Του Μιχάλη Ψύλου
Αν και ο πληθωρισμός ενισχύθηκε ξανά τον Μάιο και παραμένει πεισματάρης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ξεκινά από σήμερα να μειώνει τα βασικά επιτόκια. Για πρώτη φορά σε περίπου οκτώ χρόνια .
Η ΕΚΤ κάνει μάλιστα αυτό το βήμα την ίδια ημέρα που ξεκινά η μάχη των ευρωεκλογών από την Ολλανδία και θα συνεχιστεί στις υπόλοιπες 26 χώρες μέλη μέχρι την Κυριακή. Μια μάχη ,που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την πλειοψηφία που θα εκφράσει η νέα Κομισιόν, λόγω της ανόδου της άκρας δεξιάς.
Σε κάθε περίπτωση όμως η ΕΚΤ προχωρά σε ένα ιστορικό βήμα, αφού χαλαρώνει για πρώτη φορά την αυστηρή νομισματική της πολιτική στον αγώνα κατά του υψηλού πληθωρισμού.
Παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκε ξανά από 2,4 σε 2,6% τον Μάιο
Σε πολλές χώρες της ΕΕ, επίσης, ο ρυθμός πληθωρισμού απέχει πολύ από τον στόχο που έχει θέσει η ΕΚΤ 2%.
Το Βέλγιο κρατά τα «σκήπτρα» στη ζώνη του ευρώ με πληθωρισμό 4,9%, ακολουθεί η Κροατία με πάνω από το 4%, η Πορτογαλία στο 3,9% και η Ισπανία στο 3,8%.
Οι τιμές των τροφίμων συνεχίζουν επίσης να αυξάνονται και τίποτα δεν έχει αλλάξει στις υπηρεσίες, που παραμένουν περίπου στο 4% για μήνες.
Επιφανείς οικονομολόγοι, όπως ο Χόλγκερ Σμίντινγκ της Berenberg Bank, υποστηρίζει εδώ και μήνες ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης να καταπολεμήσει επιτυχώς τον πληθωρισμό με χαμηλότερο βασικό επιτόκιο.
Αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι: Τι θα συμβεί στη συνέχεια; Θα συνεχιστεί η μείωση; Τα «γεράκια» λένε ότι μια μείωση των επιτοκίων τώρα δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει μια σειρά από μειώσεις τους επόμενους μήνες. Προειδοποιούν ότι η νομισματική πολιτική θα μπορούσε να γίνει αρκετά «ανώμαλη» τους επόμενους μήνες.
Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε βέβαια πόσο γρήγορα το τραπεζικό σύστημα θα καταστήσει λιγότερο περιοριστικούς τους πιστωτικούς όρους δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Το μεγάλο θέμα όμως είναι πως δεν αρκεί μια λιγότερο περιοριστική νομισματική πολιτική για να λυθούν τα προβλήματα στην Ευρωζώνη.
Η νομισματική πολιτική μπορεί να βοηθήσει, αλλά αν συγκρίνουμε τις οικονομικές επιδόσεις της ΕΕ με αυτές των Ηνωμένων Πολιτειών βλέπουμε ότι από το 2020 έως το 2024, το ΑΕΠ στην εδώ όχθη του Ατλαντικού το ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά 3,8%, ενώ στην απέναντι κατά 9,4%. Δεδομένου ότι οι νομισματικές πολιτικές ήταν περιοριστικές και στις δύο ακτές, είναι προφανές ότι η πραγματική εξήγηση για αυτή τη μεγάλη διαφορά στην ανάπτυξη ΗΠΑ-ΕΕ αφορά τη δημοσιονομική πολιτική: Στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι εξαιρετικά επεκτατική, ενώ στην ΕΕ είναι πολύ περιοριστική, έστω και σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.
Οι νέοι κανόνες στο «δημοσιονομικό κατασκεύσμα» που ακούει στο όνομα «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης « παραμένουν αυστηροί και δεν θα βοηθήσουν την ανάπτυξη στην ΕΕ.
Η Ευρώπη χρειάζεται επειγόντως τεράστιες επενδύσεις και η επιστροφή της λιτότητας, το αποτρέπει. Πώς μπορεί να αυξηθεί η παραγωγικότητα υπό αυτές τις συνθήκες;
Και οι νέοι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, μπορεί να είναι κάπως πιο ευέλικτοι , αλλά θα αναγκάσουν τα περισσότερα κράτη μέλη να μειώσουν το χρέος γρήγορα και με έναν οικονομικά και κοινωνικά μη βιώσιμο τρόπο.
Το Ινστιτούτο Jacques Delors αναφέρει επίσης ότι «για πολλά κράτη θα είναι δύσκολο να επιτύχουν την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και ταυτόχρονα να κάνουν τις απαραίτητες επενδύσεις».
Ο φόβος είναι ότι μια επιστροφή στη λιτότητα, έστω και πιο «ευέλικτη», κινδυνεύει να ευνοήσει τους ακροδεξιούς εθνο-λαϊκιστές στις ευρωεκλογές.
Και το μήνυμα που πρέπει να στείλουν οι Ευρωπαίοι πολίτες στις Βρυξέλλες ως την Κυριακή πρέπει να είναι ένα: Σταματήστε τη λιτότητα.