Οι ειδικοί το πρώτο που αναλύουν όταν αναφέρονται σε ένα μαχητικό αεροσκάφος είναι η επονομαζόμενη “Γενιά (σ.σ Gen)” στην οποία ανήκει ως μαχητικό αεροπλάνα: «πρόκειται για ένα αεροσκάφος που ανήκει στη γενιά που ορίζουμε “4.5η Γενιά” για τα μαχητικά αεροσκάφη, το μαχητικό που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της γαλλικής Πολεμικής Αεροπορίας μαζί με τα Mirage 2000 στις τελευταίες τους εκδόσεις», απαντά μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ ΜΠΕ, “Πρακτορείο 104.9FM” ο κ.Φαίδων Καραϊωσηφίδης, αεροναυπηγός, διευθυντής του ειδικού σε ζητήματα αεροναυτικής τεχνολογίας περιοδικού “Πτήση”, που εξηγεί πως το συγκεκριμένο μαχητικό -που θα ενισχύσει άμεσα τα ελληνικά φτερά όπως ανακοίνωσε το Σάββατο στο Thessaloniki Ηelexpo Forum ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης- είχε προταθεί και στο πρόσφατο παρελθόν από τη γαλλική αεροπορική βιομηχανία για τις ανάγκες της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.
Με την ελληνική ΠΑ να διαθέτει σε πολύ μεγάλο ποσοστό, μαχητικά αεροσκάφη αμερικανικής προέλευσης πριν αλλά και μετά τη μεταπολίτευση, ο κ.Καραϊωσηφίδης εξηγεί πως τα τελευταία 40 και πλέον χρόνια αποτελεί παράδοση η παρουσία έστω και περιορισμένου αριθμού μαχητικών γαλλικής προέλευσης στον συνολικό στόλο της ελληνικής ΠΑ, μια παράδοση που έχει και συγκεκριμένα επιχειρησιακά οφέλη.
«Λίγο ή πολύ οι τύποι των αμερικανικής προέλευσης μαχητικών είναι όμοιοι σε Ελλάδα και Τουρκία έτσι η παρουσία γαλλικών μαχητικών, αρχικά με τα Mirage F1, στη συνέχεια με την απόκτηση των πιο εξελιγμένων 3ης και 4ης Γενιάς εκδόσεων των μαχητικών Mirage 2000, έχει εκτιμηθεί πως δίνει ένα πλεονέκτημα στο Αιγαίο.
Αυτό συμβαίνει αφού το εκάστοτε γαλλικό μαχητικό είναι ένα αεροσκάφος που δεν “γνωρίζει” η άλλη πλευρά», εξηγεί ο κ. Καραϊωσηφίδης που τονίζει πως η μεγάλη αλλαγή στη σύσταση της ελληνικής ΠΑ είχε έρθει με την πρώτη, χαρακτηρισθείσα τότε, “Αγορά του Αιώνα”, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές του ’90 προμήθεια 40 μαχητικών Μ2000. Για πρώτη φορά τότε η Ελλάδα είχε αποκτήσει γαλλικά μαχητικά 3ης Γενιάς μαζί τα πρώτα της 40 αμερικανικά F-16.
Το Rafale και η ευρωπαϊκή “σχολή” μαχητικών αεροσκαφών 4ης Γενιάς της δεκαετίας του ΄90
Μετά τα μοντέλα 3ης γενιάς όμως, η συνέχεια, για την ευρωπαϊκή βιομηχανία αεροναυπηγικής, ήρθε με τα σχέδια την κατασκευή μαχητικών αεροσκαφών 4ης Γενιάς. Το γαλλικό Rafale αναπτύχθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με ένα ακόμη ευρωπαϊκό πρότζεκτ, αυτό του “Ευρωπαϊκού Μαχητικού 2000” (Eurofighter EF2000) που στη συνέχεια εξελίχθηκε στο αεροσκάφος με την ονομασία Typhoon και για το οποίο συνεργάστηκαν η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Έτσι δύο μαχητικά 4ης Γενιάς σχεδιάστηκαν από την βιομηχανία της Ευρώπης μέσα στο ίδιο πρακτικά διάστημα ακόμη και αν το 1983, και για μια σύντομη περίοδο, η Γαλλία αρχικά συμμετείχε μαζί με τις υπόλοιπες αυτές χώρες σε ένα κοινό σχέδιο, το Future European Fighter Aircraft.
Μετά από μια διαφωνία η “συμμαχία” αυτή διαλύθηκε και τελικά προέκυψαν όχι ένα αλλά δύο μαχητικά 4ης Γενιάς, το EF2000 αλλά και το Rafale αφού η Γαλλία αποφάσισε να αναπτύξει μόνη της το δικό της αεροπλάνο. Το αποτέλεσμα ήταν μια δεκαετία μετά το τελειοποιημένο πρωτότυπο του Eurofighter “Typhoon” των τεσσάρων άλλων χωρών να πετάξει το Μάρτιο του 1994 ενώ το πρώτο Rafale C της Γαλλίας, είχε κάνει την πρώτη πτήση ως πρωτότυπο το 1991.
Οι Γάλλοι μετά την πρώτη πτήση εξέλιξαν επί πολλά χρόνια το μαχητικό τους αυτό που μπήκε σε υπηρεσία μόλις το 2002 για την ΠΑ και το Ναυτικό τους. Τα σημαντικά χρόνια ανάπτυξης είχαν σαν αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθούν εξελιγμένες τεχνολογίες ειδικά σε υλικά και ηλεκτρονικά, ενώ οι κατασκευαστές αξιοποίησαν στην εξέλιξη του αεροσκάφους πρωτοποριακά προγράμματα σχεδιασμού με υπολογιστή της γαλλικής Dassault Systèmes όπως το περίφημο “CATIA” ένα σύστημα τρισδιάστατης σχεδίασης (CAD), κατασκευής (CAM) και μηχανολογικής ολοκλήρωσης (CAE) δικής τους επινόησης.
Αυτή η εξέλιξη έχει ως αποτέλεσμα οι δημιουργοί του Rafale να ισχυρίζονται πως το μαχητικό τους -αν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμιγώς stealth κάτι που αποδίδεται σήμερα στα αμερικανικά μαχητικά F-35 και F-22 από τα οποία μόνο το πρώτο εξάγεται εκτός ΗΠΑ- έχει πολλά στοιχεία που το καθιστούν δύσκολο στον εντοπισμό όπως εξωτικά υλικά κατασκευής, ειδικό σχεδιασμό της εισαγωγής του αέρα για τους κινητήρες κ.α.
«Αυτός είναι και ο λόγος που το μαχητικό χαρακτηρίζεται και ως Γενιά 4.5+ και όχι 5ης αφού θα έπρεπε να έχει αυθεντικά stealth σχεδίαση για να γίνει αυτό», εξηγεί ο κ. Καραϊωσηφίδης. Εκεί πάντως όπου δίνεται έμφαση από την κατασκευάστρια εταιρία και χώρα όταν περιγράφεται το δημιούργημα αυτό της γαλλικής αεροπορικής τεχνολογίας, είναι «στα ηλεκτρονικά συστήματα και τα όπλα για τα οποία οι Γάλλοι είναι ιδιαίτερα υπερήφανοι», προσθέτει ο Έλληνας αεροναυπηγός.
Το “ηλεκτρονικό” μαχητικό και η “…σάρισα της ελληνικής ΠΑ”
«Οι Γάλλοι ισχυρίζονται πως η τεχνολογία θα πρέπει να είναι το ατού του μαχητικού και στα επόμενα χρόνια και έχουν αποφασίσει να το διατηρούν στην αιχμή στην εποχή του “δικτυοκεντρικού”, όπως ονομάζεται, πολέμου. Στην επίσκεψη της στην εταιρία Dassault Aviation στο Mérignac της Γαλλίας τον Ιανουάριο του 2019 η υπουργός Άμυνας της Γαλλίας Florence Parly ανακοίνωσε μια νέα φάση εξέλιξης του μαχητικού Rafale, με αρχικό κόστος 1.9 δις ευρώ.
Αυτή έχει σαν στόχο να ενσωματώσει μια νέα έκδοση( Rafale F4), στο μαχητικό αεροσκάφος με Τεχνητή Νοημοσύνη, ηλεκτρονικά αυτοπροστασίας αιχμής, νέα όπλα, αισθητήρες και ένα σύστημα για μείωση του κόστους συντήρησης » εξηγεί ο κ.Καραϊωσηφίδης. Τονίζει δε ιδιαίτερα και την ενσωμάτωση στο μαχητικό τα επόμενα χρόνια ενός πιο εξελιγμένου συστήματος προστασίας του αεροσκάφους, του απορρήτου Self-Protection Equipment to Counter Threats for Rafale Aircraft (SPECTRA), που είναι και «λόγος για τον οποίο μια ενδεχόμενη εισαγωγή σε ελληνική υπηρεσία μαχητικών του τύπου μπορεί να αποτελέσει ενισχυτή/πολλαπλασιαστή ισχύος».
Η επιχειρησιακή χρήση και οι ανάγκες της Ελλάδας
Σε ότι αφορά δε πολεμικές αεροπορίες που το έχουν επιλέξει, το γαλλικό Rafale έχει επιλεγεί από τις ΠΑ της Ινδίας, της Αιγύπτου αλλά και του Κατάρ ενώ, σύμφωνα με την επίσημη πληροφόρηση, έχει δει πολεμική δράση στη Αφγανιστάν, τη Λιβύη, το Μάλι, το Ιράκ και τη Συρία.
«Πέρα από τα χαρακτηριστικά όπως η τεχνολογία, η εμβέλεια πτήσης κ.ο.κ., ένα στοιχείο που πρέπει να τονιστεί είναι τα όπλα που εκτιμώ πως θα πρέπει να αποκτήσει η χώρα ώστε να αξιοποιηθεί το όποιο πλεονέκτημα του τύπου αυτού.
Έτσι από τη μια το συγκεκριμένο μαχητικό θα μπορεί να μεταφέρει τα περισσότερα αν όχι όλα τα όπλα, που σήμερα φέρουν σε αποστολές τα ελληνικά Mirage 2000 στις δύο εκδόσεις που διαθέτει η Ελλάδα, από την άλλη τα Rafale F3R -και μετέπειτα αναβαθμισθέντα σε F4- θα μπορούν να μεταφέρουν ταυτόχρονα δύο πυραύλους SCALP για υποστρατηγική κρούση αλλά και τους μακράς εμβέλειας Αέρος-Αέρος πυραύλους Meteor» εξηγεί ο κ.Καραϊωσηφίδης που στέκεται ιδιαίτερα στο τελευταίο οπλικό σύστημα του οποίου η απόκτηση τονίζει πως θα είναι εκ των ουκ άνευ μετά την αγορά του συγκεκριμένου μαχητικού αεροσκάφους.
«Οι τελευταίοι είναι οι καλύτεροι στην κατηγορία τους σήμερα σε υπηρεσία στον δυτικό κόσμο, με πολύ μεγάλη εμβέλεια ‘χτυπήματος’ εχθρικού μαχητικού που ξεπερνά τα 100 χιλιόμετρα. Θα είναι μια “μακριά σάρισα” της Ελλάδας στον αέρα», εξηγεί ο Έλληνας ειδικός επί των αεροπορικών συστημάτων.