Με αφορμή το νομοσχέδιο για τον γάμο και την τεκνοθεσία ομόφυλων ζευγαριών, η συζήτηση σε κύκλους νομικών και άλλων επιστημόνων, καθώς και η αρθρογραφία από καθηγητές του Οικογενειακού Δικαίου, αποκαλύπτουν ενδιαφέρουσες πλευρές και ενισχύουν τους προβληματισμούς γύρω από τη συγκεκριμένη ρύθμιση. Ενα από τα ζητήματα που ξεκαθαρίζεται είναι ότι ο πολιτικός γάμος θεσπίζεται για να δοθεί η δυνατότητα στα ομόφυλα ζευγάρια να αποκτήσουν παιδιά. Οπως σημειώνουν νομικοί, «εάν (ο γάμος) αποσυνδεθεί από το ζήτημα των παιδιών, οι ίδιες οι σχέσεις του ζευγαριού καλύπτονται πλήρως από το σύμφωνο συμβίωσης (…) Από τη σκοπιά, επομένως, μόνο των σχέσεων των ζευγαριών ομοφυλόφιλων, το αίτημα για θέσπιση γάμου φαίνεται να έχει κυρίως συμβολική και ιδεολογική λειτουργία».
Αρα, ουσιαστικά υποστηρίζεται ότι παρ’ όλα τα επιχειρήματα της κυβέρνησης και των άλλων υποστηρικτών του νομοσχεδίου, δεν ευσταθεί η άποψη ότι το ν/σ έρχεται να ρυθμίσει απλώς σχέσεις συμβίωσης δύο ομόφυλων ατόμων, αλλά ουσιαστικά την απόκτηση παιδιών.
Θυμίζουμε ότι το άρθρο 10 του νομοσχεδίου νομιμοποιεί την τεκνοθεσία στο εξωτερικό για όλα τα ομόφυλα ζευγάρια (με παρένθετη μητέρα για ομόφυλα ζευγάρια ανδρών), ενώ είναι βέβαιο ότι ο δρόμος θα ανοίξει διάπλατα και στη χώρα μας μετά την πρώτη δικαστική απόφαση που θα διαπιστώνει «αρνητικές διακρίσεις» ανάμεσα σε ομόφυλα και ετερόφυλα ζευγάρια. Με το νομοσχέδιο, δηλαδή, γίνεται ένα μεγάλο βήμα στην παραπέρα εμπορευματοποίηση της τεκνοθεσίας και της τεκνοποιίας σε βάρος των πραγματικών δικαιωμάτων και συμφερόντων της γυναίκας και του παιδιού.
Κεντρική θέση στην αντιπαράθεση με αφορμή το νομοσχέδιο έχει η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Οπως σημειώνουν νομικοί, στην περίπτωση των μοναχικών άγαμων γυναικών η δυνατότητα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής «προϋποθέτει να συντρέχει η βασική προϋπόθεση του νόμου, ότι δηλαδή η γυναίκα εμφανίζει μία φυσική αδυναμία ως προς την αναπαραγωγική λειτουργία της, που θα προκύπτει από ιατρική γνωμάτευση». Στη βιβλιογραφία καταγράφεται η περίπτωση μοναχικών άγαμων ανδρών που προσπάθησαν να αποκτήσουν παιδί με παρένθετη μητέρα, αλλά το δικαστήριο απέρριψε το αίτημά τους, με το σκεπτικό ότι «η παρένθετη μητέρα αναπληρώνει την αδυναμία της γυναίκας να κυοφορήσει, αλλά ο άνδρας από τη φύση του δεν μπορεί να κυοφορήσει, οπότε δεν συντρέχει στο πρόσωπό του η ίδια φυσική αδυναμία, ώστε να εφαρμοστεί αναλογικά η διάταξη για λόγους ίσης μεταχείρισης».
«Από τις σεξουαλικές συνευρέσεις όμως ομόφυλων ζευγαριών δεν είναι δυνατό από τη φύση να προκύψει κυοφορία, ώστε να διαγνωστεί ενδεχόμενη φυσική αδυναμία», σημειώνεται στην αρθρογραφία. Από εκεί προκύπτει το συμπέρασμα ότι «θα πρέπει να απαλειφθεί η βασική αυτή προϋπόθεση από τον Αστικό Κώδικα και η προσφυγή σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής από αναγκαιότητα να γίνει επιλογή. Μία τέτοια νομοθετική μεταβολή συνιστά πολύ σοβαρή αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος ως προς τη χρήση της τεχνολογίας για την απόκτηση παιδιών».
Σε ό,τι αφορά το επιχείρημα ότι σε ένα ομόφυλο ζευγάρι ο σύντροφος του φυσικού ή θετού γονιού είναι «αόρατος» για το κράτος, επειδή δεν εγκαθιδρύεται γονική σχέση με το παιδί, με τον κίνδυνο, αν αποβιώσει ο γονέας, το παιδί να καταλήξει σε κάποιον μακρινό συγγενή ή σε ίδρυμα, νομικοί σημειώνουν ότι η απουσία γονεϊκής σχέσης στο πλαίσιο της συμβίωσης δύο ομόφυλων ατόμων «δεν αποτελεί μοναδική περίπτωση στο Οικογενειακό μας Δίκαιο», αφού ισχύει και στις σχέσεις μεταξύ ετερόφυλων.
Για παράδειγμα, αν ένας πατέρας διαζευγμένος έχει την επιμέλεια του παιδιού του και μία μητέρα διαζευγμένη έχει επίσης την επιμέλεια του παιδιού της και οι δύο γονείς τελέσουν γάμο, το παιδί του καθενός δεν θα έχει κανένα νομικό δεσμό με τον άλλο σύζυγο, ούτε τα δύο παιδιά θα έχουν νομικό δεσμό μεταξύ τους. Για τέτοιες περιπτώσεις δεν έχει τεθεί ζήτημα θέσπισης γονεϊκής σχέσης. Αναφέρεται επίσης ότι «η γονεϊκή σχέση στο Οικογενειακό μας Δίκαιο συνδέεται με τη συγγένεια, βιολογική ή κοινωνικοσυναισθηματική (υιοθεσία, απόκτηση παιδιού με παρένθετη μητέρα). Δεν προβλέπεται άλλου είδους αναγνώριση γονεϊκής σχέσης, εκτός αν ανατραπεί ριζικά όλο το Δίκαιο της συγγένειας».
Για το τι θα συμβεί αν αποβιώσει ο γονέας, υπάρχουν σύμφωνα με νομικούς «λύσεις και κατά το ισχύον Δίκαιο, μέσω του θεσμού της επιτροπείας ανηλίκου, ο οποίος επιλέγεται με κριτήριο το συμφέρον του παιδιού, αλλά προβλέπεται ένα προβάδισμα των συγγενών». Στην περίπτωση των ομόφυλων ζευγαριών, είτε οι συγγενείς θα έχουν αποδοκιμάσει τη σχέση και θα έχουν αρνηθεί να καλλιεργήσουν οποιαδήποτε σχέση με το ζευγάρι, οπότε και με το παιδί, είτε θα έχουν αποδεχθεί τη σχέση και θα έχουν καλλιεργήσει σχέσεις με το ζευγάρι, άρα και με το παιδί. Στην πρώτη περίπτωση το καταλληλότερο πρόσωπο για να οριστεί επίτροπος με βάση το συμφέρον του παιδιού θα είναι ο επιζών σύντροφος, ενώ στη δεύτερη θα είναι αναμενόμενο οι συγγενείς να μην επιδιώξουν να γίνουν επίτροποι, αλλά να συνηγορήσουν για να οριστεί επίτροπος ο σύντροφος του συγγενούς τους, που μεγάλωνε μαζί του το παιδί…
Τέλος, διατυπώνεται ο προβληματισμός ότι «η ιδιαιτερότητα στα παιδιά των ζευγαριών ομοφυλόφιλων είναι πως εκτός του ότι στερούνται το γονεϊκό πρότυπο του ενός φύλου, βιώνουν διπλά το γονεϊκό πρότυπο του άλλου φύλου. Η διερεύνηση για το πώς η ιδιαίτερη αυτή κατάσταση επιδρά στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης και της προσωπικότητας των παιδιών αυτών απαιτεί τη διενέργεια ερευνών σε μεγάλα δείγματα και πολλές διαφορετικές κοινωνίες, με παρακολούθηση της εξέλιξης των παιδιών έως ότου διαμορφώσουν τις δικές τους συντροφικές και οικογενειακές σχέσεις. Τέτοιου είδους έγκυρες έρευνες και αξιόπιστες αναλύσεις των ευρημάτων τους δεν φαίνεται να έχουν ακόμα διενεργηθεί (…)».
Ταυτόχρονα εκφράζονται αμφιβολίες για την αντικειμενικότητα μιας σειράς ερευνών που επικαλούνται η κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα και «έχουν διενεργηθεί σε άλλες χώρες», που εξωραΐζουν τις οικογένειες ομόφυλων ζευγαριών, σημειώνοντας ότι οι περισσότερες απ’ αυτές παραγγέλθηκαν από τις οργανώσεις ΛΟΑΤΚΙ+ ή δεν στηρίζονται σε αντιπροσωπευτικά δείγματα.