Του Δημήτρη Μπεκιάρη
Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που είχαν τεθεί πριν από την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις 7 του Ιούλη ήταν ποια θα είναι η στάση της νέας κυβέρνησης, της κυβέρνησης Μητσοτάκη έναντι του αμερικανικού παράγοντα.
Όταν τη χώρα κυβερνούσαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είχαν φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, με αποτέλεσμα ο ρόλος που διαδραματίζει πλέον η χώρα μας στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και στην βαλκανική χερσόνησο να είναι αναβαθμισμένη, ενώ τα εθνικά συμφέροντα θωρακίστηκαν με τον καλύτερο τρόπο, τόσο στα Βαλκάνια, όσο και απέναντι στην επιθετικότητα του Ερντογάν.
Η Συμφωνία των Πρεσπών βελτίωσε την εικόνα και αναβάθμισε το κύρος της ελληνικής διπλωματίας σε διεθνές επίπεδο και οπωσδήποτε αποτέλεσε έναν ακόμη παράγοντα για την ενίσχυση των ελληνοαμερικανών σχέσεων, δεδομένου πως η λύση του ζητήματος της ονομασίας της γειτονικής χώρας υπήρξε απαραίτητη προϋπόθεση και αποτελεί βασικό παράγοντα για την ολοκλήρωση των Βορειοατλαντικών σχεδιασμών στα Βαλκάνια και στην ανατολική Ευρώπη ευρύτερα.
Παράλληλα με τα αμερικανικά συμφέροντα, η Συμφωνία των Πρεσπών, θεωρήθηκε ότι διασφαλίζει ένα πολύ σημαντικό μέρος της προώθησης των γερμανικών συμφερόντων και της υλοποίησης της στρατηγικής του Βερολίνου στην ανατολική Ευρώπη, είτε αυτή αφορά σε επιχειρηματικό – εμπορικό – οικονομικό επίπεδο, είτε κυρίως στο ενεργειακό σκέλος της γερμανικής διπλωματίας.
Οι προσδοκίες της γερμανικής πολιτικής, οικονομικής και βιομηχανικής ελίτ από τη Συμφωνία των Πρεσπών, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η Συμφωνία συνιστά ουσιαστική εξέλιξη της ΝΑΤΟϊκής ολοκλήρωσης στα Βαλκάνια, καθόρισαν σε εξαιρετικά σημαντικό βαθμό την στάση της ομάδας ανθρώπων που πλαισιώνουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο σύστημα διακυβέρνησης που στην παρούσα συγκυρία έχει την έδρα του στο Μέγαρο Μαξίμου. Πέρα από τις λαϊκίστικες κραυγές των γραφικών ακροδεξιών που έχουν ενσωματωθεί στο κόμμα του Μητσοτάκη, πέρα ακόμη και από τον ανεύθυνο και άκρως επικίνδυνο λαϊκισμό του ιδίου, οι σοβαροί συνομιλητές του σημερινού πρωθυπουργού και κάποιοι από τους συμβούλους του ρωτούσαν με αγωνία «Τι θα κάνουμε με τη Συμφωνία των Πρεσπών και με τους Αμερικανούς όταν γίνουμε κυβέρνηση;».
Εκεί, στο Μέγαρο Μαξίμου, βρίσκεται σε εξέλιξη ένα αόρατο power game, μία – μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας – σύγκρουση δύο ανταγωνιστικών «γραμμών», δύο πόλων που ετεροπροσδιορίζονται από τον ξενικό παράγοντα, ενός «φιλοαμερικανικού» κι ενός «φιλογερμανικού» πόλου.
Η λαϊκίστικη στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας έναντι της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι αλήθεια ότι προβλημάτισε έντονα τον αμερικανικό παράγοντα πριν ο σημερινός πρωθυπουργός αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης της χώρας τον περασμένο Ιούλιο. Το παρασκήνιο των επαφών της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ελλάδα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όλους τους προηγούμενους μήνες υπήρξε έντονο και σκληρό για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Οι βαθυγνώστες του παρασκηνίου μπορούν να αντιληφθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε όλη της την έκταση και τη διάσταση, όχι μόνο την θεαματική – εντυπωσιακή κυβίστηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά και τη σημερινή αδρανή στάση της ελληνικής διπλωματίας έναντι των εξελίξεων στη βαλκανική και ειδικά στη Βόρεια Μακεδονία.
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Η Ελλάδα από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 ανήκει στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Η πραγματικότητα αυτή είναι αδύνατον να ανατραπεί αν λάβει κανείς τα σημερινά δεδομένα. Η Ελλάδα συνιστά προνομιακό πεδίο άσκησης και επιρροής της αμερικανικής πολιτικής και διπλωματίας. Αποδεχόμενη αυτή την πραγματικότητα η Γερμανία είχε και έχει έναν ρεαλιστικό στόχο, ο οποίος είναι ο εξής: Η εξασφάλιση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου χώρου για την ανάπτυξη των δικών της, οικονομικών κυρίως, συμφερόντων στην Ελλάδα. Το είδαμε αυτό κυρίως την εποχή του Κώστα Σημίτη, όταν Αμερικανοί και Γερμανοί βάδισαν χέρι – χέρι.
Η «φιλογερμανική» πτέρυγα του συστήματος διακυβέρνησης που είναι σήμερα εγκατεστημένο στο Μέγαρο Μαξίμου, χάραξε τη στρατηγικής της (για λογαριασμό του Βερολίνου) και έκανε τις τελικές εισηγήσεις της προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη με βάση την παραπάνω ρεαλιστική πραγματικότητα. Κανένας δεν πίστευε πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα δημιουργούσε ποτέ σοβαρές επιπλοκές ή θα διατάρασσε τις εξαιρετικές ελληνοαμερικανικές σχέσεις, το υψηλό επίπεδο των οποίων αποτελεί επίτευγμα του Αλέξη Τσίπρα και της ελληνικής διπλωματίας που ασκήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ. Στο πλαίσιο του διαλόγου ανάμεσα στις δύο ομάδες που πλαισιώνουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη κυριάρχησε η «φιλοαμερικανική» πτέρυγα, η οποία κάλεσε τον σημερινό πρωθυπουργό να μην ανατρέψει τα σημαντικά αποτελέσματα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στο πεδίο της άσκησης της ελληνικής διπλωματίας και να συνεχίσει από εκεί που άφησε τα πράγματα ο προκάτοχός του.
Με αυτό το σκεπτικό, στο πλαίσιο της ρεαλιστικής προσέγγισης που έκανε, η «φιλογερμανική» πτέρυγα – πέραν του ζητήματος της Συμφωνίας των Πρεσπών – συμβιβάστηκε χωρίς πολλές αντιρρήσεις επισημαίνοντας ή απαιτώντας ενίοτε την εξασφάλιση του απαραίτητου χώρου για κάποια από τα γερμανικά συμφέροντα.
Οι τελευταίες εξελίξεις στη Συρία, η εισβολή των στρατευμάτων του Ερντογάν και η στάση του Ντόναλντ Τραμπ έχουν ενεργοποιήσει εκ νέου την «φιλογερμανική» πτέρυγα στο Μέγαρο Μαξίμου, η οποία θέτει το ζήτημα αλλαγής στρατηγικής της ελληνικής διπλωματίας και κυρίως αλλαγής στάση – όχι στρατηγικού, αλλά τακτικού χαρακτήρα – έναντι του Αμερικανικού παράγοντα. Ένα από τα βασικά επιχειρήματα της φίλα προσκείμενης τάσης στο Βερολίνο είναι η «αναξιοπιστία του Ντόναλντ Τραμπ», δηλαδή της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας. Την στάση αυτή των «φιλογερμανών» συμβούλων του Κυριάκου Μητσοτάκη πυροδότησε το γεγονός ότι λίγο πριν από τις αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ για τη Συρία και τους Κούρδου, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο είχε κάνει λόγο για την ελληνοαμερικανική συμφωνία που ισχυροποιεί τις σχέσεις ανάμεσα σε Αθήνα και Ουάσιγκτον και ενισχύει την Ασφάλεια της χώρας μας.
Η πραγματικότητα είναι πως η συνέχεια, οι αποφάσεις δηλαδή του Ντόναλντ Τραμπ και οι ενέργειες των ΗΠΑ σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο στην Συρία, δεν δικαίωσαν το περιεχόμενο του διαλόγου ανάμεσα στην ελληνική πλευρά και τον Μάικ Πομπέο. Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα έχει κινητοποιήσει την «φιλογερμανική» πτέρυγα ώστε να εισηγείται την αλλαγή πλεύσης της ελληνικής διπλωματίας.
Κομβικό ρόλο στο «φιλογερμανικό» παιχνίδι, το οποίο αποτελεί επιλογή υψηλού ρίσκου και που ξετυλίγεται, φέρεται να διαδραματίζει η διπλωματική σύμβουλος του πρωθυπουργού, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Μάλιστα πρόσωπα, γνωστά για την αμερικανική επιρροή που δέχονται, μιλούν πλέον με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για την ίδια προσπαθώντας να ορίσουν με όσο γίνεται μεγαλύτερη ακρίβεια το περιεχόμενο της ειδικής σχέσης που έχει με το Βερολίνο. Παράλληλα επισημαίνουν ότι «καπελώνει» τον υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Δένδια, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου είναι εκείνη που ασκεί επί της ουσίας την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Περισσότερα για τη συγκεκριμένη περίπτωση θα γράψουμε προσεχώς…