Αυτό θα είναι το σχέδιο ανασυγκρότησης της Θεσσαλίας. Η Θεσσαλία επιχειρεί να σταθεί στα πόδια της και ζητούνται λύσεις… Μέσω σχετικής εκδήλωσης τέθηκαν επί τάπητος όλα όσα απασχολούν τον κάμπο.
Παρουσία και του απερχόμενου περιφερειάρχη, Κώστα Αγοραστού ο νεοεκλεγείς Δημήτρης Κουρέτας παρουσίασε το «Πρόγραμμα Γεωργικής Ανάπτυξης Θεσσαλίας». Το πρόγραμμα συντάχθηκε από ομάδα Καθηγητών ΑΕΙ και εμπειρογνωμόνων που συγκρότησε ο Δ. Κουρέτας και αφορά την διαχείριση της κατάστασης στην Θεσσαλία και την ανασυγκρότησή της. Παράλληλα, διατυπώνεται «επεξεργασμένη πρόταση για την βιώσιμη προοπτική της παρακάρλιας περιοχής».
Ειδικότερα, ένα ταχύρρυθμο ολοκληρωμένο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης παρουσίασε ο Δημήτρης Κουρέτας υποστηρίζοντας ότι «μόνο έτσι μπορεί να είναι η γεωργία ισοδύναμος πόλος μαζί με την ναυτιλία και τον τουρισμό στο τρίπτυχο του δυναμικού παραγωγής αγαθών και ανάπτυξης της χώρας μας».
Όπως επίσης αναφέρθηκε: «Η φυτική και κυρίως η ζωική παραγωγή δεν έτυχαν της απαιτούμενης αναπτυξιακής πολιτικής, έτσι ώστε η μετά από 4 δεκαετίες φθίνουσας πορείας η ελληνική γεωργία να περιέλθει στο σημερινό οριακό σημείο επιβίωσής της, με την χώρα να έχει απωλέσει την αυτάρκεια τροφής και να εισάγει μεγάλο ποσοστό τροφίμων από το εξωτερικό. Παρόλο που τα ελληνικά προϊόντα, αν και ακριβότερα σε πολλές περιπτώσεις, τυγχάνουν μεγαλύτερης εκτίμησης από τους Έλληνες καταναλωτές».
Η Θεσσαλία όπως αναφέρθηκε, «αποτελεί την μεγαλύτερη πεδιάδα της χώρας και το κέντρο της ελληνικής αγροτικής παραγωγής». Ωστόσο η Θεσσαλική γεωργία απειλείται άμεσα από 4 επιπλέον κινδύνους, όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε:
Τον συνεχιζόμενο κίνδυνο πλημμυρών και καταστροφής του 50% των καλλιεργειών στα πλέον γόνιμα πεδινά και αρδευόμενα εδάφη.
Την δραματική μείωση διαθεσιμότητας του αρδευτικού νερού λόγω υποβάθμισης των υδροφορέων κυρίως στην ανατολική Θεσσαλική πεδιάδα.
Την διάβρωση και ερημοποίηση τεραστίων επικλινών εκτάσεων λόγω αποψίλωσης και υποβάθμισης του εδάφους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στον Ν. Λάρισας η εγκατάλειψη 750.000 στρ από σιτηρά την τελευταία 20ετία.
Την υποβάθμιση της γονιμότητας των περισσότερων εδαφών κάτω από μη αειφορική καλλιέργεια αροτραίων καλλιεργειών λόγω συμπίεσης του εδάφους (χρήση βαρέων μηχανημάτων), δραματικής μείωσης της οργανικής ουσίας (οξείδωση) και εφαρμογή μονοκαλλιέργειας (κυρίως σκληρού σίτου και βαμβακιού) με συνεπακόλουθη τεράστια αύξηση των εισροών συνεπικουρούμενης από την αύξηση της τιμής των αγροχημικών και γεωργικών εφοδίων και τελικά την μείωση της παραγωγικότητας και του παραγόμενου προϊόντος.