Η Τουρκία ακολουθεί φιλόδοξο σχέδιο εξοπλισμού, αναφέρει η γερμανική εφημερίδα Welt. Σε σχετικό δημοσίευμά της γράφει ότι υπήρξε μια εποχή, κατά την οποία η Τουρκία ήθελε να παραγγείλει 1.000 κύρια άρματα μάχης Leopard 2 από τις γερμανικές εξοπλιστικές εταιρείες Krauss-Maffei Wegmann (KMW) και Rheinmetall. Αυτό συνέβη πριν από περίπου 20 χρόνια, όμως η συναλλαγή όγκου 7 δις δολαρίων δεν υλοποιήθηκε ποτέ, συμπληρώνεται.
Πλέον, συνεχίζει το δημοσίευμα, η βούληση του Προέδρου Ερντογάν είναι να αποκτήσει η Τουρκία εξοπλιστική αυτάρκεια. Αντί να βασίζεται στις εισαγωγές όπλων, δημιουργεί τη δική της ισχυρή Εξοπλιστική Βιομηχανία που θα περιλαμβάνει την παραγωγή drones, αρμάτων μάχης, μαχητικών αεροσκαφών, οβιδοβόλων και πολεμικών πλοίων. Στο πλαίσιο των σχεδίων αυτών ο Ερντογάν παρέδωσε τα σύγχρονα τουρκικά οβιδοβόλα 155 χιλιοστών Firtina II στις Ένοπλες Δυνάμεις του, τα οποία έχουν το ίδιο διαμέτρημα με το γερμανικό Panzerhaubitze 2000. Ο Τούρκος Πρόεδρος ανακοίνωσε επίσης ότι σύντομα θα τεθούν τα θεμέλια εργοστασίου για την πολυαναμενόμενη παραγωγής του τουρκικού άρματος μάχης Altay, προστίθεται.
Κατά την άποψη του Eρντογάν, το 2023 είναι η ιδανική στιγμή για μεγάλες ανακοινώσεις, καθώς φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, γράφει το δημοσίευμα. Γι’ αυτό και θέλει να παρουσιάσει την Τουρκία στην παγκόσμια κοινή γνώμη και στους πολίτες της ως κορυφαίο παράγοντα στον κλάδο των εξοπλισμών. Εδώ και χρόνια η Άγκυρα εργάζεται προς αυτό το στόχο αξιοποιώντας μεγάλες δημόσιες επενδύσεις, προστίθεται.
Για παράδειγμα, αναφέρεται, το 2021 – πολύ πριν από τον πόλεμο της Ουκρανίας – η Τουρκία επένδυσε το 2,1% του ΑΕΠ της για εξοπλισμούς, σημαντικά περισσότερα χρήματα από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Άγκυρα ξεπέρασε έτσι το στόχο του 2% του ΝΑΤΟ, αναφέρεται.
Οι ειδικοί στο Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη SIPRI κατατάσσουν δύο εταιρείες, την Aselsan και την Turkish Aerospace, μεταξύ των 100 κορυφαίων αμυντικών εταιρειών στον κόσμο. Την ώρα που η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση μόλις μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία ξεκίνησε να καλύπτει τα σοβαρά κενά στα αποθέματα όπλων δημιουργώντας ένα ειδικό Ταμείο της τάξης των 100 δις ευρώ, η Τουρκία ακολουθεί εδώ και χρόνια ένα διαφορετικό δρόμο, συμπληρώνεται.
Αναφέρεται ακόμη ότι ο Ερντογάν μπορεί ήδη να επικαλεστεί επιτυχίες στην εξοπλιστική αγορά. Για παράδειγμα, λέει, τα drones Bayraktar TB2 του κατασκευαστή Baykar παραδόθηκαν στην Ουκρανία στον πόλεμο εναντίον των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων, με το Κίεβο να επαινεί την αποτελεσματικότητά τους. Η τουρκική εταιρεία πραγματοποίησε πρόσφατα και την πρώτη πτήση του πολεμικού αεροσκάφους Kizilelma μήκους σχεδόν 15 μέτρων, το οποίο μάλιστα θα είναι σε θέση στο μέλλον να προσγειώνεται από μόνο του σε πολεμικό πλοίο. Το συγκεκριμένο drone αναμένεται να είναι επιχειρησιακά έτοιμο φέτος.
Η Τουρκία θέλει όμως να ενισχύσει τη θέση της και στην αγορά των πολεμικών αεροσκαφών. Το μοντέλο MMU (Milli Muharip Ucak), γνωστό και ως TF-X, αναμένεται να παρουσιαστεί το Μάρτιο στο παγκόσμιο κοινό. Θα χρειαστεί μεν ακόμα κάποιος χρόνος μέχρι το δικινητήριο μαχητικό αεροσκάφος να είναι έτοιμο, αλλά η Τουρκία στέλνει ήδη ένα μήνυμα, γράφει το δημοσίευμα. Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μαχητικού αεροσκάφους είναι ότι η Τουρκία συμμετείχε αρχικά στην κατασκευή του αμερικανικού stealth F-35, το οποίο παρήγγειλε πρόσφατα η Γερμανία. Αλλά όταν η Άγκυρα εγκατέστησε ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα στη χώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακύρωσαν τη συμμετοχή της Τουρκίας στο F-35, ωθώντας την έτσι την ανάπτυξη του δικού της αεροσκάφους. Αρχικά, αναφέρεται, είχε προγραμματιστεί να λειτουργεί με μόνον έναν κινητήρα, αλλά τώρα διαθέτει δύο κινητήρες και επομένως είναι πιο ισχυρό. Λέγεται μάλιστα ότι η αμερικανική General Electric θα προμηθεύσει αρχικά τους αεριοστροβίλους.
Ωστόσο, σημειώνεται, αν και η Τουρκία μπορεί να πανηγυρίζει για τις επιτυχίες στην οικοδόμηση της δικής της Εξοπλιστικής Βιομηχανίας, δεν προέρχονται τα πάντα από τη δική της παραγωγή, καθώς είναι υποχρεωμένη να προμηθεύεται πολλά βασικά εξαρτήματα. Αυτό κατέστη σαφές με την πολύπλευρη και μακρά προϊστορία της ανάπτυξής του κύριου άρματος μάχης Altay, προστίθεται.
Κατά βάση το τανκ βασίζεται στο νοτιοκορεατικό μοντέλο K2 Black Panther της Hyundai Rotem. Το πρώτο πρωτότυπο του Altay παρουσιάστηκε πριν από δέκα χρόνια. Το 2012 είχε ανακοινωθεί ότι 1.000 Altay θα κατασκευάζονταν μέσα σε μια δεκαετία, όμως τα πράγματα δεν κύλησαν και τόσο γρήγορα, συμειώνεται. Προέκυψε μάλιστα αδιέξοδο με καθυστερήσεις και διαφωνίες, και σε σχέση με τη συμμετοχή της γερμανικής Εξοπλιστικής Βιομηχανίας. Η Rheinmetall σχεδίαζε να συμμετάσχει στην παραγωγή του τανκ στην Τουρκία, η οποία άλλωστε διαθέτει έναν μεγάλο στόλο εκατοντάδων τανκς Leopard από παλιά αποθέματα της Bundeswehr.
Ωστόσο, η γερμανική συμμετοχή στο Altay έλαβε τέλος, όταν η Rheinmetall δεν έλαβε άδεια εξαγωγής για βασικά εξαρτήματα. Ο κατασκευαστής κινητήρων MTU Friedrichshafen, ο οποίος ανήκει πλέον στο βρετανικό Όμιλο της Rolls Royce, και ο Γερμανός κατασκευαστής κιβωτίων ταχυτήτων Renk, αποχώρησαν επίσης από το έργο, αν και τα εξαρτήματά τους ήταν εγκατεστημένα στα πρώτα πρωτότυπα του Altay.
Επομένως, η ανάπτυξη της τουρκικής Εξοπλιστικής Βιομηχανίας συνδέεται στενά με τις κυρώσεις και τα εμπάργκο όπλων που επιβλήθηκαν από τα κράτη του ΝΑΤΟ σε βάρος της εταίρου στη Συμμαχία Τουρκίας ως αντίδραση στον αιματηρό πόλεμο κατά του κουρδικού PKK, το οποίο έκτοτε έχει απαγορευτεί, σημειώνει η γερμανική εφημερίδα.
Καθώς η Γερμανία ή οι ΗΠΑ δεν προμήθευαν βασικά εξαρτήματα για νέα εξοπλιστικά προγράμματα, ο Eρντογάν κλήθηκε να αναζητήσει άλλες πηγές. Για παράδειγμα, τα πρώτα μοντέλα του Altay και τα πρώτα οβιδοβόλα θα έχουν κινητήρες από τη Νότια Κορέα. Το αν και πότε το τουρκικό πολεμικό αεροσκάφος ή το τανκ θα βρουν πελάτες στο εξωτερικό παραμένει ανοιχτό. γράφει η Welt. Δεν χρειάζεται άλλωστε ο Πρόεδρος της Τουρκίας να πωλήσει εξαρχής μεγάλα, βαρέα όπλα, προστίθεται ενώ αναφέρεται ότι 100 στρατιωτικά οχήματα λέγεται ότι πρόκειται να παραδοθούν στο Ντουμπάι.