Του Γιάννη Παντελάκη
Η ΜΑΡΙΑ ΣΡΑΙΒΕΡ ΗΤΑΝ μια επιτυχημένη δημοσιογράφος και παρουσιάστρια του NBC, είχε μια μεγάλη καριέρα, την οποία προτίμησε να διακόψει το διάστημα 2003-2011, επειδή ο σύζυγός της Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ εκλέχτηκε κυβερνήτης στην Καλιφόρνια – η κοινή λογική και η δημοσιογραφική δεοντολογία δεν επέτρεπαν να συνεχίσει το ζευγάρι να πορεύεται χωρίς να συμβαίνει τίποτα. Αν το έκαναν, θα ήταν μια κλασική περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων. Δεν ήταν δυνατό να συνέχιζε να κάνει δημοσιογραφία όταν ο σύζυγός της, ως πολιτικός, βρέθηκε στην απέναντι πλευρά, αυτή που η δημοσιογραφία οφείλει να ελέγχει. Όταν ολοκληρώθηκε η θητεία του, η δημοσιογράφος επέστρεψε στο NBC.
Η Κόνι Σουλτς ήταν αρθρογράφος για πολλά χρόνια στη «USA Today», είχε μια επιτυχημένη στήλη χάρη στην οποία κέρδισε το 2005 το βραβείο Πούλιτζερ και παράλληλα δίδασκε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Denison. Στη διάρκεια της καριέρας της δυο φορές παραιτήθηκε από τη δημοσιογραφική της απασχόληση και ο λόγος ήταν ο σύζυγός της Σέροντ Μπράουν, ο οποίος διεκδικούσε, και κέρδισε τελικά, την εκλογή του στη Γερουσία. Η αιτία ήταν ίδια με αυτήν της Σράιβερ, σύγκρουση συμφερόντων. Η περίπτωση της Γαλλοαμερικανίδας Aν Σινκλέρ είναι πιο γνωστή στη χώρα μας· παρουσίαζε μία από τις πιο δημοφιλείς εκπομπές στο TF1 και παραιτήθηκε όταν ο σύζυγός της Ντομινίκ Στρος-Καν ανέλαβε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας – σύγκρουση συμφερόντων πάλι.
Στην ίδια χώρα όπου δημοσιογράφοι στα τηλεοπτικά πάνελ λειτουργούν ως εκπρόσωποι κομμάτων, ως υποκατάστατά τους ή η εναλλαγή κυβερνήσεων συνοδεύεται από μαζικούς διορισμούς δημοσιογράφων σε δημόσιους φορείς, η κ. Κοσιώνη απλώς δεν αποτελεί την εξαίρεση.
Για χώρες της δυτικής Ευρώπης και τις ΗΠΑ όλα αυτά είναι αυτονόητα, υπάρχουν ηθικοί κανόνες, υπάρχουν και κώδικες δημοσιογραφικής δεοντολογίας οι οποίοι τηρούνται. Η δημοσιογραφία όχι μόνο πρέπει να βρίσκεται απέναντι στην εξουσία για να την ελέγχει αλλά και οι φορείς της (δημοσιογράφοι) να είναι υπεράνω υποψίας. Δεν νοείται σύνδεση με οποιασδήποτε μορφής εξουσία, είτε αυτή αφορά μια κυβέρνηση, είτε έναν υπουργό, είτε έναν κυβερνήτη, είτε μια υπηρεσία που συνδέεται με το κράτος ή ακόμα και με ένα κόμμα. Στις ΗΠΑ τουλάχιστον απαγορεύεται οι δημοσιογράφοι να συμμετέχουν σε κόμματα και εκδηλώσεις τους. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να είναι καθαροί στις σχέσεις τους, πόσο μάλλον στις οικονομικές εμπλοκές τους με ποικιλώνυμα συμφέροντα.
To βράδυ της περασμένης Κυριακής τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γέμισαν με ιαχές των νικητών της αντιπολίτευσης που σε μεγάλο βαθμό ήταν δικαιολογημένες. Είχαν πολύ καιρό να δουν φως, που θα έλεγε σε μια… πολιτική προσέγγιση και ο Κασσελάκης! Ωστόσο, πολλές αναρτήσεις χρηστών στόχευαν στην παρουσιάστρια του ΣΚΑΪ Σία Κοσιώνη και τη συνέδεαν με τον μεγάλο ηττημένο του δήμου της Αθήνας, που τυγχάνει να είναι σύζυγός της. Αν αφήσουμε στην άκρη τη βαρβαρότητα και τοξικότητα που συνόδευαν πολλές αναρτήσεις εναντίον της (ο κόσμος των ΜΚΔ συχνά ξεπερνά τα όρια της ανθρωποφαγίας), η παρουσία της εκείνο το βράδυ συνοδεύτηκε και με σχόλια που αφορούν τη δημοσιογραφική δεοντολογία. Κατά πόσο δηλαδή συνάδει με οποιοδήποτε κώδικα δεοντολογίας ή άγραφο κανόνα ηθικής το γεγονός ότι η σύζυγος ενός πολιτικού αναφέρεται σε αυτόν, καλύπτει τις δραστηριότητές του και στην προκειμένη περίπτωση την ήττα του. Πόσο αντικειμενική μπορεί να είναι σε ενδεχόμενο σχολιασμό της ή στον συντονισμός μιας συζήτησης.
Στις εθνικές εκλογές του περασμένου Μαΐου, στο ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών η κ. Κοσιώνη ήταν μία από τις δημοσιογράφους που συμμετείχαν σε αυτό, βρέθηκε απέναντι στο έστω εξ αγχιστείας συγγενικό της πρόσωπο, τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη. Και στις δυο περιπτώσεις, η συγκεκριμένη παρουσιάστρια είχε την επιλογή, για λόγους δεοντολογίας, να απέχει και από τη θέση της κεντρικής παρουσιάστριας τη βραδιά των δημοτικών εκλογών, οπότε κρινόταν η τύχη του συζύγου της, και από το ντιμπέιτ. Δεν το έκανε, συμμετείχε κανονικά σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Σε μια χώρα σαν τη δική μας, που πολλοί δημοσιογράφοι δεν έχουν πρόβλημα να διατηρούν οικονομικές σχέσεις με μια κυβέρνηση, ένα κόμμα ή μια επιχείρηση, όταν παράλληλα κάνουν δημοσιογραφία, η περίπτωση Κοσιώνη είναι απλώς ένας κρίκος στην αλυσίδα της μολυσμένης ενημέρωσης, που θα έλεγε και ο Ιγνάσιο Ραμονέ. Στην ίδια χώρα όπου δημοσιογράφοι στα τηλεοπτικά πάνελ λειτουργούν ως εκπρόσωποι κομμάτων, ως υποκατάστατά τους ή η εναλλαγή κυβερνήσεων συνοδεύεται από μαζικούς διορισμούς δημοσιογράφων σε δημόσιους φορείς, η κ. Κοσιώνη απλώς δεν αποτελεί την εξαίρεση. Στη χώρα όπου δημοσιογράφοι κατεβαίνουν στον πολιτικό στίβο και μετά συνεχίζουν τη δημοσιογραφική τους καριέρα ή που παράλληλα με τη δημοσιογραφία εργάζονται σε γραφεία Τύπου υπουργείων ή σε οποιοδήποτε άλλο φορέα ανήκει σε αυτούς που η δημοσιογραφία οφείλει να ελέγχει το παράπτωμα της κ. Κοσιώνη δεν θεωρείται καν παράπτωμα. Έτσι έχουν τα πράγματα…