Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Εκτός από τη μάχη που θα δοθεί για την πρωτιά στις 21 Μαΐου, οι εκλογές αυτές -που πήραν και την επίσημη βούλα με τη διάλυση της Βουλής- θα αποτελέσουν και ένα ισχυρό crash test για τον νέο δικομματισμό στη χώρα μας.
Η μελέτη των στοιχείων κατά τα τελευταία 40 χρόνια προσφέρει πολύτιμα συμπεράσματα για τις αυξομειώσεις στη δύναμη των κομμάτων αλλά και για τις κρίσιμες διαφορές που έχουν «ανεβάσει» ή «κατεβάσει» κυβερνήσεις όλο αυτό το διάστημα. Φαίνεται μάλιστα η τομή που σημειώνεται, ειδικά μετά τις εκλογές του 2009, σε αντίθεση με τον πανίσχυρο δικομματισμό των προηγούμενων δεκαετιών.
Η επικείμενη αναμέτρηση είναι λίαν πιθανόν να αποδειχθεί η πιο κρίσιμη της μεταπολιτευτικής περιόδου όχι μόνο λόγω της απλής αναλογικής αλλά και επειδή ο δικομματισμός (ή σε πιο… ευρεία προσέγγιση ο τρικομματισμός) θα δοκιμάσει εκ νέου τις αντοχές του ύστερα από τη σημαντική επαναφορά που σημείωσε προ τετραετίας.
Η συζήτηση αυτή αποκτά πρόσθετο -καθώς και πρακτικό- ενδιαφέρον, καθώς αναζωπυρώθηκε τις τελευταίες ημέρες η αντιπαράθεση και περί της συγκρότησης ή μη της λεγόμενης «κυβέρνησης των ηττημένων». Μία αντιπαράθεση η οποία, αφενός, κρύβει μπλόφες εκατέρωθεν και αφετέρου, περικλείει αλήθειες αλλά και ψέματα από την πλευρά και των δύο μονομάχων.
Ύστερα από την εντυπωσιακή κατάρρευση του μεταπολιτευτικού δικομματισμού λόγω των Μνημονίων, από τον Ιούνιο του 2012 και μετά άρχισε η σταδιακή ανάκαμψή του, έχοντας βέβαια αντικατασταθεί στο μεταξύ και ο ένας πόλος, το ΠΑΣΟΚ, από άλλον, τον ΣΥΡΙΖΑ.
Τα ποσοστά
Τα στοιχεία δείχνουν ότι, αφού στις δύο αναμετρήσεις το 2015 τα δύο μεγαλύτερα κόμματα είχαν άθροισμα γύρω στο 63-64%, τον Ιούλιο του 2019 σημειώθηκε περαιτέρω ενίσχυση, φτάνοντας στο 71,38% και προσεγγίζοντας πρώτη φορά τα επίπεδα των εκλογών του 2009.
Αν στο άθροισμα Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ προστεθεί το 8,1% του ΠΑΣΟΚ, τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας ανήλθαν σχεδόν στο 80% (79,48%). Στις εκλογές του 2019 η Ν.Δ. είχε καταγράψει τη μεγαλύτερη θετική διαφορά επίδοσης από τη μία εκλογική μάχη στην άλλη, με αύξηση 725.518 ψήφων και 11,76 ποσοστιαίων μονάδων παραπάνω σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2015.
Ενώ, λοιπόν, τώρα το βάρος πέφτει -για προφανείς επικοινωνιακούς λόγους- στο αν θα είναι η Νέα Δημοκρατία ή ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα, εξίσου -αν όχι μεγαλύτερη- σημασία έχει για τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης και η στάθμη στην οποία θα κινηθεί ο δικομματισμός. Αυτή η αβεβαιότητα είναι που τροφοδοτεί άλλες φορές το πινγκ πονγκ και άλλες το πόκερ μεταξύ των κ. Μητσοτάκη και Τσίπρα, με τον Ν. Ανδρουλάκη σε ρόλο μπαλαντέρ. Επίσης, αυτή η αγωνία είναι που πυροδοτεί την εκατέρωθεν πόλωση, προκειμένου να συσπειρωθούν τα εκλογικά στρατεύματα κατά τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες.
Αυτήν τη στιγμή, πάντως, όσο κι αν υψώνονται τα λάβαρα και ηχούν τα τύμπανα του εκλογικού πολέμου, το σκορ 2019 δείχνει άπιαστο όνειρο. Παρά τις επιδιώξεις και τις προβολές που κάνουν -για να τονώσουν κυρίως το ηθικό της πελατείας τους- οι δημοσκόποι, υπάρχουν ακόμη σημαντικές γκρίζες ζώνες στο εκλογικό σώμα, όπως οι αναποφάσιστοι και η αποχή, που σε συνδυασμό με τις φυγόκεντρες αντισυστημικές τάσεις θα καθορίσουν την τελευταία στιγμή το πού θα κάτσει η μπίλια. Με τον πήχη για καθένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα να τοποθετείται περίπου στο 30%, θα θεωρηθεί «ικανοποιητικό» ένα άθροισμα της τάξης του 60%, που πάλι όμως είναι πιο κάτω και από του 2015.
Όσο πιο χαμηλά κυμανθεί η συστημική ψήφος στις 21 Μαΐου τόσο δυσκολότερα γίνονται τα πράγματα, ειδικά για τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο -και εκμεταλλευόμενος τα συνεχή αυτογκόλ της αξιωματικής αντιπολίτευσης- ανασύρει τον μπαμπούλα της «πολιτικής τερατογένεσης».
Αυτό που κρύβει όμως από την πλευρά του ο πρωθυπουργός είναι ότι, αν έχουν «χαμηλή πτήση» τόσο η Ν.Δ. όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι αδύνατον να σχηματίσουν κυβέρνηση όχι μόνο ο δεύτερος με τον τρίτον ή ακόμη και με κάποιον άλλο, αλλά ακόμη και ο πρώτος με τον τρίτο. Δεν θα «βγαίνουν τα κουκιά». Στην περίπτωση αυτή γίνεται πιο πιθανό να ενεργοποιηθούν οι διεργασίες για μια… μεγάλη «τερατογένεση», που θα παραπέμπει στους λεγόμενους «μεγάλους συνασπισμούς», όπως συμβαίνει συχνά άλλωστε και στο εξωτερικό.
Για προφανείς λόγους, βέβαια, τώρα όλοι ξορκίζουν κάτι τέτοιο, αλλά αν το crash test του δικομματισμού αποτύχει σε τέσσερις εβδομάδες, η προσφυγή σε επαναληπτικές εκλογές για επίτευξη αυτοδυναμίας ύστερα από άλλες τέσσερις θα δείχνει καθαρά πια κενό γράμμα.
Κινδυνολογία
Παράλληλα ο κ. Μητσοτάκης με τα περί «κυβέρνησης των ηττημένων» παίζει και μια μπλόφα. Επισείοντας την απειλή για «επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ» και τα σχετικά, πιστεύει ότι θα κινητοποιήσει και θα τρομάξει τους «χαλαρούς» ψηφοφόρους του, ώστε να πάνε να ψηφίσουν και να του δώσουν όχι την πιθανολογούμενη μικρή -και πύρρειο- διαφορά, αλλά την «καθαρή» που θέλει για να μπορεί να κάνει το επόμενο βήμα προς την αυτοδυναμία.
Αυτό περικλείει, ωστόσο, και τον κίνδυνο να εξαντλήσει τις εφεδρείες του από τον πρώτο γύρο, όπως επίσης και να τρωθεί, μέσω της διαρκούς ανατροφοδότησης αυτής της κινδυνολογίας, η αυτοπεποίθηση της «γαλάζιας» νίκης. Και το αφήγημα περί κυβέρνησης των ηττημένων να πάρει τη μορφή σε αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Τσίπρας είναι περίπου αναγκασμένος να επιμένει κι εκείνος στην πρωτιά, έστω και αν έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο από μόνο του αντιστρατεύεται τη φιλοσοφία της απλής αναλογικής. Αυτό όμως είναι το θεωρητικό ζήτημα. Στην πράξη το κάνει διότι διαφορετικά θα παρασυρθεί στην παγίδα που θέλει να τον ρίξει ο κ. Μητσοτάκης, για να παραδεχτεί εμμέσως από τώρα ότι θα είναι δεύτερο κόμμα.
Μπορεί, μάλιστα, οι δηλώσεις του Γ. Δραγασάκη και του Ευκλ. Τσακαλώτου αυτές τις ημέρες, όπως και παλαιότερα του Π. Σκουρλέτη, για «όλα τα ενδεχόμενα», να έδωσαν πάλι την εικόνα Βαβέλ για την αξιωματική αντιπολίτευση καθώς και ροκανίσματος του αρχηγού της, αλλά το πρακτικό ζήτημα δεν παύει να υπάρχει.
Με τα υπάρχοντα δεδομένα, όσο κι αν ακούγεται παράταιρο -ακόμη και με τον δικομματισμό ή και τον τριτοκομματισμό κοντά σε ιστορικά χαμηλά-, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποκλείεται να καταγάγει… πολιτική νίκη, έστω κι αν έρθει στην κάλπη δεύτερος.
Αρκεί να είναι μικρή -και αναστρέψιμη- η διαφορά από την προπορευόμενη Ν.Δ. Και τότε όντως, παρά όσα λέγονται και θα λεχθούν κατά την προεκλογική περίοδο, τα διλήμματα θα τεθούν επί τάπητος…