Μόνο το τελευταίο δίμηνο, αναρτήθηκαν προς πώληση 211 καταλύματα. Η πλειονότητα των προς πώληση μονάδων εντοπίζεται στην Αττική, ενώ σημαντικός αριθμός ξενοδοχείων πωλείται και στα νησιά του Ιονίου.
«Πωλητήριο» έχουν βάλει διαδικτυακά περισσότερα από 1.500 ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα σε ολόκληρη την Ελλάδα, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό το ισχυρό πλήγμα που έχει δεχθεί ο τουρισμός, εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, αναρτημένες σε ιστοσελίδες βρίσκονται 1.513 αγγελίες που αφορούν στην πλειονότητά τους την πώληση μεσαίου και μικρού μεγέθους ξενοδοχειακών μονάδων, με τις ζητούμενες τιμές πώλησης να φτάνουν ακόμη και τα 20 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, το δίμηνο Μαΐου-Ιουνίου αναρτήθηκαν προς πώληση σε ιστοσελίδες για αγγελίες ακινήτων 211 καταλύματα, εκ των οποίων τα 50 «ανέβηκαν» τις τελευταίες 10 ημέρες.
Η συντριπτική πλειονότητα των προς πώληση ξενοδοχείων εντοπίζεται στην Αττική. Συγκεκριμένα, 360 ξενοδοχεία βρίσκονται στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών, ενώ στον υπόλοιπο νομό Αττικής συγκεντρώνονται 210 καταλύματα. Μεγάλο ποσοστό των προς πώληση ξενοδοχείων βρίσκεται στα Ιόνια νησιά, τα οποία μέχρι στιγμής καταγράφουν πολύ μικρή πληρότητα, εξαιτίας των ταξιδιωτικών περιορισμών που βρίσκονται σε ισχύ στη Βρετανία, την κύρια δεξαμενή τουριστών των Επτανήσων.
Ο αριθμός των ξενοδοχείων που πωλούνται στα νησιά του Ιονίου ανέρχεται σε 141, με τη Ζάκυνθο να μετρά αρκετά καταλύματα, ενώ 109 και 108 μονάδες πωλούνται σε Κρήτη και Θεσσαλία αντίστοιχα. Στη Χαλκιδική διατίθενται προς πώληση 58 ξενοδοχεία, στον νομό Αχαΐας 34, ενώ στη Θεσσαλονίκη προς πώληση βρίσκονται 17 μονάδες. Μονοψήφιος είναι ο αριθμός των καταλυμάτων που πωλούνται σε Ρόδο (7) και Κέρκυρα (8), ενώ αντοχές επιδεικνύουν δύο εκ των δημοφιλέστερων προορισμών της χώρας, η Μύκονος και η Σαντορίνη, όπου διατίθενται προς πώληση μέσω διαδικτύου 9 και 8 ξενοδοχεία αντίστοιχα. Μεταξύ των αγγελιών, πάντως, ξεχωρίζει ένα υπό κατασκευή πεντάστερο ξενοδοχείο στον Ορνό της Μυκόνου, το οποίο πωλείται έναντι τιμήματος 20 εκατ. ευρώ. Σε όλη την υπόλοιπη επικράτεια έχει αναρτηθεί πωλητήριο σε 432 καταλύματα, ένας μικρός αριθμός των οποίων είναι ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Σημαντικός είναι, την ίδια στιγμή, ο αριθμός των προς πώληση καταλυμάτων που βρίσκονται και σε δημοφιλείς χειμερινούς προορισμούς της χώρας. Μόνο στα Καλάβρυτα, στο Καρπενήσι, στην Αράχωβα, στο Πήλιο, στο Λεβίδι και στην Πέλλα, πωλούνται 32 ξενοδοχεία. Είναι ενδεικτικό, άλλωστε, ότι τα ξενοδοχεία ορεινού όγκου κατέγραψαν το 2020 μείωση τζίρου σε ποσοστό 72% σε σχέση με το 2019, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων. Συγκεκριμένα, ο τζίρος τους από 57,8 εκατ. ευρώ το 2019 διαμορφώθηκε το 2020 σε μόλις 15,99 εκατ. ευρώ, ενώ μετά το πρώτο lockdown στις αρχές του 2020, μόνο το 42% των ξενοδοχείων ορεινού όγκου επαναλειτούργησε.
Βέβαια, όπως αναφέρουν παράγοντες του real estate, «τα 1.513 προς πώληση ξενοδοχεία αποτυπώνουν μια τάση που μεταφράζεται στην πραγματικότητα σε μεγαλύτερα νούμερα, με δεδομένο ότι ένας μεγάλος αριθμός ξενοδοχειακών μονάδων που διατίθενται προς πώληση δεν αναρτάται σε ιστοσελίδες με αγγελίες». Αλλωστε, αρκετά είναι και τα ξενοδοχεία ανά την Ελλάδα που βρίσκονται και “ανεπίσημα” σε διαδικασία αναζήτησης επενδυτή. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα δύο μεγάλων ξενοδοχείων στην Κρήτη, τεσσάρων και πέντε αστέρων, που βρίσκονται υπό την ίδια ιδιοκτησία και πωλούνται έναντι 80 εκατ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι στο μητρώο του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΞΕΕ) βρίσκονται εγγεγραμμένα 10.085 ξενοδοχεία, ωστόσο, ενδέχεται αρκετά από τα 1.513 καταλύματα που έχουν αναρτήσει «πωλητήριο» διαδικτυακά να μην είναι μέλη του ΞΕΕ.
Ξένα funds οι αγοραστές μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων
Τα νέα funds που έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας στοχεύουν στην κτηματαγορά τόσο μέσω αγορών ακινήτων από ιδιώτες αλλά και μέσω απόκτησης ακινήτων και ξενοδοχειακών μονάδων μέσω «ροζ» δανείων. Δηλαδή, επιχειρήσεις του τουριστικού κλάδου – ξενοδοχειακές μονάδες που δεν μπορούν να ανταπεξέρθουν στις δανειακές τους υποχρεώσεις και βρίσκονται στο όριο πλέον να γίνουν «κόκκινες».
Τα funds διαπραγματεύονται είτε την εξαγορά του δανείου και των υποθηκών μέσω «haircut» των απαιτήσεων μεταφέροντας πλέον την οφειλή – απαιτήσεις στο δικό τους χαρτοφυλάκιο, όπου ο δανειολήπτης πλέον θα είναι υπόχρεος σ΄ αυτούς για την καταβολή των μηνιαίων δόσεων, είτε μέσω επαναχρηματοδότησης των εταιρειών με εγγύηση τις μετοχές και τα περιουσιακά τους στοιχεία ή/και μέσω συνδυασμού, εξαγορά δανείου μέσω «haircut» των απαιτήσεων και ταυτόχρονη επαναχρηματοδότηση.
Ο πρόεδρος του E-RealEstates εξηγεί ότι «την επιλογή της επαναχρηματοδότησης ή/και την εξαγορά του δανείου σε fund επιλέγουν πλέον αρκετοί ξενοδόχοι μεγάλων μονάδων σε top τουριστικούς προορισμούς λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν λόγω της πανδημίας για δεύτερο συνεχόμενο καλοκαίρι, με τους οίκους αξιολόγησης να αναφέρουν ότι οι κρατήσεις θα φθάσουν στα επίπεδα του 2019 το 2023-2024».
Ο λόγος που επιλέγουν «ροζ» δάνεια είναι ότι έχουν τη δυνατότητα να εξετάσουν το συγκεκριμένο δάνειο με τις εξασφαλίσεις που το διέπουν, καθώς και την μελλοντική ανάπτυξης της επιχείρησης ή/και την μελλοντική αύξηση των αξίων των asset που διαθέτει. Σε αντίθεση με τα NPLs (οι τράπεζες κατανέμουν ένα δάνειο ως επισφαλές όταν ο δανειολήπτης του δεν έχει εκπληρώσει τις δανειακές του υποχρεώσεις για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών), η πληροφόρηση που λαμβάνουν από τις τράπεζες για την ποιότητα των δανείων είναι ανεπαρκής. Παράλληλα, δεν στοχεύουν στα κόκκινα δάνεια – NPLs διότι μέσω των NPLs αποκτά κανείς την απαίτηση και όχι τα asset της εκάστοτε επιχείρησης – υποθήκης, η χρήση των assets «θεωρητικά» παραμένουν στον δανειολήπτη, και για την απόκτησή τους θα πρέπει να προβούν σε πλειστηριασμό που αποτελεί μια χρονοβόρα διαδικασία.
«Γνωρίζουν ότι πολλά funds που έχουν τοποθετηθεί σε «κόκκινα» δάνεια – NPLs δεν έχουν ολοκληρώσει ακόμη τις απαιτούμενες διαδικασίες με τα τραπεζικά ιδρύματα για να επέλθουν στα χαρτοφυλάκιά τους. Ένας βασικός επίσης παράγοντας που επιλέγουν τα «ροζ» δάνεια, είναι ότι γνωρίζουν ότι το μεγαλύτερο μέρος των «κόκκινων» δανείων του παρελθόντος, αφορούν επιχειρήσεις – στεγαστικά δάνεια που «έσκασαν» εν μέσω μνημονιακών χρόνων, επιχειρήσεις ή/και στεγαστικά δάνεια ακινήτων που σε μεγάλο ποσοστό ήταν υπερκοστολογημένα και παράλληλα υπερδανειοδοτημένα», τονίζει ο κ. Μπάκας και καταλήγει: «Τη δεδομένη χρονική στιγμή, οι επιχειρήσεις ή/και τα ιδιωτικά δάνεια με εξασφαλίσεις που είναι «ροζ», είναι λόγω των ειδικών συνθηκών που έχει επιφέρει η πανδημία του κορωνοϊού. Σε αντίθεση με το παρελθόν τα νέα funds που εγκαθίστανται στη χώρα μας, στοχεύουν πλέον σε επιχειρήσεις ή/και ιδιωτικά δάνεια που τα asset τους ή/και το επιχειρείν τους διαθέτουν, είτε επιχειρηματικό μέλλον, είτε τα asset τους έχουν επενδυτική αξία».
Πίνακες με τις περιοχές που μπαίνουν πωλητήρια σε ξενοδοχεία
Με πληροφορίες από euro2day, iefimerida, crashonline