Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης –μετά την εντυπωσιακή αποδυνάμωσή του στο εσωτερικό– βρίσκεται ενώπιον και μιάς σημαντικής αποφάσεως για την διπλωματική και αμυντική θέση της χώρας στο εξωτερικό, η οποία θα έχει επιπτώσεις και στην εθνική οικονομία.
Tου Αλέξανδρου Τάρκα
Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει ως την σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσινγκτον, στις 9 Ιουλίου, να έχει αποφασίσει αν συναινεί ή διαφωνεί με την, προ τριμήνου, πρόταση του γενικού γραμματέα Γ. Στόλτενμπεργκ για την ενίσχυση της Ουκρανίας με €100 δισ. την περίοδο 2025-2030.
Αν η πρωτοβουλία Στόλτενμπεργκ εγκριθεί, οι ελληνικές καταβολές, μέσω του κοινού προϋπολογισμού της Συμμαχίας, θα είναι πάνω από €200.000.000 ετησίως ή –συνολικά– €1 δισ. την πενταετία.
Ωστόσο, ο (απερχόμενος) γ.γ. του ΝΑΤΟ έχει ήδη αναθεωρήσει την αρχική του πρόταση, ζητώντας πλέον το διπλασιασμό της λεγόμενης «οικονομικής δέσμευσης» προς την Ουκρανία, στο ποσό των 200 δισ. ως το 2030, με αποτέλεσμα οι Σύμμαχοι να έχουν διχαστεί. Ειδικά για την Ελλάδα, η αναθεωρημένη πρόταση Στόλτενμπεργκ μπορεί να μη σημαίνει μόνο διπλασιασμό των ετήσιων καταβολών από €200.000.000 σε €400.000.000, αλλά ποσό ακόμα και μεγαλύτερο των €500.000.000. Η μεγάλη αυτή διαφορά ίσως προκύψει, αν γίνει δεκτή η πρόταση ορισμένων μελών του ΝΑΤΟ για υπολογισμό της ετήσιας βοήθειας σε ποσοστό 0,25% του ΑΕΠ κάθε χώρας και όχι με βάση το «κλειδωμένο» ποσοστό εθνικών συνεισφορών στον κοινό προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ.
Με δεδομένες τις διαφωνίες μεταξύ ΗΠΑ – Ευρώπης, αλλά και ενδοευρωπαικά, η Ουάσιγκτων έχει ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση ότι δεν υπάρχει πολυτέλεια χρόνου. Ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Μπλίνκεν ζητούν οι αποφάσεις για την ενίσχυση της Ουκρανίας να ληφθούν έστω επί της αρχής, ακόμα και πριν από την σύνοδο της 9ης Ιουλίου. Σκεπτικό της επιταχύνσεως είναι αφ’ ενός να μην διαταραχθεί το πανηγυρικό κλίμα του εορτασμού της 75ης επετείου ιδρύσεως του ΝΑΤΟ και αφ’ ετέρου να μη δοθούν αφορμές στην Μόσχα και το Πεκίνο για την επικοινωνιακή εκμετάλλευση ενδεχόμενων διαφωνιών ή εκκρεμοτήτων.
Κεντρική ιδέα του αμερικανικού μηνύματος προς την Αθήνα είναι ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει μεγάλη ανησυχία για τον υπολογισμό της ετήσιας εθνικής συνεισφοράς βάσει του 0,25% του ΑΕΠ, επειδή θα ληφθούν υπ’ όψιν και άλλα στοιχεία προς ελάφρυνση των συμμάχων. Ως κριτήρια, αναφέρονται το συνολικό ύψος των εθνικών αμυντικών δαπανών, η αφαίρεση της αξίας της απ’ ευθείας στρατιωτικής βοήθειας της Αθήνας προς το Κίεβο, καθώς και της αξίας της πάσης φύσεως συνδρομής μέσω της Ευρωπαικής Ένωσης. Οι αμερικανικές διαβεβαιώσεις για την αφαίρεση αυτών των ποσών προσφέρουν, σε κάποιο βαθμό, ταμειακή διευκόλυνση ή ευκαιρίες βραχυπρόθεσμης μετακλήσεως πληρωμών, αλλά ασφαλώς δεν λύνουν το μείζον πρόβλημα της ξαφνικής επιβαρύνσεως της ελληνικής οικονομίας με €500.000.000 ετησίως ή €2,5 δισ. ως το 2030. Στον αντίποδα των συστάσεων Μπάιντεν-Μπλίνκεν, ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμ. Μακρόν συντηρεί την «δημιουργική ασάφεια».
Στις ενημερώσεις του Παρισιού προς την ελληνική πλευρά επιβεβαιώνεται η βούληση αναλήψεως μεγαλυτέρων δεσμεύσεων έναντι της Ουκρανίας, αλλά τονίζεται ότι τα επί μέρους θέματα, όπως οι οροφές της βοηθείας και οι μέθοδοι υπολογισμού της, είναι περισσότερο ευθύνη των ευρωπαικών κρατών και λιγώτερο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο κ. Μακρόν φέρεται να θέτει ως απαράβατο όρο, για να υπογράψει τις –υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ–προτάσεις Στόλτενμπεργκ, τον συνυπολογισμό-συμψηφισμό της διμερούς και πολυμερούς (μέσω ΕΕ) βοήθειας προς την Ουκρανία. Ταυτόχρονα, το Παρίσι διαμηνύει ότι δεν θα δώσει λευκή επιταγή στα συμμαχικά όργανα, επειδή κρίνει πως τείνουν να στηρίξουν τα συμφέροντα των αμυντικών βιομηχανιών των ΗΠΑ με ορολογίες, όπως η «διατλαντική αμυντική βιομηχανική βάση», οι οποίες θα μειώσουν την ανεξαρτησία των ευρωπαικών εταιρειών του κλάδου.
Σημείωσις «Εστίας»: Ο συγγραφεύς του άρθρου αναλύει επαρκώς (ίσως και παραπάνω από επαρκώς) το ζήτημα των χρημάτων που θα υποχρεωθεί να εκταμιεύσει η Ελλάς προκειμένου να στηρίξει τον αδιέξοδο πόλεμο στην Ουκρανία. Και τούτο μας έφερε στο μυαλό την πρόσφατη αναφορά του Πρωθυπουργού στο «λεφτόδεντρο» που «ξεράθηκε» και ως εκ τούτου δεν επιτρέπει φορολογικές και άλλες μειώσεις που θα βοηθήσουν την καθημερινότητα των Ελλήνων. Αφού λοιπόν δεν υπάρχει πλέον «λεφτόδεντρο», από που άραγε περιμένει ο κ. Μητσοτάκης να εύρη τα δύο δισ. ευρώ που θα κληθεί να εκταμιεύσει από τα κρατικά ταμεία, προκειμένου να στηρίξει την περιπέτεια στην οποία έχει παρασύρει την Ευρώπη ο ανεκδιήγητος Βολόντυμυρ Ζελένσκυ;
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιρειών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για την ΝΑ Ευρώπη