλειας αίματος. Δύο ημέρες αργότερα, η σορός του αποτεφρώθηκε στο κοιμητήριο του Φέρνκλιφ, στη Νέα Υόρκη.
Ο Μαρκ Τσάπμαν καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Σε ψυχιάτρους του δικαστηρίου διηγήθηκε πως «κακά πνεύματα» τον παρότρυναν να δολοφονήσει τον Λένον ενώ το 2004 ομολόγησε επίσης πως ένας από τους λόγους που τον ώθησαν στην εγκληματική του ενέργεια ήταν η επιθυμία του να προβληθεί, αισθανόμενος πως μέχρι τότε ήταν ασήμαντος. “Προσπαθούσα να κάνω θετικές σκέψεις στη ζωή μου, αλλά έπαθα κατάθλιψη.
Έπινα κι απομονώθηκα από τον εαυτό μου, την οικογένεια μου. Είχα τάσεις αυτοκτονίας κι ίσως αυτός ήταν ακόμα ένας λόγος που έφτασα στην απόφαση να σκοτώσω κάποιον. Ίσως απλώς ήθελα να τελειώσουν όλα για μένα. Για άλλη μια φορά θέλω να πω ότι δεν ψάχνω για δικαιολογίες. Ήμουν εκεί, το έκανα, θα μπορούσα να κάνω μεταβολή και να φύγω, όμως είχα κάνει την επιλογή μου. Η λάμψη της δόξας ήταν εκεί. Δεν μπόρεσα να της αντισταθώ. Η αυτοεκτίμησή μου ήταν πληγωμένη. Έψαχνα να βρω διέξοδο. Επέλεξα τη χειρότερη και ήταν τρομερό…” αναφέρει στην κατάθεσή του.
Οι δικηγόροι που ανέλαβαν την υπεράσπισή του ισχυρίστηκαν ότι έπασχε από ψυχική διαταραχή, βασισμένοι σε μαρτυρία ειδικών ιατρών ότι ο Τσάπμαν βρισκόταν σε παραλήρημα και ψύχωση όταν διέπραξε το έγκλημα. Ο ίδιος όμως είπε στο δικηγόρο του ότι θα δήλωνε ένοχος καθώς “η απόφασή του ήταν θέλημα Θεού” και πως «κακά πνεύματα» τον παρότρυναν να δολοφονήσει τον Λένον, ενώ το 2004 ομολόγησε επίσης πως ένας από τους λόγους που τον ώθησαν στην εγκληματική του ενέργεια ήταν η επιθυμία του να προβληθεί, αισθανόμενος πως μέχρι τότε ήταν ασήμαντος.
Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη με όρο την παροχή ψυχιατρικής φροντίδας. Ο Τσάπμαν βρίσκεται στη φυλακή από το 1981 παρά τις διάφορες εκστρατείες για την αποφυλάκισή του και τις εννέα εφέσεις που έχει ασκήσει.