Του Τάσου Κωστόπουλου
Η αναζήτηση αναλογιών ανάμεσα στο παρόν και το πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν είναι πάντα μια άσκηση με έντονο το στοιχείο της υποκειμενικότητας. Το επιβεβαίωσε για ακόμη μια φορά, την περασμένη βδομάδα, η φιλοκυβερνητική εξομοίωση της αιματηρής εισβολής της 6ης Ιανουαρίου στο αμερικανικό Καπιτώλιο με τις πολιορκίες του ελληνικού Κοινοβουλίου από το αντιμνημονιακό κίνημα των αρχών της περασμένης δεκαετίας.
Στην πραγματικότητα, η αντιμνημονιακή εκείνη εξέγερση υπήρξε μια μαζική κοινωνική έκρηξη, δίχως την παραμικρή αναλογία με όσα τραγελαφικά συνέβησαν προ ημερών στην Ουάσινγκτον: για τις ΗΠΑ των 420 εκατομμυρίων κατοίκων, μια πανεθνική κινητοποίηση 30.000 ατόμων έξω από το Καπιτώλιο ισοδυναμεί με μόλις 700 διαδηλωτές στην πλατεία Συντάγματος. Η σημασία των γεγονότων της 6ης Ιανουαρίου έγκειται άλλωστε περισσότερο στον παρακρατικό χαρακτήρα τους (οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν εκεί από τον εν ενεργεία -ακόμη- πρόεδρο) και τα εξωπραγματικά ήπια (για την αμερικανική πραγματικότητα) μέτρα που πάρθηκαν αρχικά για την ανάσχεσή τους –με αποτέλεσμα, όταν αυτά αποδείχθηκαν παντελώς ανεπαρκή, ο λόγος να περάσει στα υπηρεσιακά κουμπούρια.
Καμιά σχέση δηλαδή με την Ελλάδα του 2010-2012 και το κίνημα κατά των μνημονίων –απόρροια, αυτό το τελευταίο, όχι κάποιων ιδεοληπτικών εθνοχουλιγκάνων αλλά της δραματικής επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου εκατομμυρίων πολιτών προκειμένου να διασωθεί (και επαυξηθεί) η αγοραστική ικανότητα των μεσαίων και μεγάλων τραπεζικών καταθέσεων.
Υπενθυμίζουμε ότι στο αποκορύφωμα εκείνης της έκρηξης, τη γενική απεργία της 19/10/2011 που έριξε την κυβέρνηση Παπανδρέου, δεν κατακλύστηκε μόνο το κέντρο της πρωτεύουσας από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές. Η γενική απεργία μισθωτών και μικροαστών είχε παραλύσει επίσης τα πάντα, κλείνοντας ακόμη και το τελευταίο περίπτερο του λεκανοπεδίου, με κάμποσα υπουργεία να έχουν καταληφθεί από το προσωπικό τους.
Οπως έχει ήδη επαρκώς επισημανθεί, ορατές είναι αντίθετα οι αναλογίες των κερασφόρων τραμπιστών με τους δικούς μας μακεδονομάχους του 2018-2019 –ιδίως όσον αφορά τα ποιοτικά, πολιτικοϊδεολογικά και διανοητικά χαρακτηριστικά των εκατέρωθεν μπαχαλάκηδων.
Το γαλάζιο ντου
Οι σκηνές της αμήχανης επέλασης των τραμπιστών στα άδυτα του Καπιτωλίου, κατά το χρονικό διάστημα ανάμεσα στη διάρρηξη του αστυνομικού κλοιού και την καταστολή της «στάσης», θύμισαν ωστόσο στον γράφοντα ένα ανάλογο -πλην ουδόλως αιματηρό- επεισόδιο της περασμένης δεκαετίας, που κανείς από τους αυτουργούς του δεν θέλει πια να θυμάται.
Ο λόγος για την εισβολή εκατοντάδων δεξιών διαδηλωτών του μορφώματος «Μένουμε Ευρώπη» στο προαύλιο και το περιστύλιο της Βουλής, το απόγευμα της 18ης Ιουνίου 2015, μία βδομάδα πριν από την κατάρρευση των «διαπραγματεύσεων» της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα με τους «θεσμούς» και την προκήρυξη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου. Η εισβολή εκείνη δεν απέκτησε βίαιο χαρακτήρα για έναν πολύ απλό λόγο: η τότε πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, είχε καταργήσει την περιφρούρηση του Κοινοβουλίου από τα ΜΑΤ, για λόγους διαφοροποίησης από τις σιδερόφραχτες κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σαμαρά, αλλά και με την επίγνωση πως η τεράστια δημοφιλία της τότε κυβέρνησης εγγυόταν αυτόματα την απουσία ταραχών.
Οφθαλμοφανής ήταν, ωστόσο, μια άλλη ομοιότητα των εγχώριων εισβολέων του 2015 στο προαύλιο της Βουλής με τους Αμερικανούς ομολόγους τους του Καπιτωλίου: η διάχυτη (και ποικιλότροπα μεταδιδόμενη) αίσθηση μιας αμήχανης παρακινδυνευμένης διείσδυσης στα άδυτα της πολιτικής εξουσίας, της παραβίασης ενός απροσπέλαστου μέχρι τότε ασύλου. Εξίσου εύγλωττη, η διαχείριση του επεισοδίου από κομβικά στελέχη της Ν.Δ. και της σημερινής κυβέρνησης συνιστά ακόμη έναν λόγο για να το ξαναθυμηθούμε.
Σκιώδες τέκνο κάποιων όχι και τόσο γνωστών επιχειρηματιών, wannabe γιάπηδων και συναφών φιλελέδων, το «Μένουμε Ευρώπη» υπήρξε μια βραχύβια συλλογικότητα με δεδηλωμένο στόχο να πιέσει την κυβέρνηση Τσίπρα να υπογράψει το ταχύτερο δυνατό οτιδήποτε της ζητούσε το Eurogroup.
Η συγκέντρωση της 18ης Ιουνίου στο Σύνταγμα υπήρξε το πρώτο διάβημα της κίνησης και μάζεψε κάπου 7.000 άτομα (εκτίμηση του kathimerini.gr). Μολονότι υποτίθεται πως επρόκειτο για αυθόρμητη πρωτοβουλία που οργανώθηκε μέσω των social media (με την κατάλληλη, φυσικά, διαφήμιση από κανάλια και έντυπα της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης), το συγκεντρωμένο πλήθος βρέθηκε να κραδαίνει τυποποιημένα πλακάτ με γαλάζια μπορντούρα και δίγλωσσα συνθήματα, στα ελληνικά και τα αγγλικά, τα οποία συνδύαζαν τις μνημονιακές επιταγές με κραυγές ακραίου νεοφιλελευθερισμού: «Ναι στις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας», «Οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται», «Οχι στις μονομερείς ενέργειες της κυβέρνησης», «We Stick to the E.U.» αλλά και «Οχι στο συνδικαλισμό των δημοσίων υπαλλήλων», «Ναι στην Ελλάδα της επιχειρηματικότητας», «Πόλεμο στο κοκκινωπό πελατειακό κράτος», «Το δημόσιο χρέος είναι κατά 80% συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων», «Ναι στις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες» κ.ο.κ. –με κορυφαίο το αμίμητο «Υψηλές συντάξεις = υφεσιακό μέτρο», που θα έκανε ακόμη κι έναν πρωτοετή της ΑΣΟΕΕ να σκίσει προκαταβολικά το μελλοντικό πτυχίο του.
Το αποκορύφωμα του συλλαλητηρίου ήρθε με την αυθόρμητη εισβολή μερικών εκατοντάδων από τους ζωηρότερους διαδηλωτές στο αφύλακτο προαύλιο της Βουλής και την παραμονή τους εκεί μέχρι αργά το βράδυ. Από τις μεταξύ τους στιχομυθίες, αλλά και τα τηλεφωνήματα προς φίλους και γνωστούς που άκουγες στα κινητά δεξιά κι αριστερά, ήταν προφανές ότι στο μυαλό των περισσότερων η παρουσία τους εκεί ισοδυναμούσε με ονειρεμένη έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα της εγχώριας εξουσίας.
Σε αντίθεση με τον απροκάλυπτο αντικοινοβουλευτισμό της παραδοσιακής Ακροδεξιάς και της (πρόσφατης τότε) «πάνω πλατείας», αυτό που κυριαρχούσε εδώ ήταν ωστόσο ένα μισοκακόμοιρο δέος: «Δεν σου κάνω πλάκα, είμαστε μέσα!», ακούω να λέει στο κινητό του ένας σαραντάρης δίπλα μου, για να ακολουθήσει η ένθερμη παρότρυνση προς τον συνομιλητή του: «Παράτα τα όλα κι έλα γρήγορα! Πότε άλλοτε θα ξαναβρείς την ευκαιρία να μπεις στη Βουλή;»
Εξίσου εμβληματική υπήρξε η αποθέωση δύο βουλευτών της Ν.Δ., του Αδώνιδος και του Βορίδη, που κολύμπαγαν σαν το ψάρι στο νερό μεταξύ των εισβολέων, μοιράζοντας απλόχερα χειραψίες κι αγκαλιές και ποζάροντας επανειλημμένα στις σέλφι των καταπατητών του «αβάτου». Διακριτικότερα διέσχισε το ίδιο πλήθος ο Θεόδωρος Φορτσάκης· κάποιοι πάλι συνάδελφοί τους, όπως ο Γιάννης Βρούτσης, είχαν δώσει μεν το παρών στον Αγνωστο, δεν τους είδαμε όμως και στο κατειλημμένο προαύλιο.
Καλοί και κακοί εισβολείς
Το όλο χάπενινγκ ελάχιστη σημασία θα είχε από μόνο του, αν δυόμισι μήνες νωρίτερα δεν είχε προηγηθεί μια άλλη συμβολική εισβολή στον ίδιο ακριβώς χώρο. Ηταν Πρωταπριλιά του 2015, όταν μια δεκαπενταριά μέλη του «Ρουβίκωνα» πραγματοποίησαν ολιγόλεπτη διαδήλωση στο (αφύλακτο πάντα) προαύλιο της Βουλής μ’ ένα πανό στα χέρια, φωνάζοντας συνθήματα και σκορπίζοντας τρικάκια αλληλεγγύης προς τη συνεχιζόμενη -τότε- απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων για την κατάργηση των ειδικών φυλακών «τύπου Γ».
Μολονότι η παρέμβαση της αντιεξουσιαστικής συλλογικότητας κράτησε απείρως λιγότερο κι υπήρξε πολύ πιο συντεταγμένη από το πολύωρο χαοτικό ντου των ευρωπαϊστών «αγανακτισμένων», η Ν.Δ. άστραψε και βρόντηξε.
«Υπάρχει κράτος ή καταργήθηκε και αυτό;», αναρωτήθηκε ρητορικά ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος, Κώστας Καραγκούνης, ενώ οι πρώην υπουργοί Δημόσιας Τάξης Νίκος Δένδιας και Βασίλης Κικίλιας έκαναν λόγο αντίστοιχα για «επιστροφή στο καθεστώς ανομίας» και για «ξέφραγο αμπέλι» που αποδεικνύει πως «η κυβέρνηση έχει χάσει τον έλεγχο».
Εξίσου κατηγορηματικός, ο Μάκης Βορίδης κατήγγειλε την επομένη στο «Βήμα FM» ότι «δεν υπάρχει πια κανένας έλεγχος στην ασφάλεια του Κοινοβουλίου» και πως η παρουσία διαδηλωτών στο προαύλιο της Βουλής δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί «ειρηνική διαμαρτυρία» αλλά επικίνδυνη πρόκληση που «αναιρεί πλήρως την κοινοβουλευτική λειτουργία» (naftemporiki.gr).
Δύο μήνες μετά, ο σημερινός αντιπρόεδρος της κυβέρνησης απέδειξε βέβαια περίτρανα πόσο τα εννοούσε όλα αυτά. Δεν έλειψαν μάλιστα κάποιες χαριτωμένες στιχομυθίες επ’ αυτού. Αντιγράφω από τα επίσημα πρακτικά της Βουλής (22/6/2015):
Π. Σκουρολιάκος (ΣΥΡΙΖΑ): «Πρώτη φορά σε διαδήλωση, ε;»
Βορίδης: «Δεν γνωρίζετε προφανώς την ιστορία μου».
Σκουρολιάκος: «Την γνωρίζω πολύ καλά».
Βορίδης: «Αμα την γνωρίζατε, δεν θα το λέγατε αυτό».
Μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, τη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Τσίπρα, τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και την ανάληψη της ηγεσίας της Ν.Δ. από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όλα τα παραπάνω πέρασαν βέβαια πλέον στη σφαίρα της προϊστορίας. Στις 22 Μαΐου 2019, η έγκυρη «Καθημερινή» δεν είχε έτσι κανένα πρόβλημα, απαριθμώντας αυτού του είδους τις «παρεμβάσεις» στο προαύλιο της Βουλής επί ΣΥΡΙΖΑ, να αποσιωπήσει πλήρως το αυθόρμητο ντου των ομοφρόνων της τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Πώς να σταθεί, γαρ, η καμπάνια για την αμείλικτη πάταξη της πολιτικής «ανομίας», όταν αυτή η τελευταία αποδεικνύεται πως έχει και γαλάζιο χρώμα;