Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ προχώρησε σε ένα αποφασιστικό βήμα που σηματοδοτεί την αρχή ενός νέου κεφαλαίου στην αμυντική διπλωματία. Με την επίσημη ειδοποίηση προς το Κογκρέσο, τίθεται η βάση για την ταυτόχρονη πώληση των προηγμένων μαχητικών αεροσκαφών F-35 στην Ελλάδα και F-16 στην Τουρκία.
Αυτή η κίνηση ακολουθεί την επικύρωση της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ από την τουρκική βουλή και την επιστολή του Προέδρου Μπάιντεν που ενθάρρυνε το Κογκρέσο να υποστηρίξει το αίτημα της Τουρκίας.
Το έγγραφο που αποστέλλεται στο Κογκρέσο δίνει τέλος σε έναν διπλωματικό μαραθώνιο διάρκειας σχεδόν δύο ετών, ο οποίος επικεντρώθηκε στην ενταξιακή πορεία της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και στην αναβάθμιση των αμυντικών δυνατοτήτων της Ελλάδας και της Τουρκίας, δύο βασικών συμμάχων της Ουάσιγκτον.
Η διαδικασία προβλέπει την αποστολή της Επιστολής Προσφοράς και Αποδοχής (LOA) σε Ελλάδα και Τουρκία αντίστοιχα, μετά την παρέλευση 15 ημερών, εκτός αν το Κογκρέσο εκφράσει αντιρρήσεις. Ακολούθως, θα διεξαχθούν διαπραγματεύσεις για την οριστικοποίηση των τεχνικών λεπτομερειών και των όρων χρηματοδότησης.
Η αμερικανική πλευρά επιβεβαιώνει ότι η συμφωνία στο Βίλνιους, γνωστή ως το «Πακέτο Μενέντεζ», θα εφαρμοστεί πλήρως. Η προτεινόμενη πώληση των F-35 στην Ελλάδα, προϋπολογιζόμενη σε 8,6 δισεκατομμύρια δολάρια, θα υποστηρίξει τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, βελτιώνοντας τις αεροπορικές δυνατότητες ενός σημαντικού συμμάχου του ΝΑΤΟ.
Η ενίσχυση της αεροπορικής ικανότητας της Ελλάδας αναμένεται να συμβάλει στην περιφερειακή ασφάλεια και την υπεράσπιση των συμμάχων του ΝΑΤΟ, καθώς και στην διατήρηση της διαλειτουργικότητας με τις δυνάμεις των ΗΠΑ. Η απόκτηση των F-35 θα αντισταθμίσει την απαξίωση των υπαρχόντων μαχητικών αεροσκαφών της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.
Η προτεινόμενη πώληση αυτού του εξοπλισμού και υποστήριξης δεν αναμένεται να επηρεάσει τη στρατιωτική ισορροπία στην περιοχή, ενώ οι κύριοι ανάδοχοι θα είναι οι Lockheed Martin και Pratt & Whitney. Το συνολικό κόστος και οι λεπτομέρειες της προτεινόμενης πώλησης θα καθοριστούν μετά την οριστικοποίηση των συμφωνιών.