«Επιβεβαίωση της σημαντικής δουλειάς που έχει γίνει όσον αφορά τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και την τοποθέτησή της σε μια βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία» χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης την επιλογή του περιοδικού «Economist» να κατατάξει την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ 35 χωρών από πλευράς οικονομικών επιδόσεων για το 2023.
«Ήταν μία πολύ ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι ο “Economist” μας κατέταξε ως την οικονομία με τις καλύτερες επιδόσεις, ως την αγορά με τις καλύτερες επιδόσεις ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, εξετάζοντας διάφορους δείκτες» ανέφερε ο πρωθυπουργός, ο οποίος συμμετείχε το βράδυ της Δευτέρας σε συζήτηση με τον Neil Rimer, συνιδρυτή της εταιρείας Index Ventures, στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργάνωσε η Endeavor Greece με θέμα «Η Ελλάδα και ο κόσμος του 2024».
Ο κ. Μητσοτάκης τόνισε πως «η έξοδος από έναν φαύλο κύκλο και η είσοδος σε έναν ενάρετο κύκλο είναι κάτι καλό» σημειώνοντας πάντως πως «δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού» και πως «έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε». «Υπάρχει πάντα η τάση να ξεχνιέται το τεράστιο τίμημα που έπρεπε να πληρώσουμε εξαιτίας της κρίσης, όταν χάσαμε το 1/4 του ΑΕΠ μας. Ξέρουμε ότι πρέπει να κινηθούμε γρήγορα και να αδράξουμε τις ευκαιρίες. Όποτε έχουμε την ευκαιρία να προσπεράσουμε άλλους, πρέπει να είμαστε αρκετά τολμηροί ώστε τουλάχιστον να διερευνήσουμε αυτές τις επιλογές» είπε.
Οικονομική ανάπτυξη, μείωση φόρων και δημοσιονομική πειθαρχία
«Πιστεύω όμως ότι θα συνεχίσουμε να έχουμε ρυθμούς ανάπτυξης που είναι σημαντικά υψηλότεροι από την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Θα συνεχίσουμε να μειώνουμε το χρέος μας ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ξέρουμε ότι πρέπει να συνεχίσουμε μια λελογισμένη δημοσιονομική πολιτική, διότι η εποχή της χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής έχει τελειώσει, επομένως ξέρουμε ότι πρέπει να παράγουμε πρωτογενή πλεονάσματα. Ωστόσο, πιστεύω ότι έχουμε αποδείξει ότι μπορεί κάποιος να πετύχει οικονομική ανάπτυξη, να μειώσει τους φόρους και να διατηρήσει τη δημοσιονομική πειθαρχία ταυτόχρονα. Πολλοί πίστευαν ότι αυτό δεν ήταν εφικτό» παρατήρησε.
Ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε ότι μέρος της επιτυχίας της ελληνικής οικονομίας σχετίζεται «με το γεγονός ότι πετύχαμε διαφοροποίηση πέρα από ορισμένους κλάδους, οι οποίοι ασφαλώς εξακολουθούν να είναι πολύ σημαντικοί για την ελληνική ανάπτυξη, όπως ο τουρισμός, και να στραφούμε σε νέους τομείς».
«Η ελληνική οικονομία έχει γίνει πολύ πιο εξωστρεφής»
«Πιστεύω ότι το οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων και οι επενδύσεις που έχουμε κάνει στις νέες τεχνολογίες συμβάλλουν σημαντικά στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας. Όταν κοιτάζω τους μεγάλους δείκτες, ναι, ο ρυθμός ανάπτυξης είναι βέβαια πολύ σημαντικός, αλλά με απασχολεί περισσότερο η μείωση της ανεργίας, η αύξηση του μέσου μισθού και φυσικά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία έχει γίνει πολύ πιο εξωστρεφής τα τελευταία χρόνια. Οι εξαγωγές αποτελούν το 50% του ΑΕΠ μας, ισομερώς κατανεμημένες μεταξύ αγαθών και υπηρεσιών. Θεωρώ ότι αυτό είναι ίσως ο καλύτερος δείκτης ότι η στρατηγική μας πραγματικά λειτουργεί. Πιστεύω ότι βρισκόμαστε μόλις στην αρχή» εκτίμησε.
«Πολύ πιο εύκολο να ιδρύσεις μια επιχείρηση στην Ελλάδα σήμερα»
Σχετικά με τις δυνατότητες των ελληνικών νεοφυών επιχειρήσεων, τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η χώρα και τις πολιτικές υποστήριξης της καινοτομίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισήμανε πως «αλλάξαμε τους νόμους και το κανονιστικό πλαίσιο για να διευκολύνουμε την επιστροφή στην Ελλάδα με συγκεκριμένες φοροελαφρύνσεις». «Θεωρώ ότι το σύστημα δικαιωμάτων προαίρεσης για την απόκτηση μετοχών (stock options) έκανε μεγάλη διαφορά ως προς την ευθυγράμμιση του φορολογικού μας καθεστώτος με, ουσιαστικά, κοινές πρακτικές στον κόσμο των νεοφυών επιχειρήσεων. Το ρυθμιστικό πλαίσιο έχει, σε μεγάλο βαθμό, απλοποιηθεί. Είναι εύκολο να ιδρύσεις μια εταιρεία στην Ελλάδα. Το ψηφιακό κράτος βοηθάει πολύ όσον αφορά στην αλληλεπίδραση μεταξύ των εταιρειών και των κρατικών μηχανισμών» είπε, υπογραμμίζοντας τα βήματα που έχουν γίνει. «Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο επιθυμητό σημείο, αλλά είναι πολύ πιο εύκολο να ιδρύσεις μια επιχείρηση στην Ελλάδα σήμερα» σημείωσε.
Ο πρωθυπουργός τόνισε πως το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας σε μεγάλο βαθμό είναι η δεξαμενή ταλαντούχων ανθρώπων «και το γεγονός ότι, παρά τις δυσκολίες, έχουμε ένα καλό σύστημα δημόσιων πανεπιστημίων, που παράγει αποφοίτους οι οποίοι είναι ενεργοί και πολύ πιο ενημερωμένοι σχετικά με τις ευκαιρίες απασχόλησης στον κόσμο των νεοφυών επιχειρήσεων». «Πιστεύω βέβαια ότι ουδείς μπορεί να παραγνωρίσει το επιχείρημα για την ποιότητα ζωής, το οποίο είναι πολύ σημαντικό. Το είδαμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με ψηφιακούς νομάδες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Σε μια εποχή που μπορείς να εργαστείς από οπουδήποτε, εφόσον έχεις καλές συνδέσεις, αυτοί οι παράγοντες γίνονται όλο και πιο σημαντικοί» ανέφερε, προσθέτοντας: «Αυτό που βρίσκω συναρπαστικό είναι ότι αναπτύσσονται τεχνολογικά clusters όχι μόνο στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε πόλεις όπως τα Γιάννενα, για παράδειγμα, η Πάτρα, ή το Ηράκλειο. Αυτό από μόνο του είναι μια πολύ, πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Βέβαια, δεν είναι τυχαίο ότι αυτά τα οικοσυστήματα συνδέονται συνήθως με καλής ποιότητας πανεπιστήμια. Άλλο ένα πλεονέκτημα που έχει η Ελλάδα, φυσικά, είναι η διασπορά της».
Σχετικά με την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης και τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα σε αυτό το πεδίο ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στη Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε από την κυβέρνηση. «Το χαρτοφυλάκιο που έδωσα σε μία ομάδα πολύ ταλαντούχων ανθρώπων ήταν πολύ σαφές. Πρώτα απ’ όλα, πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την τεχνητή νοημοσύνη για να βελτιώσουμε τη δημόσια πολιτική και ποιοι είναι οι τομείς που μπορούν πραγματικά να μετασχηματιστούν από την τεχνητή νοημοσύνη; Μόλις παρουσιάσαμε το AI chatbot μας για το gov.gr. Είναι μια πολύ καλή ένδειξη των πραγματικών δυνατοτήτων αυτών των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων για την περαιτέρω απλοποίηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ του κράτους, των πολιτών και των επιχειρήσεων. Φυσικά, οι ευκαιρίες είναι αναρίθμητες, από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής μέχρι εφαρμογές που σχετίζονται με την πολιτική προστασία και την έγκαιρη ανίχνευση πυρκαγιών. Το ζητούμενο είναι: ας εξετάσουμε τους τομείς πολιτικής που μπορούν πραγματικά να αλλάξουν ριζικά από την τεχνητή νοημοσύνη και ας προσπαθήσουμε να υλοποιήσουμε πιλοτικές εφαρμογές, να εφαρμόσουμε αυτή την τεχνολογία αιχμής για να επιτύχουμε καλύτερα αποτελέσματα στη δημόσια πολιτική» κατέληξε.