Τα οικονομικά στοιχεία των τελευταίων εβδομάδων μιλούν μία ξεκάθαρη γλώσσα: οι υποτυπώδεις τάσεις ανάκαμψης που είχαν διαφανεί το περασμένο καλοκαίρι ανήκουν στο παρελθόν, η γερμανική οικονομία συρρικνώνεται. Την Τετάρτη η Γερμανική Στατιστική Υπηρεσία ανακοίνωσε αισθητή μείωση στις βιομηχανικές παραγγελίες κατά 3,7%, ενώ παρεμφερή εικόνα δείχνουν τα στοιχεία που καταγράφει το Οικονομικό Ινστιτούτο Ifo του Μονάχου.
Κατά συνέπεια, αναφέρει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank Ραλφ Σολβέεν, «όλο και περισσότερες επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να μειώσουν την παραγωγή τους στους επόμενους μήνες, με αποτέλεσμα η γερμανική οικονομία να εμφανίσει αρνητικό πρόσημο, ήδη από τους χειμερινούς μήνες».
Κι όμως, την ίδια στιγμή ο δείκτης DAX του Χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης εκτοξεύεται σε ιστορικά υψηλά. Ήδη την περασμένη Τρίτη ξεπέρασε τα υψηλά επίπεδα του καλοκαιριού, συνέχισε να κινείται σταθερά πάνω από τις 16.000 μονάδες και την Τετάρτη κατέγραψε, έστω και για λίγο την τιμή-ρεκόρ των 16.727 μονάδων, για να σταθεροποιηθεί λίγο αργότερα σε χαμηλότερα επίπεδα και να κλείσει την Παρασκευή στις 16.759 μονάδες. Άλλωστε ήδη από το 2021 ο ανανεωμένος δείκτης DAX κυμαίνεται σε περιβάλλον κοντά στις 16.000 μονάδες.
Window dressing στο τέλος του χρόνου;
Όλα αυτά φαίνονται αντιφατικά. Ωστόσο υπάρχει μία ορθολογική εξήγηση. Ίσως και περισσότερες από μία. Κατ’ αρχάς στις χρηματαγορές δεν είναι καθόλου σπάνιο φαινόμενο ένα year end rally, μία ανοδική πορεία του δείκτη τον Δεκέμβριο. Ενίοτε αυτό συμβαίνει για λόγους τακτικής, επειδή κάποια επενδυτικά κεφάλαια επιχειρούν να εξωραΐσουν την εικόνα τους και να κλείσουν το έτος αφήνοντας καλές εντυπώσεις στο τέλος της χρονιάς (οπότε επιδίδονται στο αποκαλούμενο «window dressing»).
Μία άλλη εξήγηση είναι η προεξόφληση μελλοντικών ευκαιριών και τοποθετήσεων στο Χρηματιστήριο, ακριβώς λόγω της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας. «Πολλοί δείκτες έχουν σταθεροποιηθεί σε χαμηλά επίπεδα, αλλά το ασθενές μακρο-οικονομικό περιβάλλον δεν δικαιολογεί περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων» εκτιμά ο επικεφαλής οικονομολόγος της ING Κάρστεν Μπρζέσκι. Με απλά λόγια: Ίσως έχουμε υπερβεί το ανώτατο ύψος που μπορούν να φτάσουν τα επιτόκια δανεισμού. Κάποιοι θεωρούν ότι το 2024 θα αρχίσουμε να βλέπουμε μειώσεις επιτοκίων, είτε από την αμερικανική κεντρική τράπεζα (FED), είτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Με το βλέμμα στις κεντρικές τράπεζες
Το σημερινό υψηλό κόστος του χρήματος σημαίνει λιγότερες ιδιωτικές επενδύσεις, αλλά και μειωμένη εσωτερική ζήτηση, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε μειώσεις τιμών. Όλα αυτά συνεπάγονται υφεσιακές πιέσεις, που επιδεινώνουν τις οικονομικές προβλέψεις των επιχειρήσεων, άρα δεν ευνοούν την πορεία τους στο Χρηματιστήριο. Παράλληλα, σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων αυξάνονται συνήθως οι αποδόσεις των κρατικών και των εταιρικών ομολόγων- και μάλιστα χωρίς αυξημένο ρίσκο, τουλάχιστον όσον αφορά τα κρατικά ομόλογα- οπότε οι επενδυτές στρέφονται σε αυτά τα χρεόγραφα, αποχωρώντας από τις χρηματαγορές.
Στη σημερινή συγκυρία, ωστόσο, φαίνεται ότι πολλοί επενδυτές προεξοφλούν μία αντίστροφή πορεία, δηλαδή ένα περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων σε εύθετο χρόνο που ευνοεί τη μελλοντική ζήτηση για μετοχές. Γι’ αυτό και τοποθετούνται αναλόγως στο Χρηματιστήριο, σε μία προσπάθεια να διασφαλίσουν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους στις μελλοντικές τους συναλλαγές.
Όμως, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί μία τέτοια εξέλιξη. Η ΕΚΤ έχει ξεκαθαρίσει ότι οι μελλοντικές αποφάσεις για το ύψος των επιτοκίων κρίνονται από την πορεία του πληθωρισμού, η οποία πάλι εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα οι μισθολογικές αυξήσεις και η επίδρασή τους στον τιμάριθμο. Μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται κάποιο αρνητικό «σπιράλ» μισθολογικών αυξήσεων και πληθωριστικών πιέσεων.
Ωστόσο, κεντρικοί τραπεζίτες όπως ο επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ Γιόαχιμ Νάγκελ προειδοποιούν ότι στην καθοδική πορεία του πληθωρισμού προς το επιθυμητό 2% «το τελευταίο κομμάτι του δρόμου, είναι και το πιο δύσκολο». Αν οι κεντρικές τράπεζες συνεχίσουν τις αυξήσεις επιτοκίων, το πάρτι στο Χρηματιστήριο μπορεί να τελειώσει πολύ γρήγορα…