Tα μέτρα που λαμβάνουν η ελληνική κυβέρνηση αλλά και γενικότερα οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης θα έχουν μεγάλο δημοσιονομικό κόστος, εμποδίζοντας την ανάκαμψη των δημοσίων οικονομικών μετά την πανδημία, αναφέρει η Fitch Ratings.
Ο αντίκτυπος στα ελλείμματα και τα επίπεδα χρέους, αν μη τι άλλο, θα αντιστοιχούν στις πολιτικές οι οποίες εφαρμόζονται και που ποικίλλουν από χώρα σε χώρα.
Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, η πλήρης διακοπή των ροών φυσικού αερίου από τη Ρωσία στη Γηραιά Ήπειρο θα προκαλέσει ύφεση στην ευρωζώνη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, με αποτέλεσμα συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 0,1% και 0,2% το 2023, αντίστοιχα.
Δεδομένου ότι τα ευρωπαϊκά κράτη δεν θα μπορέσουν να επιτύχουν μια απρόσκοπτη μετάβαση σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας και, συνεπακόλουθα, θα υποστούν ακόμα και δεκαπλάσια αύξηση στις τιμές ρεύματος στους οικιακούς λογαριασμούς, οι προβλέψεις της Fitch για τον πληθωρισμό τόσο στην Ευρωζώνη όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο ενσωματώνουν αυξήσεις 30%-35% στις τιμές λιανικής του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας – πέρα από τις αυξήσεις 50%-60% από τον Απρίλιο του 2021.
«Συντρέχουν λόγοι για να υποθέσουμε ότι το ποσοστό μετακύλισης έχει αυξηθεί στο 30% -40% από περίπου 10%, πράγμα που σημαίνει ότι η απορρόφηση των αυξήσεων χάριν των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα έχει μεγάλο δημοσιονομικό κόστος» λέει η Fitch.
Η φύση και το μέγεθος των απαντήσεων πολιτικής και η χρηματοδότησή τους θα αντικατοπτρίζουν την πορεία των τιμών χονδρικής, την εξάρτηση του ενεργειακού μείγματος κάθε χώρας από το φυσικό αέριο και την εξάρτηση από τις ρωσικές εισαγωγές, καθώς και τις επιλογές πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του πόσο περιορισμένοι αισθάνονται οι policymakers από το τρέχον χρέος.
Το πάγωμα στις τιμές λιανικής στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, θα μπορούσε να κοστίσει έως και 150 δισεκατομμύρια λίρες (6,8% του ΑΕΠ) σε διάστημα δύο ετών, αλλά και το προγραμματισμένο τρίτο πακέτο δημοσιονομικής στήριξης της Γερμανίας, ύψους 65 δισεκατομμυρίων ευρώ (1,6% του ΑΕΠ), υπογραμμίζουν τη δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης.
Στις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης, τα έσοδα το 2022 ξεπέρασαν τις προσδοκίες, απορροφώντας τις δαπάνες που σχετίζονται με την ενέργεια χωρίς σημαντικές αναθεωρήσεις των στόχων για τα έλλειμματα για το 2022.
Ωστόσο, το τρέχον «χτύπημα» στην ανάπτυξη θα αποτρέψει επανάληψη αυτής της ισχυρής απόδοσης εσόδων το 2023, ενώ η τιμαριθμική αναπροσαρμογή στους παρόχους (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) θα πιέσει τις δημόσιες δαπάνες.
Ο υψηλός πληθωρισμός έχει εξαλείψει την ικανότητα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής για να αντισταθμίσει τον αντίκτυπο στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, σε αντίθεση με την περίοδο που ξέσπασε η πανδημία Covid-19.
Η ΕΚΤ δεν θα απορροφήσει πρόσθετες εκδόσεις χρέους, επομένως θα υπάρξει δημοσιονομική επέκταση σε ένα περιβάλλον πολύ υψηλότερου οριακού κόστους χρηματοδότησης.
Αυτό θα μπορούσε να περιορίσει το εύρος και την ισχύ των απαντήσεων σε δημοσιονομικό επίπεδα, ιδιαίτερα σε χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα – αν και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα σταθμίσουν τις κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις έναντι των κινδύνων δυσμενών αντιδράσεων στην αγορά.
Χρειάζεται ευρωπαϊκή απάντηση…
Μια αξιόπιστη δημοσιονομική άγκυρα σε επίπεδο ΕΕ θα μπορούσε να περιορίσει τη δημοσιονομική χαλάρωση.
Οι δημοσιονομικοί κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) έχουν ανασταλεί για το 2023, αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει ποιοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τον περιορισμό της αύξησης των δαπανών που χρηματοδοτούνται σε εθνικό επίπεδο και πρόκειται να προτείνει αλλάγές στο ΣΣΑ τον επόμενο μήνα.
Η αποτυχία σχεδιασμού και υλοποίησης μιας αξιόπιστης πρότασης θα μπορούσε να αυξήσει τις πιέσεις στις αξιολογήσεις της Fitch, δεδομένου του υψηλού δημόσιου χρέους που διαπιστώνεται στην ελληνική οικονομία.
Μέχρι στιγμής, νέα κοινά σχήματα δανεισμού που θα αντιστάθμιζαν το δημοσιονομικό κόστος παραμένουν αμφιλεγόμενα.
Η Επιτροπή έχει προτείνει την επιβολή έκτακτου φόρου επί των ουρανοκατέβατων κερδών που αποκομίζουν οι ενεργειακές εταιρείες…
Όπως ισχυρίζεται, με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να συγκεντρώσει πάνω από 140 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν το συγκεκριμένο μέτρο θα γίνει αποδεκτό από τα κράτη μέλη αλλά και αν προστατεύει το σύνολο των καταναλωτών και των επιχειρήσεων.
Ο αντίκτυπος στα δημόσια οικονομικά θα εξαρτηθεί επίσης από τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης.
Οι μακροοικονομικές προβλέψεις του οίκου υποθέτουν ότι η παραγωγή και η κατανάλωση ενέργειας προσαρμόζονται και νέες υποδομές εισαγωγών θα τεθούν σε λειτουργία έως το 2024.
Αυτό θα επιτρέψει τη μείωση της δημοσιονομικής στήριξης.