Της Gillian Tett
Κάποιες φορές οι θεοί της οικονομίας φτιάχνουν μια χορογραφία που μπορεί να κάνει τους ιστορικούς του μέλλοντος να γελάσουν. Αυτήν την εβδομάδα στην Αμερική υπήρξε μια τέτοια στιγμή.
Την Τρίτη, ο ειδικός σύμβουλος Τζακ Σμιθ ανακοίνωσε ένα «καυτό» νέο κατηγορητήριο κατά του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος φέρεται να εξαπέλυσε «μια άνευ προηγουμένου επίθεση στην έδρα της αμερικανικής δημοκρατίας».
Και την ίδια ακριβώς ημέρα, ο οίκος αξιολόγησης Fitch αφαίρεσε από την Αμερική την τιμημένη ετικέτα «ΑΑΑ», επαναλαμβάνοντας μια παρόμοια κίνηση του 2011 από την Standard & Poor’s. Αυτό σημαίνει ότι δύο από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης έχουν πλέον υποβαθμίσει τα κρατικά ομόλογα – άσχετα που αυτά υποτίθεται ότι καθορίζουν το «ακίνδυνο» σημείο αναφοράς για την παγκόσμια χρηματοδότηση.
Με μια πρώτη ματιά, οι δύο αυτές ανακοινώσεις μπορεί να μη φαίνονται συνδεδεμένες – και σίγουρα δεν ήταν συντονισμένες. Αλλά η σύμπτωση είναι συμβολική. Διότι αυτό που συλλογικά σηματοδοτούν είναι ότι η πολιτική οικονομία της Αμερικής οδεύει σε αχαρτογράφητα νερά, με ένα ανησυχητικά ευρύ φάσμα πιθανών αποτελεσμάτων. Οι επενδυτές θα πρέπει να το λάβουν υπόψη τους, ανεξάρτητα από τις απόψεις τους για τη σοφία πίσω από την κίνηση του Σμιθ – ή και της Fitch.
Για να γίνει κατανοητό το γιατί, αξίζει να μελετήσουμε τις λεπτομέρειες της ανακοίνωσης της Fitch. Τις προηγούμενες δεκαετίες, οι οίκοι αξιολόγησης αξιολογούσαν την πιστοληπτική ικανότητα της Αμερικής κυρίως αναλύοντας τα οικονομικά και χρηματοοικονομικά θεμελιώδη μεγέθη της. Διότι, όπως γνωρίζει κάθε σπουδαστής των χρηματοοικονομικών, μια διαφορά μεταξύ των αναδυόμενων αγορών και των ανεπτυγμένων χωρών είναι ότι οι πρώτες θεωρούνται παραδοσιακά πιο επιρρεπείς στον πολιτικό κίνδυνο, ενώ οι ανεπτυγμένες χώρες λιγότερο.
Στην ανακοίνωση της Τρίτης, οι αναλυτές της Fitch ανέφεραν δεόντως κάποια στατιστικά στοιχεία. «Αναμένουμε ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα αυξηθεί στο 6,3% του ΑΕΠ το 2023, από 3,7% το 2022, αντανακλώντας τα κυκλικά ασθενέστερα ομοσπονδιακά έσοδα, τις νέες πρωτοβουλίες δαπανών και την υψηλότερη επιβάρυνση από τόκους», σημείωσαν, προβλέποντας «περαιτέρω διεύρυνση στο 6,9% του ΑΕΠ το 2025».
Εν τω μεταξύ, «ο λόγος τόκων προς έσοδα αναμένεται να φθάσει το 10% έως το 2025 (έναντι 2,8% για τη διάμεση τιμή «ΑΑ» και 1% για τη διάμεση τιμή «ΑΑΑ»)» και ο «λόγος χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να (φθάσει) το 118,4% έως το 2025… δυόμισι φορές υψηλότερος από τη διάμεση τιμή «ΑΑΑ» για 39,3% του ΑΕΠ». Με απλά λόγια, τα στοιχεία για το χρέος της Αμερικής είναι πολύ χειρότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα με κορυφαία αξιολόγηση και είναι πιθανό να επιδεινωθούν.
Φυσικά, όπως ανταπάντησαν θυμωμένα πολλοί οικονομολόγοι, η Αμερική δεν είναι ακριβώς μια «κανονική» χώρα. Εφόσον απολαμβάνει το διάσημο (ή διαβόητο) «παράλογο προνόμιο» να τυπώνει δολάρια, μπορεί πάντα να αποπληρώνει τα χρέη της – αν το επιλέξει.
Επιπλέον, η ίδια η Fitch σημείωσε ότι ορισμένα από αυτά τα στατιστικά στοιχεία για το χρέος έχουν πράγματι βελτιωθεί πρόσφατα: το χρέος προς το ΑΕΠ, ας πούμε, προβλέπεται να είναι «μόνο» 112% το 2023, από 122,3% το 2020. Δεν είναι περίεργο που η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν, απέρριψε την υποβάθμιση ως «αυθαίρετη και βασισμένη σε ξεπερασμένα δεδομένα».
Αλλά αυτό που πολλοί επικριτές δεν κατάλαβαν είναι ότι αυτή η υποβάθμιση δεν έχει να κάνει τόσο με τα οικονομικά όσο με την πολιτική – ή τη «διακυβέρνηση», για να χρησιμοποιήσουμε τον ευγενικό ευφημισμό που επανειλημμένα αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης. Διότι, ακόμη και αν η Ουάσινγκτον μπορεί θεωρητικά να πληρώσει τους λογαριασμούς της και να μειώσει το χρέος της, αυτό δεν σημαίνει ότι θα το κάνει κιόλας- ή τουλάχιστον όχι με 100% πιθανότητα. Υπάρχει ένας νέος κυματισμός του πολιτικού κινδύνου.
Ένα σημάδι αυτού είναι ότι οι πικρές μάχες στο Κογκρέσο συνεχίζουν να εκρήγνυνται για το ανώτατο όριο του χρέους. Και ενώ η τελευταία τέτοια αντιπαράθεση επιλύθηκε τον Ιούνιο, οι φωνές -και οι απειλές για «λουκέτο» στην κυβέρνηση- μπορεί να επιστρέψουν αυτό το φθινόπωρο, όταν θα ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό του 2024.
Το ευρύτερο ζήτημα, ωστόσο, είναι ότι το πολιτικό οικοσύστημα είναι τόσο πολωμένο που είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το Κογκρέσο θα λάβει τα λογικά μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων της Αμερικής. Αυτά περιλαμβάνουν την εκπόνηση ενός διακομματικού νομοσχεδίου για την αναμόρφωση της κοινωνικής ασφάλισης, την επανεξέταση των δαπανών και τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος. Δεν έχουν αναληφθεί σοβαρές πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση μετά την επιτροπή Simpson-Bowles του 2010 – και αυτή απέτυχε.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η τυχαία χορογραφία αυτής της εβδομάδας έχει σημασία. Εάν η νομική επίθεση του Σμιθ βγάλει τον Τραμπ από την κούρσα των εκλογών του 2024 με τρόπο που θα επιτρέψει στις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις να επικρατήσουν, είναι δυνατόν να φανταστούμε ένα μελλοντικό σενάριο όπου θα μπορούσαν να προκύψουν στο Κογκρέσο λογικές διακομματικές δημοσιονομικές πολιτικές για την αντιμετώπιση του χρέους.
Αλλά αυτή τη στιγμή ο Τραμπ προηγείται στο Ρεπουμπλικανικό πεδίο, με διαφορά, και οι κατηγορίες ενεργοποιούν τη βάση του. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό θα διασφαλίσει ότι ο αγώνας του 2024 θα είναι πικρά πολωμένος, καθιστώντας αδύνατες τις διακομματικές πρωτοβουλίες. Στη χειρότερη περίπτωση, αν ο Τραμπ κερδίσει ξανά την προεδρία (κάτι που δεν μπορεί να προεξοφληθεί), αυτό θα εξαπολύσει βαθιά πολιτική αβεβαιότητα.
Πρόκειται, άλλωστε, για έναν λαϊκιστή, ο οποίος έχει ορκιστεί να εκδικηθεί τους εχθρούς του με το «ξεκοίλιασμα» της δημόσιας διοίκησης. Την τελευταία φορά που ήταν στην εξουσία, απείλησε την ανεξαρτησία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, έκανε μεγάλες φοροελαφρύνσεις χωρίς χρηματοδότηση και απέτυχε να περιορίσει τις δαπάνες. Πιο πρόσφατα, δεσμεύτηκε να εμποδίσει τις μεταρρυθμίσεις της κοινωνικής ασφάλισης ή του Medicare και υποσχέθηκε να παρατείνει τις φορολογικές περικοπές που λήγουν.
Έτσι, ενώ μπορεί να φαίνεται δίκαιο να αμφισβητηθεί κάποια από την οικονομική λογική – καθώς και η χρονική στιγμή – της κίνησης του Fitch, οι φόβοι του οίκου αξιολόγησης για αυξανόμενο πολιτικό κίνδυνο φαίνεται να είναι ακριβείς. Αυτό που πραγματικά αποκαλύπτει η απώλεια του «ΑΑΑ» είναι ότι η Αμερική κρίνεται λιγότερο ως ανεπτυγμένη χώρα και περισσότερο ως αναδυόμενη αγορά.
Ο Θείος Σαμ θα πρέπει να κλαίει.