Ο Δήμος Σταρένιος στην ταινία “Η Χαραυγή της Νίκης” έχει αποδώσει χαρακτηριστικά το ρόλο του προδότη – συνεργάτη των ναζί με τη γνωστή ατάκα: “Μας αγαπάνε οι Γερμανοί. Σαν φίλοι μας ήρθαν”. Δεν πρόκειται για καρικατούρα. Ο Ξενοφών Γιοσμάς, ένας από τους πιο γνωστούς ταγματασφαλίτες, στη δίκη του για την εμπλοκή στην υπόθεση Λαμπράκη δήλωνε: “Και αν συνεργάστηκα με τους Γερμανούς το έκανα για το καλό της πατρίδος… Τους Γερμανούς τους αγαπούσα και αυτοί με θεωρούσαν τον υπ’ αριθμόν ένα τίμιον Έλληνα.” Ο Γιοσμάς που έχει μείνει στην ιστορία με το γερμανικό χαϊδευτικό του, “Φον Γιοσμάς” έχοντας “υπηρετήσει” σε διάφορες ομάδες συνεργατών, όπως στον “Εθνικό Ελληνικό Στρατό” και ως ανθυπολοχαγός στο τάγμα του Γεωργίου Πούλου, έφυγε μαζί με τους Γερμανούς στην απελευθέρωση, έμεινε για ένα διάστημα στη Βιέννη και επέστρεψε στην Ελλάδα το ‘47.
Ενώ είχε καταδικαστεί σε θάνατο ως προδότης, πήρε χάρη από τον βασιλιά Παύλο και βγήκε από τη φυλακή μόλις το ’51. Στη δεκαετία του ’60 με τον “Σύνδεσμο Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος” τροφοδοτούσε με τραμπούκους τον παρακρατικό μηχανισμό. Η συμμορία στηνόταν στρατολογώντας κοινωνικά απόβλητα και συναντιόταν στην ταβέρνα με το ταιριαστό όνομα: “Τα έξι γουρουνάκια”. Τα μέλη του Συνδέσμου πήγαιναν με περιβραχιόνια σε συνδικαλιστικές συγκεντρώσεις ενώ το ’63 επιστρατεύτηκαν από τη Χωροφυλακή για να “προστατέψουν” τον ντε Γκολ στη διάρκεια επίσκεψής του.
Ο Κοτζαμάνης, ένας από τους δύο που έκαναν την δολοφονική επίθεση στον βουλευτή της Αριστεράς, Γρηγόρη Λαμπράκη, το Μάη της ίδιας χρονιάς, ήταν μέλος του “Συνδέσμου”. Είναι λοιπόν πολύ δύσκολο το μασκάρεμα που προσπαθούν να κάνουν οι φασίστες σήμερα όταν θέλουν να ψαρέψουν στα θολά νερά παίζοντας τους “αντιμνημονιακούς”, “πατριώτες” με δόσεις “αντίστασης στη γερμανική κατοχή”. Οι Χρυσαυγίτες δηλώνουν χωρίς ντροπή ότι “Τα τάγματα ασφαλείας ήταν ελληνικά στρατεύματα Εθνικιστών, που πολέμησαν εναντίον των κομμουνιστών. Οι Χίτες επίσης, όντας Εθνικιστές έκαναν αντικομμουνιστικό αγώνα.” Είναι οι πολιτικοί απόγονοι και υπερασπιστές των Γερμανοτσολιάδων, των ταγμάτων ασφαλείας και των υπόλοιπων ανάλογων οργανώσεων που συνεργάστηκαν ανοιχτά με τους ναζί στη διάρκεια της κατοχής και πρωτοστάτησαν στα εγκλήματά τους.
Οι φασιστικές συμμορίες επιβίωσαν στις επόμενες δεκαετίες μετά τον εμφύλιο επειδή άλλαξαν αφεντικό, από τους ναζί πουλήθηκαν στους Άγγλους και στη συνέχεια στις κυβερνήσεις που ήθελαν να τσακίσουν το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Τα Τάγματα Ασφαλείας άρχισαν να σχηματίζονται το 1943 από την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη. Οι Γερμανοί χρειάζονταν ένοπλα σώματα για να τους βοηθήσουν στην καταστολή της Αντίστασης. Η δύναμη του κινήματος όμως ήταν τέτοια που δεν εμπιστεύονταν ούτε ότι η Χωροφυλακή είναι “καθαρή από κομμουνιστές”. Έτσι ο Ράλλης εξόπλισε τους Εύζωνες, τους τσολιάδες των Ανακτόρων, που μέχρι τότε ήταν άοπλοι και τους παραχώρησε στους ναζί για να αναλάβουν τη βρόμικη δουλειά.
Συμμορίες
Ο χαρακτηρισμός “γερμανοτσολιάδες” είναι λοιπόν απολύτως λογικός. Παράλληλα, σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, είχαν αρχίσει να στήνονται άλλες συμμορίες που χτυπούσαν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, κάποιες φορές με πρωτοβουλία των τοπικών κατακτητών, άλλες με πρωτοβουλία Ελλήνων της “καλής κοινωνίας” που χρειάζονταν κάποιους για να προστατέψουν την περιουσία τους και τα χωράφια τους.
Ο Διονύσιος Παπαδόγκονας (πατέρας του μετέπειτα βουλευτή και Υπουργού της Νέας Δημοκρατίας) ανέλαβε να ενοποιήσει αυτά τα σώματα δωσίλογων, κάτι που έγινε την Άνοιξη του ’44. Συνέχισαν να υπάρχουν ομάδες που δεν μπήκαν σε απόλυτο έλεγχο, όπως για παράδειγμα, το τάγμα του συνταγματάρχη Πούλου στη Βόρεια Ελλάδα, που είχε προσχωρήσει ανοιχτά στο ναζισμό, φορώντας αγκυλωτούς σταυρούς και καταγγέλλοντας ακόμη και τις κατοχικές κυβερνήσεις ως όργανα “μασώνων και εβραίων”. Όμως, μικρή απόσταση τους χώριζε από τους Ταγματασφαλίτες του Παπαδόγκονα. Γερμανικά άρβυλα φορούσαν όλοι, είτε με φουστανέλα, είτε με χιτώνιο του ελληνικού στρατού ή της Βέρμαχτ. Ό
ταν έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του Χίτλερ τον Ιούλη του ’44, ο Παπαδόγκονας τού έστειλε μήνυμα συμπαράστασης που τελείωνε με τη φράση “Κύριε, διαφύλασσε τον Χίτλερ”, ενώ σύμφωνα με την Καθημερινή της εποχής υπήρξε και απάντηση: “Ο Φύρερ εκφράζει τας ευχαριστίας του προς τον κ. Παπαδόγκονα και τους εθελοντάς του”. Οι ταγματασφαλίτες ήταν πλήρως ενσωματωμένοι στα γερμανικά στρατεύματα. Ο Γιούργκεν Στρόοπ και ο Βάλτερ Σιμάνα, τοπάρχες των SS και της γερμανικής αστυνομίας ήταν αυτοί που έδιναν τις διαταγές κινήσεων και τις άδειες οπλοφορίας. Στους πίνακες της Βέρμαχτ που μετράνε τους νεκρούς, οι ταγματασφαλίτες αθροίζονται μαζί με τους ναζί. Αντίστοιχα, στις αναφορές τους, οι ταγματασφαλίτες μετρούσαν τους Γερμανούς ως “δικούς τους”.
Τον Ιούνη του ’44, ο συνταγματάρχης Χρήστος Γερακίνης στην Ευβοια αναφέρει: “Εκ των ημετέρων, εις Γερμανός βαρέως τραυματίας”. Τα “ευζωνικά τάγματα” στην Αθήνα διαδραμάτισαν βασικό ρόλο στα μπλόκα στις γειτονιές. Στην Κοκκινιά, την Καλογρέζα, τα Λιόσια, το Βύρωνα, τα Παλιά Σφαγεία (Κουκάκι), την Καλλιθέα και σε άλλες περιπτώσεις, ήταν οι ταγματασφαλίτες που διαλέγουν ποιοι θα εκτελεστούν, ποιοι θα σταλούν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία και ποιοι θα αφεθούν ελεύθεροι. Πολλές φορές, το προσωπικό μίσος ξεπερνάει ακόμα και τις στοχεύσεις των ναζί. Στην Κοκκινιά οι ταγματασφαλίτες προσπάθησαν να ξανασυλλάβουν ανθρώπους που οι Γερμανοί είχαν αφήσει ελεύθερους.
Στην ύπαιθρο, τα Τάγματα συμμετείχαν στις σφαγές και στις πυρπολήσεις ολόκληρων χωριών. Στο Χορτιάτη το Σεπτέμβρη του ’44, δολοφόνησαν 146 ανθρώπους, από τους οποίους 128 γυναίκες και παιδιά. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο Φριτς Σούμπερτ, που και στη Βόρεια Ελλάδα και στην Κρήτη έστησε γύρω του αιμοβόρα τάγματα ασφαλείας. Μια περιγραφή από το Χορτιάτη λέει: “Περισσότερα από 80 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν από το καφενείο του Μπαντάτσιου στον φούρνο του Στ. Γκουραμάνη για να καούν ζωντανά.
Οταν το πλήθος έφτασε στο φούρνο, ο Σούμπερτ – κατ’ άλλους ο υπασπιστής του Γ. Καπετανάκης – φώναξε έξαλλος: «Φωτιά, φωτιά. Κλείστε τους και μην αφήνετε κανένα να φύγει. Θα τους κάψουμε όλους!» Απ’ έξω τοποθετήθηκαν φρουροί με την εντολή να σκοτώσουν όποιον τολμούσε να ξεμυτίσει απ’ τον φούρνο. Επειδή όμως, το οίκημα ήταν κατάμεστο από κόσμο και οι έγκλειστοι συνωστίζονταν πίσω από τις πόρτες και τα παράθυρα, οι Σουμπερτίτες, για να μειώσουν την πίεση, τοποθέτησαν ένα πολυβόλο και απ’ τό μικρό παράθυρο της μπροστινής πόρτας άρχισαν να πυροβολούν, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας πολλά γυναικόπαιδα. Έπειτα έριξαν ξερά χόρτα πάνω στα σώματα των νεκρών και των τραυματιών και με ένα φλογοβόλο πιστόλι έβαλαν φωτιά.”
Βασανιστήρια
Στα “κατορθώματα” των Σουμπερτιτών στην Κρήτη περιλαμβάνονται αναρίθμητα βασανιστήρια, κακοποιήσεις, εμπρησμοί και εκτελέσεις. Ένα από τα εγκλήματα που καταγράφονται είναι κατά του βοσκού Ι. Ξυλούρη ή Ξυλουρογιάννη που τον έδεσαν με τρίχινο σχοινί από τον λαιμό σε ένα γάιδαρο και ενώ τον τραβούσαν του έβγαλαν τα μάτια. Τους Έλληνες που στρατολογούσε ο Σούμπερτ (ντόπιους γερμανόφιλους, δωσίλογους, αλλά και βαρυποινίτες από τις φυλακές της Κρήτης) τους περνούσε από τελετουργικά μύησης, από αυτά που κάνουν ακόμα οι Χρυσαυγίτες.
Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ έχει καταγράψει: “Οι νεοσύλλεκτοι μεταφέρθηκαν στην Νέα Καλλικράτεια και το απόγευμα της ίδιας μέρας φόρεσαν ιταλικές στολές αφού πρώτα υποχρεώθηκαν να πλυθούν στη θάλασσα. Το βράδυ σε μια νεκροκεφαλή ζωγραφισμένη επάνω σε κράνος, που ο Σούμπερτ φύλαγε στην περιβόητη βαλίτσα του, έδωσαν τον όρκο του ταγματασφαλίτη που κατέληγε με τη φράση «ελευθερία ή θάνατος».” Οι ταγματασφαλίτες είχαν μια διαφορά σε σχέση με τους ναζί. Οι γερμανοί διοικητές είχαν να διαχειριστούν μια χώρα υπό κατοχή, ενώ οι συνεργάτες τους σκέφτονταν ήδη την επόμενη μέρα. Γι’ αυτό και ο έλεγχός τους και η καταστολή τους πήγαινε σε μεγαλύτερο βάθος μέσα τις τοπικές κοινωνίες. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει ένα μέλος τοπικού θεατρικού ομίλου στον Πύργο, μετά την είσοδο των ταγματασφαλιτών στην πόλη, “διέλυσαν όλους τους συλλόγους της πόλης και σταμάτησε κάθε πολιτιστική κίνηση… Τα πάντα νεκρώθηκαν. Αρχίζει μια νέα Κατοχή, χειρότερη από τη Γερμανική”.
Ενώ και στην Εύβοια, οι ταγματασφαλίτες προχωρούσαν σε επανειλημμένο κάψιμο ιδιωτικών βιβλιοθηκών. Από την Εύβοια υπάρχει και η μαρτυρία για την είσοδο των ταγμάτων στο χωριό Στρόπωνες, όπου έπιασαν την εβραία δασκάλα του χωριού “την παλούκωσαν όπως οι Τούρκοι το Διάκο, αφού την ατίμασαν και τη βασάνιζαν όλη μέρα”. Το αποτέλεσμα συνήθως ήταν από όπου περνούσαν οι ταγματασφαλίτες, το ΕΑΜ να καταφέρνει να κερδίζει ακόμη περισσότερο κόσμο που μισούσε τους συνεργάτες των ναζί. Το φθινόπωρο του ’44, ο ΕΛΑΣ αναλαμβάνει πλέον να αφοπλίσει τους Ταγματασφαλίτες και να καθαρίσει τις περιοχές απο την τρομοκρατία τους. Τις περισσότερες φορές αυτό έγινε αναίμακτα. Κάποιες φορές, ο κόσμος αυθόρμητα ήταν που λιντσάρισε τους ταγματασφαλίτες, ακόμα και όταν το τοπικό ΕΑΜ-ΕΛΑΣ προσπαθούσε να κρατήσει τα προσχήματα. Αυτό έγινε στις κεντρικές πλατείες της Πύλου και της Καλαμάτας. Αλλού χρειάστηκε ο ΕΛΑΣ να τους συντρίψει στρατιωτικά: στον Πύργο, την Καλαμάτα, το Μελιγαλά, τον Αχλαδόκαμπο, τους Γαργαλιάνους και αλλού. Οι Ταγματασφαλίτες θα ήταν μια άθλια λεπτομέρεια της ιστορίας.
Οι περισσότεροι, με το στίγμα του προδότη και του εγκληματία, θα αναγκάζονταν να κρυφτούν ή να αυτοκτονήσουν. Όμως, το νέο καθεστώς που στηνόταν στα τέλη του ’44, δεν είχε άλλο ντόπιο ένοπλο σώμα να στηριχτεί πάνω του. Η κυβέρνηση Παπανδρέου βάζει τουλάχιστον χίλιους ταγματασφαλίτες να πολεμήσουν ως συντεταγμένη μονάδα στη μάχη της Αθήνας το Δεκέμβρη του ’44. Ταγματασφαλίτες επανδρώνουν και τα καινούργια Τάγματα Εθνοφυλακής. Οι γερμανοτσολιάδες γίνανε σε μια νύχτα βρετανοτσολιάδες. Αρκετοί μπήκαν στο στράτευμα, στους Ευέλπιδες και έγιναν αξιωματικοί καριέρας.
Ο υποδιοικητής των ταγματασφαλιτών της Χαλκίδας, Χρήστος Γερακίνης, έγινε υποδιοικητής της Σχολής Ευελπίδων λίγο μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Το κράτος τούς είχε ανάγκη και τους προστάτεψε, αθωώνοντάς τους στις δίκες των δωσιλόγων που ακολούθησαν. Γιατί, όπως δήλωνε ένας επώνυμος εθνικόφρονας, πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, υπερασπιζόμενος έναν ταγματασφαλίτη στο δικαστήριο: “Αν δεν ήταν αυτός κύριε πρόεδρε, ούτε εσείς θα ήσασταν στην έδρα που κατέχετε, ούτε εγώ μάρτυς”.
Οι ταγματασφαλίτες υπηρέτησαν τους ναζί ως γερμανοτσολιάδες και βοήθησαν στη διάσωση όλου του σάπιου παλιού καθεστώτος μετά την Απελευθέρωση. Είναι πρόκληση οι πολιτικοί τους απόγονοι να τολμάνε ακόμη και να εμφανίζονται δημοσίως, πόσο μάλλον να το παίζουν “αντιστασιακοί”.
* Πολλά από τα στοιχεία αυτού του κειμένου προέρχονται από το βιβλίο “Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα τάγματα ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη” του Τάσου Κωστόπουλου, εκδ. Φιλίστωρ.