Πώς η «βοήθεια» της USAID μετατράπηκε σε εργαλείο χειραγώγησης, διαβρώνοντας τη δημοσιογραφία και εκθέτοντας τις σκοτεινές σχέσεις ΜΜΕ και ξένων συμφερόντων στην Ελλάδα
Του Ειδικού Συνεργάτη
Η πρόσφατη «υπόθεση USAID» – δηλαδή οι αποκαλύψεις για τη χρηματοδότηση μέσων ενημέρωσης, δημοσιογράφων και οργανώσεων από την Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ (USAID) – έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις στην Ελλάδα. Το θέμα έχει λάβει διεθνείς διαστάσεις, ειδικά μετά την απόφαση του νέου Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να «παγώσει» τα περισσότερα προγράμματα της USAID και να περιορίσει δραστικά τη δράση της υπηρεσίας παγκοσμίως. Στο πλαίσιο αυτό, άρχισαν να δημοσιοποιούνται στοιχεία για τις παρεμβάσεις της USAID σε πολλές χώρες – ανάμεσά τους και η Ελλάδα – εγείροντας ζητήματα διαφάνειας, δεοντολογίας στην ενημέρωση και επιρροής στις πολιτικές εξελίξεις.
Στόχος του ρεπορτάζ είναι να συγκεντρώσει όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τις σχέσεις και παρεμβάσεις της USAID στην Ελλάδα, με έμφαση στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, τους δημοσιογράφους και τις ΜΚΟ. Επίσης, θα παρουσιαστούν αναφορές από διεθνή μέσα και οργανισμούς για την εμπλοκή της USAID στη χώρα μας, πληροφορίες για τη νέα πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, και οι φημολογούμενες «λίστες» που σχετίζονται με χρηματοδότηση ή παρακολούθηση ελληνικών ΜΜΕ και φορέων.
Ο ρόλος της USAID διεθνώς και οι αντιδράσεις
Η USAID ιδρύθηκε το 1961 ως βραχίονας της αμερικανικής εξωτερικής βοήθειας, με επίσημη αποστολή την προώθηση της ανάπτυξης και της δημοκρατίας παγκοσμίως. Επισήμως, το 2023 οι ΗΠΑ διέθεσαν 72 δισεκατομμύρια δολάρια μέσω USAID για ανθρωπιστικά προγράμματα σε όλο τον κόσμο, καλύπτοντας τομείς όπως η υγεία, το καθαρό νερό, η αντιμετώπιση ασθενειών, η ενεργειακή ασφάλεια και η πάταξη της διαφθοράς. Την ίδια στιγμή όμως, ένα μέρος αυτών των κονδυλίων κατευθυνόταν στην υποστήριξη “ανεξάρτητων” μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων ανά τον κόσμο. Σύμφωνα με στοιχεία που έφερε στο φως η οργάνωση Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF), μόνο το 2023 η USAID χρηματοδότησε την εκπαίδευση και υποστήριξη 6.200 δημοσιογράφων, βοήθησε 707 μη κρατικά μέσα ενημέρωσης και στήριξε 279 οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στον τομέα των media. Μάλιστα, εννέα στα δέκα ΜΜΕ της Ουκρανίας εκτιμάται ότι βασίζονταν σε χρηματοδότηση της USAID, ενώ η υπηρεσία ενίσχυε ακόμη και ρωσικά αντιπολιτευόμενα μέσα (μέχρι που η Ρωσία την απέλασε το 2012 ως ανεπιθύμητη).
Πολέμιοι αυτής της πρακτικής υποστηρίζουν ότι η USAID λειτουργεί ως εργαλείο πολιτικής επιρροής των ΗΠΑ. Έχει χαρακτηριστεί ακόμα και «βιτρίνα της CIA», λειτουργώντας συχνά ως μηχανισμός αποσταθεροποίησης κυβερνήσεων που θεωρούνται εχθρικές στα συμφέροντα της Ουάσιγκτον. Η USAID έχει δημιουργήσει ένα γιγαντιαίο δίκτυο “ανεξάρτητων” ΜΜΕ παγκοσμίως, που όμως προωθούν συγκεκριμένες ατζέντες – και τώρα αντιμετωπίζουν λουκέτο λόγω του παγώματος των κονδυλίων. Παρόμοια άποψη εκφράζει το Brussels Signal (ευρωπαϊκό ειδησεογραφικό site), χαρακτηρίζοντας την παρουσία της USAID στην Ευρώπη ως «όχημα ξένης ιδεολογικής επέμβασης». Σύμφωνα με άρθρο του, η USAID διοχέτευε χρήματα σε ΜΜΕ και ομάδες που προωθούσαν φιλελεύθερες/προοδευτικές αφηγήσεις ενάντια σε συντηρητικές κυβερνήσεις, π.χ. στην Ουγγαρία και την Πολωνία, ενώ «και στην Ελλάδα, η USAID φέρεται να χρηματοδότησε δημοσιογράφους που υποβάθμιζαν τις ανησυχίες για την ανεξέλεγκτη μετανάστευση και την οικονομική κρίση».

Από την άλλη πλευρά, οργανώσεις όπως οι RSF υπεραμύνονται της USAID, υποστηρίζοντας ότι συμβάλλει στην ενίσχυση της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας σε χώρες με ανελεύθερα καθεστώτα. Ωστόσο, η κυβέρνηση Τραμπ (2025) υιοθέτησε μια εντελώς αντίθετη στάση: τον Φεβρουάριο του 2025 διέταξε 90ήμερο “πάγωμα” των περισσότερων προγραμμάτων της USAID και έθεσε το προσωπικό της σε αργία, με απώτερο στόχο να “ξηλώσει” την υπηρεσία. Ο ίδιος ο Τραμπ κατήγγειλε δημοσίως ότι «εκατομμύρια (ακόμη και δισεκατομμύρια) δολάρια της USAID πήγαν σε μέσα ενημέρωσης ως “δωροδοκία” για να υμνούν τους Δημοκρατικούς». Παράγοντες προσκείμενοι στον Τραμπ – όπως ο δισεκατομμυριούχος Ίλον Μασκ – ενίσχυσαν αυτό το αφήγημα, χαρακτηρίζοντας την USAID «εγκληματική οργάνωση» που “ήρθε η ώρα να πεθάνει”. Πρέπει να σημειωθεί ότι μεγάλα δυτικά μέσα (Politico, Associated Press κ.ά.) αρνούνται ότι έλαβαν άμεσα χρηματοδότηση από την USAID, εξηγώντας ότι το μόνο που συμβαίνει είναι κάποιες κρατικές υπηρεσίες να αγοράζουν συνδρομές ειδησεογραφικών υπηρεσιών τους. Παρά τις διαψεύσεις αυτές, είναι εμφανές ότι η συζήτηση περί USAID έχει πολιτικοποιηθεί έντονα στις ΗΠΑ, αντανακλώντας τη διαμάχη Τραμπ – κατεστημένου ΜΜΕ.
Παρεμβάσεις της USAID στην Ελλάδα
Η Ελλάδα, ως ανεπτυγμένη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, δεν υπήρξε παραδοσιακά μεγάλος αποδέκτης της κλασικής αναπτυξιακής βοήθειας της USAID. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αμερικανική βοήθεια προς την Ελλάδα δόθηκε κυρίως μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ και αργότερα άλλων διπλωματικών διαύλων, ενώ η USAID επικεντρώθηκε περισσότερο σε φτωχότερες ή μετα-κομμουνιστικές χώρες. Ωστόσο, στο παρασκήνιο του Ψυχρού Πολέμου και μετέπειτα, οι ΗΠΑ φέρονται να αξιοποίησαν ποικίλα μέσα για να επηρεάσουν την ελληνική κοινή γνώμη – από μυστικά κονδύλια σε φιλοαμερικανικά μέσα έως επιμόρφωση στελεχών. Ενδεικτικά, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχε ξεσπάσει σκάνδαλο στην Ελλάδα σχετικά με «μυστικά κονδύλια» του Υπουργείου Εξωτερικών που φέρονταν να μισθοδοτούν δημοσιογράφους επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού). Η υπόθεση εκείνη ποτέ δεν διαλευκάνθηκε πλήρως, όμως υπογράμμισε τον διαχρονικό προβληματισμό: σε ποιο βαθμό δημοσιογράφοι και ΜΜΕ δρουν ανεξάρτητα, χωρίς έξωθεν οικονομικές «ενέσεις».
Η σύγχρονη εμπλοκή της USAID στην Ελλάδα φαίνεται πως αναβίωσε μέσα από προγράμματα που συνδέονται με την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης. Σύμφωνα με το Reuters, η USAID επί κυβέρνησης Μπάιντεν το 2022 ξεκίνησε νέα προγράμματα σε χώρες της Κεντρικής/Ανατολικής Ευρώπης για την ενίσχυση της δημοκρατίας και των ανεξάρτητων media – κάτι που εξόργισε ηγέτες όπως ο Ούγγρος Βίκτορ Όρμπαν. Αν και η Ελλάδα δεν ανήκει στον αναπτυσσόμενο κόσμο, αντιμετώπισε δικές της κρίσεις (μνημόνια, μεταναστευτικό) όπου ενδεχομένως αμερικανικά κονδύλια διοχετεύτηκαν για την υποστήριξη συγκεκριμένων θέσεων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Συμφωνία των Πρεσπών (2018): πρόκειται για τη συμφωνία επίλυσης του ονοματολογικού της Βόρειας Μακεδονίας, την οποία οι ΗΠΑ στήριξαν ένθερμα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι την εποχή της αντιπαράθεσης για τις Πρέσπες, χορηγήθηκαν ποσά σε ελληνικά ΜΜΕ και πρόσωπα υπέρ της συμφωνίας. Πράγματι, όπως θα δούμε αναλυτικά παρακάτω, αποκαλύφθηκε πως ένας γνωστός δημοσιογράφος και πρώην βουλευτής φέρεται να έλαβε 167.000 δολάρια εκείνη την περίοδο, γεγονός που εγείρει ερωτήματα για το ρόλο της ξένης χρηματοδότησης σε κρίσιμες εθνικές συζητήσεις.
Χρηματοδότηση ελληνικών ΜΜΕ, δημοσιογράφων και ΜΚΟ
Οι πρόσφατες διαρροές στοιχείων από τις ΗΠΑ – μετά το «stop» του Τραμπ στην USAID – έφεραν στο φως συγκεκριμένα ποσά που κατευθύνθηκαν και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με αποκαλυπτικό δημοσίευμα του Periodista.gr (8/2/2025), μόνο μέσα στο 2022 η “αμαρτωλή” USAID έστειλε σχεδόν 31 εκατομμύρια δολάρια σε διάφορους στην Ελλάδα. Το πού ακριβώς κατέληξαν αυτά τα χρήματα δεν είναι πλήρως γνωστό, όμως αρκετές πληροφορίες έχουν γίνει διαθέσιμες:
- Χρηματοδοτήσεις σε εκπαιδευτικά ιδρύματα: Ένα μέρος των κονδυλίων πήγε σε δράσεις “ήπιας ισχύος”. Για παράδειγμα, η USAID παρείχε 300.000 δολάρια στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος (Pierce) για τη δημιουργία ενός Κέντρου Προσομοιωμένων Χρηματοπιστωτικών Συναλλαγών – ουσιαστικά ενός εκπαιδευτικού εργαλείου που αποσκοπεί στην κατάρτιση μελλοντικών ηγετών και επιχειρηματιών. Αυτή η χρηματοδότηση παρουσιάστηκε ως ενίσχυση της εκπαίδευσης, ενδεικτική όμως της επιδίωξης των ΗΠΑ να διαμορφώσουν θετικά προσκείμενες ελίτ στη χώρα. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ USAID ΕΔΩ
- Χρηματοδοτήσεις σε ΜΚΟ (ιδίως για πρόσφυγες/μετανάστες): Ένας σημαντικός όγκος κονδυλίων διοχετεύτηκε σε οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην ανθρωπιστική βοήθεια και τα δικαιώματα μεταναστών-προσφύγων στην Ελλάδα. Οι παραπάνω ενισχύσεις εγγράφονται στη στρατηγική της USAID για «προώθηση της κοινωνικής συνοχής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ειδικά στο μεταναστευτικό. Ωστόσο, επικριτές, όπως το προαναφερθέν Brussels Signal, θεωρούν ότι μέσω αυτών προωθείται το… “ανοικτό σύνορο”, ιδεολογία δηλαδή σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας: π.χ. η χρηματοδότηση ΜΚΟ που πιέζουν για χαλαρότερη μεταναστευτική πολιτική θεωρείται ότι «υπονομεύει την ελληνική βούληση, ευθυγραμμίζοντας τη χώρα με την ατζέντα των Βρυξελλών».
- Χρηματοδοτήσεις σε Έλληνες δημοσιογράφους και ΜΜΕ: Αυτό είναι το πλέον ευαίσθητο σκέλος. Επισήμως, δεν έχει επιβεβαιωθεί ότι ελληνικά ΜΜΕ ως οργανισμοί πήραν χρήματα από USAID. Δηλαδή, δεν γνωρίζουμε κάποιο μεγάλο κανάλι ή εφημερίδα που να έλαβε απευθείας επιχορήγηση. Ωστόσο, οι διαρροές αποκάλυψαν ότι αρκετοί Έλληνες δημοσιογράφοι εντάσσονταν σε λίστα «μισθοδοσίας» της USAID. Σύμφωνα με πληροφορίες τουλάχιστον δέκα δημοσιογράφοι στην Ελλάδα πληρώνονταν από την USAID (ο αριθμός μπορεί να είναι και μεγαλύτερος). Από αυτούς, τρεις είναι ιδιαίτερα γνωστοί στο ευρύ κοινό, ενώ οι υπόλοιποι είναι λιγότερο διάσημοι. Το προφίλ μερικών εξ αυτών σκιαγραφήθηκε ως εξής:
- Ένας σχολιαστής σε μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι, με τακτική παρουσία σε ενημερωτικές εκπομπές.Ένας δημοσιογράφος που υπήρξε πρώην βουλευτής (συγκεκριμένα της περιόδου 2010s), ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, εμφανίζεται να έχει λάβει 167.000 δολάρια την επίμαχη περίοδο του δημόσιου διαλόγου για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αυτό υπονοεί πως ίσως χρηματοδοτήθηκε για να στηρίξει δημόσια την επίτευξη της συμφωνίας.Ένα στέλεχος εβδομαδιαίας εφημερίδας με “πρωτοποριακό” περιεχόμενο (πιθανώς έντυπο περιοδικό ή site ερευνητικής δημοσιογραφίας).Μια δημοσιογράφος που επί χρόνια εμφανιζόταν ως άνεργη, αλλά παρ’ όλα αυτά φέρεται να λάμβανε χρήματα από την USAID.
«Μαύρη λίστα» 500 ονομάτων
Ίσως η πιο εκρηκτική αποκάλυψη ήρθε μέσω της εφημερίδας “Kontra News”. Συγκεκριμένα, η Kontra κυκλοφόρησε φύλλο με πρωτοσέλιδο τίτλο: “Βγαίνουν οι κουκούλες όσων λαδώθηκαν από την USAID” και υπότιτλο «Μαύρη λίστα με 500 ονόματα πολιτικών, εκδοτών, καναλαρχών, δημοσιογράφων, καθηγητών πανεπιστημίου, ιδρυμάτων και ινστιτούτων». Πρόκειται ουσιαστικά για την αναφορά σε μια λίστα περίπου 500 ονομάτων στην Ελλάδα που φέρονται να έχουν λάβει χρήματα από την USAID. Η λίστα φέρεται να καλύπτει ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής ελίτ: από πολιτικούς και εκδότες ΜΜΕ, έως ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών, δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς, ακόμη και think-tanks ή ιδρύματα.
Εάν επαληθευτεί η ύπαρξη μιας τέτοιας λίστας, θα πρόκειται για σεισμό μεγατόνων στο εγχώριο σκηνικό και από εκεί και πέρα, οι αρμόδιοι φορείς, όπως η ΕΣΗΕΑ (Ένωση Συντακτών), δεν θα μπορεί να μείνει αδρανής μπροστά σε καταγγελίες για χρηματισμό δημοσιογράφων από “περίεργες” υπηρεσίες των ΗΠΑ. Επομένως θα πρέπει να απαιτηθούν επίσημη διερεύνηση και στοιχεία από την Πρεσβεία των ΗΠΑ και όπου αλλού χρειαστεί.
Η πιθανή αποκάλυψη της «μαύρης λίστας» των 500 ονομάτων έχει επίσης πολιτική διάσταση. Αν εμπεριέχει ονόματα ενεργών πολιτικών προσώπων, είναι πιθανό να πυροδοτήσει αντιπαράθεση ανάμεσα στα κόμματα για το ποιος “εξυπηρετούσε ξένα συμφέροντα”. Για παράδειγμα, αν υπάρχουν πολιτικοί όποιας κυβέρνησης που έλαβαν τέτοια χρήματα, το θέμα μπορεί να πάρει μορφή σκανδάλου. Αλλά και ανεξάρτητα από κομματικές στοχεύσεις, το διακύβευμα είναι η εμπιστοσύνη του κοινού στα ΜΜΕ: ήδη η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια εμφανίζει χαμηλή κατάταξη στην Ελευθερία του Τύπου (89η θέση παγκοσμίως το 2025, τελευταία στην ΕΕ) και υποθέσεις σαν κι αυτή μπορεί να την κλονίσουν περισσότερο. Δεν είναι τυχαίο ότι οργανώσεις όπως η RSF και το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ελευθερία του Τύπου επισημαίνουν τον κίνδυνο όταν δημοσιογράφοι χρηματοδοτούνται από αδιαφανείς πηγές – είτε αυτές είναι κρατικά κονδύλια (όπως η «Λίστα Πέτσα») είτε ξένα προγράμματα βοήθειας.
Η νέα πρέσβης Κίμπερλι Γκίλφοϊλ και οι πολιτικές προεκτάσεις
Μέσα σε αυτό το κλίμα, αναλαμβάνει καθήκοντα στην Αθήνα η νέα πρέσβης των ΗΠΑ, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ. Η επιλογή της από τον Ντόναλντ Τραμπ (ανακοινώθηκε τον Δεκέμβριο 2024) θεωρήθηκε εξ αρχής ιδεολογικά φορτισμένη: πρόκειται για μια νομικό, δημοσιογράφο και πρώην παρουσιάστρια του Fox News, με έντονη παρουσία στους συντηρητικούς κύκλους και προσωπική σχέση με την οικογένεια Τραμπ (πρώην μνηστή του Ντόναλντ Τραμπ τζούνιορ). Η Γκίλφοϊλ δεν είναι διπλωμάτης καριέρας αλλά «τηλεπερσόνα» και πολιτική σύμβουλος – ένθερμη υποστηρίκτρια του Τραμπ, που συχνά είχε επιθετικό ύφος στα μέσα. Χαρακτηριστικά, όταν εργαζόταν στο Fox News, είχε σχολιάσει με ιδιαίτερα απαξιωτικούς όρους τους Έλληνες κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος του 2015 (κρίση χρέους). «Χαραμοφάηδες» είχε αποκαλέσει τους Έλληνες μετά το «όχι» του δημοψηφίσματος, λέγοντας «κανείς δεν αγαπάει τους χαραμοφάηδες, δεν με ενδιαφέρει αν φτιάχνετε καλό γιαούρτι, δεν με νοιάζει». Συνέχισε μάλιστα προτρέποντας, σε ζωντανή συζήτηση, «χωνέψτε το, σηκωθείτε το πρωί και πηγαίνετε στις δουλειές σας», υπονοώντας ότι οι Έλληνες τεμπελιάζουν και βγαίνουν νωρίς στη σύνταξη. Είχε φτάσει στο σημείο να παραβάλει τους Έλληνες με «κουτάβι που κατουράει στο χαλί – πρέπει να το εκπαιδεύσεις» όσον αφορά την ανάγκη «τιμωρίας» τους για την τότε αντιμνημονιακή τους στάση. Οι δηλώσεις αυτές (που έγιναν στην εκπομπή The Five του Fox) επανήλθαν στην επικαιρότητα με την ανακοίνωση του διορισμού της, προκαλώντας αίσθηση και δυσαρέσκεια στην ελληνική κοινή γνώμη. Πολλοί αναρωτήθηκαν πώς ένα πρόσωπο που είχε εκφραστεί τόσο υποτιμητικά για την Ελλάδα θα χειριστεί τώρα τη διπλωματική σχέση μαζί της.

Ανεξάρτητα από το παρελθόν της, η Γκίλφοϊλ έρχεται με ξεκάθαρη αποστολή ευθυγραμμισμένη με την πολιτική Τραμπ. Και μέρος αυτής φαίνεται πως είναι και το ξεκαθάρισμα της υπόθεσης USAID. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, η άφιξη της Κίμπερλι Γκίλφοϊλ δρομολογεί ραγδαίες εξελίξεις σχετικά με τα “λαδώματα” και το “μαύρο χρήμα” που είχε χορηγήσει η USAID σε ιδρύματα, ΜΚΟ, ΜΜΕ, δημοσιογράφους και ινστιτούτα στην Ελλάδα. Μάλιστα, αναφέρεται ότι στις αρχές Ιουνίου 2025 σχεδιάζεται να ξεκινήσει σειρά νομικών ενεργειών για να ζητηθεί η επιστροφή αυτών των «μαύρων κονδυλίων», αφού πρώτα οι Αμερικανοί δώσουν στη δημοσιότητα τα ονόματα και διασύρουν τους επώνυμους «δωρολήπτες». Με άλλα λόγια, η νέα αμερικανική ηγεσία φέρεται αποφασισμένη να εκθέσει δημοσίως όσους στην Ελλάδα χρηματίστηκαν από την USAID και να απαιτήσει να επιστραφούν τα χρήματα ως καταχρηστικές δαπάνες.
Αν πράγματι οι ΗΠΑ ακολουθήσουν μια τέτοια επιθετική τακτική, οι συνέπειες στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις θα είναι αξιοσημείωτες. Από τη μία, η ελληνική κυβέρνηση δύσκολα θα μπορούσε να αρνηθεί συνεργασία σε αιτήματα διαλεύκανσης, ειδικά αν αυτά αφορούν περιπτώσεις διαφθοράς. Από την άλλη, όμως, ενδέχεται να προκληθεί εσωτερική πολιτική αναστάτωση: τυχόν αποκάλυψη ονομάτων μεγάλων δημοσιογράφων ή πολιτικών ως «δωρολήπτες» της USAID θα δημιουργήσει σκάνδαλο που θα πρέπει να διαχειριστεί η κυβέρνηση. Δεν αποκλείεται, επίσης, να υπάρξουν πιέσεις για παραιτήσεις ή κυρώσεις σε όσα πρόσωπα εμπλέκονται (π.χ. αποπομπή δημοσιογράφων από θέσεις, έρευνες για ΜΚΟ που έλαβαν πόρους κτλ.).
Για την ίδια την αμερικανική πρεσβεία υπό την Γκίλφοϊλ, ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα πιθανώς έχει διττό σκοπό: αφενός να σηματοδοτήσει την αλλαγή πορείας υπό τον Τραμπ (διαφάνεια, τερματισμός “βαθέος κράτους” USAID), αφετέρου να επανακαθορίσει ποιους θεωρεί αξιόπιστους συνομιλητές στην Ελλάδα. Είναι εμφανές ότι η προηγούμενη διοίκηση των ΗΠΑ επένδυσε σε ορισμένα ελληνικά πρόσωπα και οργανώσεις (πιο φιλελεύθερης κατεύθυνσης). Η νέα διοίκηση ίσως θέλει να απονομιμοποιήσει εκείνο το δίκτυο επιρροής και να ενισχύσει άλλους, πιο φιλικούς προς τη φιλοσοφία Τραμπ.
Διαφάνεια και εμπιστοσύνη ενόψει του νέου σκηνικού
Η υπόθεση της USAID και των ελληνικών ΜΜΕ φέρνει στο προσκήνιο ένα χρόνιο αλλά συχνά υποβαθμισμένο ζήτημα: τη διαφάνεια στη χρηματοδότηση της ενημέρωσης και της δημόσιας ζωής. Οι αποκαλύψεις ότι δημοσιογράφοι, μέσα και φορείς ενδέχεται να χρηματίστηκαν από μια ξένη υπηρεσία – ακόμη κι αν αυτό έγινε υπό τον ευγενή μανδύα της «ενίσχυσης της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας» – διαβρώνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στα μέσα ενημέρωσης. Όταν μια χώρα όπως η Ελλάδα ήδη αντιμετωπίζει προβλήματα ελευθεροτυπίας, τέτοια περιστατικά ρίχνουν επιπλέον σκιά: ο πολίτης εύλογα διερωτάται αν αυτά που διαβάζει/ακούει είναι αντικειμενικά ή κατευθυνόμενα από τους χρηματοδότες.
Σε διπλωματικό επίπεδο, η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης Τραμπ να δημοσιοποιήσει και να ζητήσει λογαριασμό για τα χρήματα της USAID δημιουργεί μια ασυνήθιστη κατάσταση. Παραδοσιακά, οι ΗΠΑ ασκούσαν επιρροή παρασκηνιακά· τώρα φαίνεται διατεθειμένες να τη φέρουν στο φως, ακόμη κι αν εκθέσουν φίλους τους. Αυτό μπορεί κοντοπρόθεσμα να φέρει τριβές στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Αθήνας, ειδικά αν στον κατάλογο των ωφελημένων υπάρχουν άνθρωποι κοντά στην σημερινή κυβέρνηση ή στο πολιτικό σύστημα γενικότερα. Από την άλλη, μακροπρόθεσμα, ίσως καθαρίσει το τοπίο και επιτρέψει μια νέα βάση συνεργασίας χωρίς τη δυσπιστία που δημιουργούν τέτοια κρυφά δίκτυα επιρροής.
Το βέβαιο είναι ότι προσεχώς αναμένονται εξελίξεις. Ελληνικοί δημοσιογραφικοί φορείς και η κοινωνία πολιτών θα πιέσουν για περισσότερη διαφάνεια – ήδη ζητείται η πλήρης δημοσιοποίηση της λεγόμενης λίστας των «μισθοδοτούμενων» από USAID. Εάν οι αμερικανικές αρχές κοινοποιήσουν επίσημα στοιχεία, η ελληνική Πολιτεία ίσως χρειαστεί να διερευνήσει τυχόν παράνομες πράξεις (π.χ. αδήλωτες χρηματοδοτήσεις, φοροδιαφυγή ή και ζητήματα εθνικής ασφάλειας αν επηρεάστηκαν αποφάσεις).
Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση USAID λειτουργεί ως καμπανάκι για την ανάγκη θωράκισης της ανεξαρτησίας της ελληνικής ενημέρωσης. Η διαφανής χρηματοδότηση, η ενίσχυση της πολυφωνίας και η λογοδοσία των ΜΚΟ και μέσων είναι κρίσιμα στοιχεία. Όπως τονίζουν οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, η ενίσχυση των media πρέπει να γίνεται με τρόπο θεσμικό και καθαρό, όχι μέσω κρυφών διαύλων που εγείρουν σκιές διαπλοκής. Η Ελλάδα καλείται τώρα να διαχειριστεί τις αποκαλύψεις με ψυχραιμία αλλά και αποφασιστικότητα για διαλεύκανση. Μόνο έτσι θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κοινού και θα εξουδετερωθεί το όποιο «δηλητήριο» στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις προκύψει από το ζήτημα.