Στα 830 ευρώ (μεικτά) / μήνα διαμορφώνεται από την 1η Απριλίου ο κατώτατος μισθός, σύμφωνα με τα όσα ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός κατά την εισήγησή του στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί ότι η απόφαση για την τέταρτη διαδοχική αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία συμπαρασύρει και 18 άλλα επιδόματα, ανακουφίζει τους εργαζόμενους (κάτι που λόγω ακρίβειας σε καμία περίπτωση δεν ισχύει) και, ταυτόχρονα δεν θίγει τις αντοχές της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, ούτε προκαλεί νέες πληθωριστικές πιέσεις, επιβεβαιώνοντας, όπως είπε, τη συνετή πολιτική της κυβέρνησης.
Ο Μητσοτάκης ανέφερε ότι ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί κατά 27% από το 2019 ως και σήμερα και ενέταξε τη νέα αύξησή του στα μόνιμα μέτρα που η κυβέρνηση λαμβάνει για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, υπενθυμίζοντας ότι οι αυξήσεις αυτές θα ισχύουν και μετά το πέρασμα της εισαγόμενης ακρίβειας και οδηγούν στην επίτευξη του στόχου για κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ και μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ στο τέλος της τετραετίας.
Επιπλέον, τόνισε ότι η κυβέρνηση συνεχίζει να δίνει τη μάχη της καθημερινότητας, υψώνοντας τείχη κατά της ακρίβειας και στηρίζοντας τους πιο αδύναμους και εκτίμησε ότι η πολιτική της κυβέρνησης κινείται στη σωστή κατεύθυνση, καθώς αυξάνονται οι μισθοί, η ανεργία μειώνεται, οι επιχειρήσεις αναπτύσσονται και αυξάνεται η παραγωγή πλούτου στη χώρα.
Κατά τα λοιπά, αναφερόμενος στην πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης που υπέβαλε η αντιπολίτευση, ο πρωθυπουργός είπε ότι κατά την τριήμερη συζήτηση στη Βουλή δόθηκαν πολλές απαντήσει και διαχωρίστηκε η πραγματικότητα, σχετικά με την τραγωδία των Τεμπών, από τις διαστρεβλώσεις, κατηγορώντας την αντιπολίτευση για υποκρισία και για μεθόδευση κοινού «χτυπήματος» κατά της κυβέρνησης.
Ο Κ. Μητσοτάκης επανέλαβε ότι «δεν συγκυβερνώ με συμφέροντα» και υποστήριξε ότι η αντιπολίτευση επέδειξε κυνισμό, στο πλαίσιο του διαγκωνισμού του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας, μάλιστα, ότι αγκαλιάστηκε με εξωθεσμικά κέντρα και ότι αμφισβήτησε το κεκτημένο της αντιπολίτευσης του αδιάβλητου των εκλογικών αναμετρήσεων.
Τέλος εκτίμησε ότι η όλη διαδικασία ανέδειξε και την διπλή πολιτική βαρύτητα των ευρωεκλογών, δηλαδή, από τη μία πλευρά την εκπροσώπηση της χώρας στην ευρωβουλή σε μια περίοδο με πολλά ανοιχτά ζητήματα, και από την άλλη τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας και συνέχειας στη χώρα.