Πόσο κινδυνεύει το παγκόσμιο εμπόριο από τον πόλεμο στη Γάζα
Του Alan Beattie
Αν το εμπόριο και τα οικονομικά έχουν πράγματι να κάνουν μόνο με τα πολιτικά αυτές τις μέρες, οι φρικιαστικές επιθέσεις της Χαμάς και οι θανατηφόροι βομβαρδισμοί της Γάζας από το Ισραήλ οπωσδήποτε θα ανοίξουν ένα νέο παγκόσμιο χάσμα μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών κρατών.
Οι ΗΠΑ έχουν υποστηρίξει το Ισραήλ, τον μακροπρόθεσμο πελάτη τους, και οι χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος έχουν γενικά ταχθεί στο πλευρό των Παλαιστινίων. Θα μπορούσε η σύρραξη στη Γάζα να είναι η στιγμή που ο λεγόμενος «παγκόσμιος νότος» να επιβληθεί επιτέλους ως γεωοικονομική δύναμη;
Απάντηση: πιθανότατα όχι. Με μια επιφανειακή ανάγνωση, η απομόνωση της Αμερικής θα βλάψει την παγκόσμια θέση της, τόσο στην κακώς επονομαζόμενη «δυτική» συμμαχία των πλούσιων δημοκρατιών των οποίων ηγείται όσο και μεταξύ των αναδυόμενων αγορών που θέλει να ενταχθούν στην επιφυλακτική έναντι της Κίνας γεωοικονομική της «συμμορία».
Μια προσεκτικότερη εξέταση υποδηλώνει πως αυτό πρόκειται για υπερβολή. Το επεισόδιο δεν δείχνει τη «Δύση» ή τον «παγκόσμιο Νότο» (η Ανατολή και ο Βορράς προφανώς δεν έχουν δική τους ομάδα, λυπάμαι) να συσπειρώνονται σε σταθερά μπλοκ. Σε κάθε περίπτωση, ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής χωρίς μια μεγάλη οικονομική επίπτωση είναι απίθανο να κάνει και πολλά για να αλλάξει τα μοτίβα του εμπορίου.
Κατά την ψηφοφορία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 26 Οκτωβρίου που ζήτησε κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, οι ΗΠΑ ήταν μια μικρή μειοψηφία που τάχθηκε μαζί με το Ισραήλ κατά της κατάπαυσης του πυρός.
Μόνο 14 χώρες ψήφισαν κατά, έναντι 45 που απείχαν και 120 που ψήφισαν υπέρ. Όμως η ΕΕ, που κάθε άλλο παρά δουλοπρεπώς ακολούθησε το παράδειγμα των ΗΠΑ, ήταν σκορποχώρι. Τέσσερα κράτη- μέλη της ΕΕ τάχθηκαν κατά της πρότασης, 15 απείχαν και τα υπόλοιπα -συμπεριλαμβανομένων των μελών του ΝΑΤΟ, της Γαλλίας και της Ισπανίας- την υποστήριξαν. Οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες τάχθηκαν υπέρ, αλλά η Ινδία, η αυτοαποκαλούμενη ηγέτιδα του «παγκόσμιου Νότου», που τα τελευταία χρόνια πλησιάζει περισσότερο στο Ισραήλ, απείχε.
Οι ΗΠΑ διατηρούν επίσης το βάρος της εξωτερικής πολιτικής σε ορισμένες πλευρές που θα περίμενε κανείς ότι θα συμπαθούσαν την παλαιστινιακή πλευρά. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία υπέγραψαν εμπορική συμφωνία με το Ισραήλ πέρυσι μετά την εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων το 2020, ψήφισαν στον ΟΗΕ υπέρ της κατάπαυσης του πυρός, αλλά μπορεί στην πραγματικότητα να κινηθούν πιο κοντά στις ΗΠΑ, τον παραδοσιακό εγγυητή της ασφάλειας, σε περίπτωση που οι συγκρούσεις εξαπλωθούν στη Μέση Ανατολή.
Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία δείχνει ότι ακόμη και όταν οι ΗΠΑ κατηγορούνται για μαζικούς θανάτους μέσω του τυχοδιωκτισμού της εξωτερικής τους πολιτικής, αυτό δεν επηρεάζει την ικανότητά τους να συναλλάσσονται ή να διαπραγματεύονται.
Η γνώμη του κόσμου για τις ΗΠΑ έκανε τεράστια βουτιά μετά τον πόλεμο του Τζορτζ Μπους στο Ιράκ το 2003, πέφτοντας κατά 30 ή 40 ποσοστιαίες μονάδες σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και μειούμενη απότομα στα μουσουλμανικά κράτη μεσαίου εισοδήματος. Αλλά αυτό δεν έκανε τις ΗΠΑ εμπορικό παρία. Οι εξαγωγές ως μερίδιο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος των ΗΠΑ επωφελήθηκαν από την ανάκαμψη του παγκόσμιου εμπορίου και αυξήθηκαν από 9% του ΑΕΠ το 2003 σε πάνω από 12% το 2008, το τελευταίο έτος της θητείας του Μπους.
Και οι ΗΠΑ κατάφεραν να ξεκινήσουν συνομιλίες για την εμπορική συμφωνία Trans-Pacific Partnership 11 χωρών το 2008, συμπεριλαμβανομένων εκείνων όπως η Σιγκαπούρη, που κλίνουν οικονομικά προς την Κίνα.
Ομοίως, αυτή την εβδομάδα οι ΗΠΑ ηγούνται των διαπραγματεύσεων με 13 χώρες της Ασίας-Ειρηνικού στο πρόγραμμα «Οικονομικό Πλαίσιο Ινδο-Ειρηνικού» (IPEF). Η πρωτοβουλία αυτή δεν έχει μεγάλη ουσία, αλλά αποτελεί ένα πολιτικό μήνυμα για τις χώρες που θέλουν να παραμείνουν σε καλούς εμπορικούς όρους με τις ΗΠΑ, και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι χώρες του IPEF θα αποχωρήσουν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ.
Η ρητορική υποστήριξη των Παλαιστινίων είναι ένας εύκολος τρόπος για τις αναδυόμενες αγορές (και για ορισμένους Ευρωπαίους) να εμφανίζονται ως σκεπτικιστές μιας πολιτικής τάξης που κυριαρχείται από τις ΗΠΑ, αλλά από οικονομική άποψη η αντίδρασή τους στα γεγονότα στη Γάζα είναι πιθανό να είναι πραγματιστική. Αν και η σύρραξη προκαλεί ζημιά στις οικονομίες της Μέσης Ανατολής, είναι απίθανο να γίνει αισθητή εκτός της περιοχής, εκτός αν μια ευρύτερη ανάφλεξη οδηγήσει σε άνοδο των τιμών του πετρελαίου.
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι πλούσιες δημοκρατίες σχημάτισαν ένα αρκετά συμπαγές γεωπολιτικό μπλοκ για να αντιταχθούν στη Μόσχα, αλλά οι αναπτυσσόμενες χώρες παρέμειναν κυρίως αποφασιστικά (και λογικά) καιροσκόποι στο εμπόριο και την οικονομία αντί να πάρουν θέση. Κάποιες φορές, τονίζοντας ρητά το αδέσμευτο καθεστώς τους, οι αναδυόμενες αγορές έχουν επιδιώξει εμπορικές σχέσεις τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την Κίνα, παίζοντας τη μία εναντίον της άλλης.
Πράγματι, αν η σύρραξη στη Γάζα αποδυναμώσει τον Τζο Μπάιντεν στο εσωτερικό της χώρας σε σημείο που ο Ντόναλντ Τραμπ να εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ τον προσεχή Νοέμβριο ή αν η Κίνα ενθαρρυνθεί να εισβάλει στην Ταϊβάν, ο καταλυτικός αντίκτυπος στην παγκόσμια οικονομία θα είναι σοβαρός. Όμως, εκτός αυτού, αν και το εμπόριο είναι σίγουρα πιο πολιτικοποιημένο από ό,τι πριν από 20 χρόνια, οι περισσότερες κυβερνήσεις πιθανόν να μην αφήσουν τη σύρραξη σε μια μακρινή περιοχή να επηρεάσει την επιδίωξη του οικονομικού τους συμφέροντος.
Η σύγκρουση στη Γάζα μπορεί να αποτελέσει σημείο καμπής για τη δραστηριότητα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ιδίως δεδομένης της εγχώριας αντίστασης που συναντά ο Μπάιντεν στη φιλοϊσραηλινή του γραμμή. Όμως, ελλείψει μιας ταχείας κλιμάκωσης ή αλυσιδωτών επιπτώσεων στις ΗΠΑ και την Κίνα, αποτυγχάνει μέχρι στιγμής να προκαλέσει μια ευρεία αναπροσαρμογή των γεωοικονομικών σχέσεων.
Ο «παγκόσμιος Νότος» και η «Δύση» δεν είναι τώρα πιο συνεκτικά μπλοκ από ό,τι ήταν πριν από την έναρξη της σύγκρουσης.