Για «ιστορική επίσκεψη» κάνουν λόγο τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης στην Τουρκία, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της συνάντησης του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Ελληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στην Αθήνα, στο πλαίσιο της πέμπτης συνεδρίασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας των δύο χωρών.
«Ο Πρόεδρος Ερντογάν αξιολόγησε τις σχέσεις Τουρκίας-Ελλάδας στην κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μετά τη συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό Μητσοτάκη, υπογραμμίζοντας ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που δεν μπορούν να λύσουν δύο γειτονικές χώρες», γράφει η Hurriyet. «Θέλουμε να μετατρέψουμε το Αιγαίο σε θάλασσα ειρήνης και συνεργασίας. Θέλουμε να γίνουμε παράδειγμα σε όλο τον κόσμο με τα κοινά βήματα που θα κάνουμε ως Τουρκία και Ελλάδα…Όσο ενεργούμε με καλή θέληση, εστιάζουμε στη μεγάλη εικόνα και να δεν είμαστε ανάμεσα σε αυτούς που διασχίζουν τη θάλασσα για να πνιγούν στο ρέμα», είναι η δήλωση Ερντογάν που προτάσσει η τουρκική εφημερίδα.
Η Sabah ξεχωρίζει στην πρώτη σελίδα της ηλεκτρονικής έκδοσης τη συμφωνία Μητσοτάκη- Ερντογάν για τη δυνατότητα που θα έχουν στο εξής οι Τούρκοι πολίτες «για επταήμερη βίζα, προκειμένου να επισκεφθούν 10 ελληνικά νησιά».
Ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι «οι δύο χώρες μπορούν να λύσουν τα τρέχοντα προβλήματα μέσω εποικοδομητικού διαλόγου, καλής γειτονίας και κοινών προσπαθειών στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου», προσθέτει η Sabah.
Η Turkiye χαρακτηρίζει «κρίσιμη την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα έξι χρόνια μετά την προηγούμενη» και τονίζει με έμφαση ότι οι δύο χώρες θέλουν να κάνουν «το Αιγαίο θάλασσα ειρήνης και συνεργασίας»
Η Millyet τονίζει στην πρώτη σελίδα της ηλεκτρονικής της έκδοσης τη δήλωση Ερντογάν ότι «είναι πολύ φυσιολογικό να υπάρχουν διαφορές απόψεων μεταξύ των δύο γειτόνων. Δεν υπάρχει όμως κανένα πρόβλημα που να μην μπορεί να λυθεί μεταξύ μας»
Η Yenisafak τέλος, αναφέρεται με έμφαση στην ικανοποίηση που εξέφρασε ο πρόεδρος Ερντογάν «για το κλείσιμο του τρομοκρατικού στρατοπέδου του Λαυρίου», όπως γράφει χαρακτηριστικά. Σημειώνει επίσης τον στόχο που τέθηκε «να αυξηθεί ο όγκος του διμερούς εμπορίου από πέντε στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια».