Του Rishabh Bhandari
H αθρόα ρευστότητα στην αγορά – η ευκολία με την οποία οι επενδυτές μπορούν να αγοράσουν ή να πουλήσουν ένα χρεόγραφο χωρίς να επηρεαστεί η τιμή του – φθίνει εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια.
Κοιτάξτε, για παράδειγμα, τι συνέβη με τις συναλλαγές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης για τον δείκτη S&P 500 – κατά κανόνα τα πιο ρευστά συμβόλαια μετοχικού δείκτη. Την τελευταία δεκαετία η ρευστότητα τους, όπως μετριέται με βάση το βάθος της αγοράς, έχει καταρρεύσει κατά περίπου 90%. Το μοτίβο αυτό παρατηρείται σε όλες τις κατηγορίες ενεργητικού και τις περιοχές.
Το βάθος είναι σε γενικές γραμμές μια μέτρηση της δυνατότητας της αγοράς να απορροφήσει προβλήματα χωρίς ουσιαστικό αντίκτυπο στην τιμή του υποκείμενου τίτλου. Ειδικότερα, αντιστοιχεί στον αριθμό των μετοχών ή των συμβολαίων που είναι διαθέσιμα για αγορά ή πώληση ανά πάσα στιγμή.
Η πτώση της ρευστότητας συμπίπτει με μια τεράστια αύξηση στον αριθμό και το μέγεθος των «σοκ μεταβλητότητας» – των ημερήσιων διακυμάνσεων άνω του 5% στον δείκτη Vix ο οποίος μετρά τις προσδοκίες της αγοράς για τη μεταβλητότητα. Από το 1994 ως το 2007, ήταν εννιά. Τα χρόνια που ακολούθησαν την κρίση του 2008-2009, ήταν 62.
Ακόμα σημαντικότερο, η ρευστότητα στην αγορά έχει αρχίσει να συμπεριφέρεται σαν άμμος – όσο πιο σφιχτά προσπαθεί κανείς να την πιάσει τόσο γλυστράει από τα δάχτυλά σου. Όταν η ζήτηση για ρευστότητα είναι μεγαλύτερη, ειδικά σε περιόδους αναταραχής, τείνει να εξαφανίζεται. Οπότε, όχι μόνο είναι η ρευστότητα περιορισμένη, αλλά έχει γίνει εύθραυστη και αναξιόπιστη.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτές τις ξαφνικές ξηρασίες. Την τελευταία δεκαετία έχουμε δει έναν πολλαπλασιασμό των ποσοτικών επενδυτικών στρατηγικών που στηρίζονται στη χρήση υπολογιστών και ακολουθούν κανόνες ή σήματα στην αγορά. H τεράστια μεταφορά στοιχείων ενεργητικού σε παθητικά και συστηματικά οχήματα έχει περιορίσει τη δυνατότητα των διαχειριστών κεφαλαίου να παρέμβουν σε περιόδους αναταραχής και να προσφέρουν ρευστότητα. Αντίθετα, αυτές οι παθητικές και συστηματικές στρατηγικές περιορίζονται από τους αλγόριθμούς τους. Η πιο αυστηρή εποπτεία των τραπεζών έχει εντείνει το πρόβλημα, περιορίζοντας ριζικά τη δυνατότητα των μεγάλων διαπραγματευτών να αναλάβουν ρίσκο. Ως αποτέλεσμα, ο επενδυτικός κόσμος έχει χάσει την πρόσβαση σε ένα μέρος της ρευστότητας προσέφεραν κάποτε αυτές οι τράπεζες.
Ένα άλλο βασικό ζήτημα είναι ότι τον ρόλο του ειδικού διαπραγματευτή έχουν σε μεγάλο βαθμό αναλάβει υπολογιστές που κάνουν γρήγορες αλγοριθμικές πράξεις. Η εμπειρία δείχνει ότι οι υπολογιστές αυτοί συνήθως αντιδρούν σε οποιαδήποτε αύξηση στη μεταβλητότητα ενός στοιχείου ενεργητικού αποσύροντας προοδευτικά ρευστότητα. Μπορεί να υπάρχουν και επιπρόσθετοι λόγοι, αλλά είναι αδιαμφισβήτητο ότι είμαστε πλέον σε μια αγορά διαφορετική και με πολύ λιγότερη ρευστότητα από αυτή στην οποία μεγάλωσαν πολλοί επενδυτές.
Θα έπρεπε αν τους απασχολεί; Η σύντομη απάντηση είναι ναι και ο λόγος είναι η μεταβλητότητα – η άλλη όψη της ρευστότητας. H χαμηλή ρευστότητα σημαίνει απλώς ότι η αγορά δυσκολεύεται πλέον να μεταφέρει το ρίσκο αποτελεσματικά από τον έναν δρώντα στον άλλον. Όταν ένας επενδυτής πουλά ένα στοιχείο ενεργητικού, η πώληση μπορεί να οδηγήσει σε πτώση της τιμής που πυροδοτεί τα λεγόμενα «stop-losses», οδηγώντας σε περαιτέρω πωλήσεις.
H χαμηλότερη ρευστότητα, συνεπώς, τείνει να μεγενθύνει τις κινήσεις και να διογκώνει τη μεταβλητότητα. Αλλά η αυξημένη μεταβλητότητα λόγω χαμηλότερης ρευστότητας δεν παρατηρείται μόνο στις τιμές των στοιχείων ενεργητικού. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγαλύτερη μεταβλητότητα και σε spreads τιμών που στο παρελθόν ήταν σταθερά, για παράδειγμα στις μετοχές του Nasdaq και του Russell 2000. Oι αποκλίσεις μεταξύ των δύο έχουν αυξηθεί σημαντικά τα δύο τελευταία χρόνια, καταδεικνύοντας τον αντίκτυπο τον οποίο μπορεί να έχει η χαμηλή ρευστότητα στις τρέχουσες τάσεις στις αγορές.
Τι σημαίνει αυτό για τις αγορές; Σημαίνει ότι είναι πιθανότερο να σχηματιστούν περισσότερες φούσκες, μετά από αυτές που είδαμε στα κρυπτονομίσματα, τις φθηνές μετοχές, διάφορα χαρτιά μεγάλης κεφαλαιοποίησης και SPACs, καθώς οι κινήσεις των τιμών μεγενθύνονται από την πενιχρή και εύθραυστη ρευστότητα. Σημαίνει επίσης ότι σε περιόδους αναταραχής στις αγορές, η χαμηλή ρευστότητα είναι πιθανό να δημιουργήσει αυτοεκπληρούμενους πανικούς που θα επιταχύνουν τη φυγή κεφαλαίων.
Για να επιβιώσουν σε αυτό το νέο τοπίο, οι επενδυτές πρέπει να αναγνωρίσουν πρώτα αυτούς τους κινδύνους όσον αφορά τη ρευστότητα. Δεύτερον, πρέπει να κατανοήσουν ότι σε αυτό το νέο περιβάλλον, η επενδυτική στρατηγική –αν είναι κερδοσκοπική, παθητική ή συστηματική – και τεχνικοί παράγοντες είναι πιο σημαντικοί στη διαμόρφωση των τιμών των στοιχείων ενεργητικού βραχυπρόθεσμα από τα θεμελιώδη μεγέθη.
Πάνω από όλα, δεδομένου ότι η ρευστότητα και η μεταβλητότητα είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, είναι πιο σημαντικό από ποτέ να κατανοήσουμε και να διαχειριστούμε τη μεταβλητότητα. Για τους επενδυτές που θέλουν να παίξουν άμυνα για να αποφύγουν να πάρουν δύσκολες ή κακές αποφάσεις κατά τη διάρκεια δυνητικά σύντομων περιόδων αναταραχής, η αντιστάθμιση της μεταβλητότητας με χρηματοοικονομικά εργαλεία είναι καθοριστικής σημασίας.
Για τους επενδυτές που θέλουν να παίξουν επίθεση, οι συχνότερες εξάρσεις μεταβλητότητας προσφέρουν ευκαιρίες για υψηλότερες αποδόσεις σε περιόδους αναταραχής.