Ανησυχητική είναι η έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε χρέος με ασταθείς αποδόσεις, γεγονός το οποίο θα μπορούσε, προϊόντος του χρόνου, να βλάψει την πιστοληπτική τους ικανότητα και να περιορίσει την ικανότητά τους να παρέχουν πιστώσεις στην οικονομία, αναφέρει η Moody’s.
Προς τούτο, στις 21 Ιουλίου 2022, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναμένεται να εφαρμόσει την προαναγγελθείσα αύξηση των βασικών της επιτοκίων είτε κατά 25 είτε κατά 50 μονάδες βάσης.
Παράλληλα θα αποκαλύψει λεπτομέρειες ενός νέου μηχανισμού για τον περιορισμό της διεύρυνσης των spreads των ομολόγων στη ζώνης του ευρώ , γνωστού ως εργαλείου «anti fragmentation».
Η Moody’s αναμένει ότι οι τράπεζες της Νότιας Ευρώπης θα είναι οι κύριοι ωφελημένοι και των δύο μέτρων.
Η αύξηση των επιτοκίων θα συμβεί για πρώτη φορά στη ζώνη του ευρώ τα τελευταία 11 χρόνια
Σημειώνεται πως η ΕΚΤ έχει δηλώσει πως θα αυξήσει ξανά τα επιτόκια τον Σεπτέμβριο, με τον οίκο αξιολόγησης να εκτιμά πως θα μπορούσαν να ακολουθήσουν περαιτέρω αυξήσεις σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
Τα υψηλότερα επιτόκια θα ωφελήσουν σημαντικά τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια και την κερδοφορία όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών, αλλά το αποτέλεσμα θα είναι σταδιακό και θα ποικίλλει μεταξύ των χωρών.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένεται πως οι τράπεζες στην Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία θα αποκομίσουν μεγαλύτερες ανταμοιβές από τις αντίστοιχες τράπεζες της Βόρειας Ευρώπης.
Δεδομένου ότι ένα υψηλότερο ποσοστό τραπεζικών δανείων σε αυτές τις χώρες φέρει μεταβλητά επιτόκια, η αύξηση των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη και πιο έντονη αύξηση των τραπεζικών εσόδων.
Αντίθετα, η επίδραση στα έσοδα θα είναι πιο σταδιακή και μέτρια στα τραπεζικά συστήματα με δάνεια κυρίως σταθερού επιτοκίου όπως η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο και η Σουηδία.
Οι τράπεζες της Νότιας Ευρώπης έχουν επίσης γενικά χαμηλότερους δείκτες δανείων προς καταθέσεις και υψηλότερα αποθέματα ρευστότητας από τις αντίστοιχές στη Βόρεια Ευρώπη.
Ως αποτέλεσμα, θα τύχουν μεγαλύτερων εσόδων από υψηλότερες αποδόσεις στα ρευστά περιουσιακά τους στοιχεία και δεν θα παρουσιάσουν σημαντικές αυξήσεις στο κόστος χρηματοδότησης χάρη στις καταθετικές βάσεις τους, οι οποίες δεν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στις κινήσεις των επιτοκίων.
Τι θα πει η ΕΚΤ
Όπως προειπώθηκε, στις 21 Ιουλίου, η ΕΚΤ θα κοινοποιήσει λεπτομέρειες για το νέο εργαλείο «κατά του κατακερματισμού» που έχει σχεδιαστεί για να περιορίσει τη διεύρυνση των spreads στη ζώνη του ευρώ.
Η απόδοση των κρατικών ομολόγων των υπερχρεωμένων χωρών της ζώνης του ευρώ, όπως η Ιταλία, έχει αυξηθεί τις τελευταίες εβδομάδες σε σχέση με τα γερμανικά ομόλογα, κάτι που αντανακλά τις ανησυχίες για τις οικονομικές επιπτώσεις της επιβράδυνσης και της αύξησης του πληθωρισμού.
Το μέτρο κατά του κατακερματισμού θα ωφελήσει επίσης πρωτίστως τις τράπεζες της Νότιας Ευρώπης, οι οποίες κατέχουν μεγάλους όγκους κρατικών ομολόγων που είναι πολύ ευαίσθητα στη μεταβλητότητα του spread.
Στο τέλος του 2021 οι ιταλικές τράπεζες κατείχαν εγχώρια κρατικά ομόλογα λίγο κάτω από τα 300 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι ισπανικές τράπεζες 246 δισεκατομμύρια ευρώ, οι πορτογαλικές τράπεζες 42 δισεκατομμύρια ευρώ και οι ελληνικές τράπεζες 30 δισεκατομμύρια ευρώ (Σχήμα 2).
Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι τα μέτρα για τον περιορισμό των αυξανόμενων spread, που πιθανότατα θα περιλαμβάνουν την αγορά κρατικών τίτλων, δικαιολογούνται από την ανάγκη αποτελεσματικής μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, αλλά και την προστασία από τις αγορές.
Με άλλα λόγια, χωρίς έναν τέτοιο «μηχανισμό προστασίας της μετάδοσης», η αύξηση των αποδόσεων πέρα από ένα επίπεδο που θα δικαιολογούνταν από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα επιτόκια για τις εταιρείες και τα νοικοκυριά.
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει στρεβλώσεις που θα εμπόδιζαν την κεντρική τράπεζα να εκπληρώσει την εντολή της να διατηρήσει τη σταθερότητα των τιμών ενώ θα τροφοδοτούσε ανησυχίες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ.
Η ΕΚΤ ανησυχεί, επίσης, ότι η υψηλή έκθεση των τραπεζών σε ορισμένες χώρες με υπέρογκο χρέος θα μπορούσε προϊόντος του χρόνου να βλάψει την πιστοληπτική τους ικανότητα και να περιορίσει την ικανότητά τους να παρέχουν πιστώσεις στην οικονομία.