Ως πολιτικό σωσίβιο επιχειρεί να χρησιμοποιήσει ο Ταγίπ Ερντογάν τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, σε μία προσπάθεια να αποπροσανατολίσει την κοινή του γνώμη από τα κυρίαρχα προβλήματα της τουρκικής κοινωνίας, που είναι η οικονομία και η καταστολή στο πλαίσιο ενός πολιτικού momentum, όπου η δημοφιλία του προέδρου της Τουρκίας και του κόμματός του έχει αισθητά υποχωρήσει.
Με αυτά τα δεδομένα και όπως σημειώνουν οι Τούρκοι δημοσιογράφοι που ζουν στο εξωτερικό και εργάζονται σε ανεξάρτητα ΜΜΕ, ο Ταγίπ Ερντογάν επιτέθηκε με σφοδρότητα κατά του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν αναλαμβάνοντας έτσι να διαδραματίσει τον ρόλο του προστάτη των μουσουλμάνων και στην προκειμένη περίπτωση των Παλαιστινίων. Όχι όμως όλων των Παλαιστινίων, αλλά εκείνων που βρίσκονται κάτω από την πολιτική επιρροή της Χαμάς και της παλαιστινιακής Τζιχάντ.
Δηλαδή εκείνων των Παλαιστινίων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη ως τρομοκρατικές οργανώσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται πολιτικά.
Είναι οπωσδήποτε γνωστό σε όλους πως εδώ και πολλά χρόνια ο Ταγίπ Ερντογάν αποκατέστησε την πολιτική επικοινωνία με τη Χαμάς επιτρέποντας να ανοίξουν γραφεία της οργάνωσης αυτής στην Τουρκία αλλά και να οικοδομηθούν διμερείς σχέσεις παντός τύπου μεταξύ Άγκυρας και Γάζας, κυρίως μετά την τραυματική υπόθεση του Mavi Marmara. Άλλωστε από τότε είχε αρχίσει κα η κατρακύλα χωρίς σταματημό των τουρκο-ισραηλινών δεσμών.
Ο Ταγίπ Ερντογάν χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί το παλαιστινιακό ζήτημα όποτε τον συμφέρει ή όποτε το χρειάζεται για να ανατρέψει εσωτερικές πολιτικές καταστάσεις. Έτσι και τώρα, περίοδο κατά την οποία τα οικονομικά ζητήματα καθώς και τα θέματα καταστολής αποτελούν τα κυρίαρχα σημεία σύγκρουσης του κυβερνώντος κόμματος και του ίδιου του προέδρου με την κοινωνία, ο Ερντογάν επιχειρεί, όπως θα το λέγαμε λαϊκά, «να το παίξει Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής», δηλαδή προστάτης του Ισλάμ και των Αγίων Τόπων, δηλαδή της Ιερουσαλήμ.
Μπροστά σε αυτή την προοπτική, ο Ταγίπ Ερντογάν δεν φοβάται να επιτεθεί προσωπικά πια κατά του Τζο Μπάιντεν υπονομεύοντας έτσι ακόμα και το ενδεχόμενο να συναντηθούν οι δύο πρόεδροι στο περιθώριο της προσεχούς συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στις 14 Ιουνίου.
Όπως υποστηρίζουν διεθνείς αναλυτές, είναι αμφίβολο το εάν ο Λευκός Οίκος θα ξεχάσει εύκολα την ύβριν την οποία απεύθυνε ο Ταγίπ Ερντογάν στον Τζο Μπάιντεν, ότι δηλαδή τα χέρια του είναι βαμμένα με αίμα επειδή στηρίζει το Ισραήλ. Κουβέντες σαν κι αυτή δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες ούτε βεβαίως από τους γραφειοκράτες του State Department, ούτε και από τους στρατιωτικούς του Πενταγώνου, αλλά ούτε και από το Συμβούλιο Ασφαλείας του προέδρου των ΗΠΑ. Το ζήτημα είναι κατά πόσο ο Ταγίπ Ερντογάν συνειδητοποιεί το μέγεθος της κόντρας την οποία εγκαινίασε.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας με μια απίστευτη ευκολία καταδίκασε και την Αυστρία, διότι σήκωσε την ισραηλινή σημαία στο κτήριο της Καγκελαρίας στη Βιέννη σε μία ένδειξη στήριξης του Ισραήλ έναντι των επιθέσεων της Χαμάς. Το θέμα δεν είναι μόνο ότι ο Ταγίπ Ερντογάν κατηγόρησε την Αυστρία για μία πολιτική επιλογή της, αλλά ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας σε δημόσια εμφάνισή του μπροστά στις κάμερες καταράστηκε την Αυστρία. Χρησιμοποίησε δηλαδή τους πιο απόκρυφους και βαθιά ριζωμένους στον μουσουλμανικό μεσαίωνα μηχανισμούς προκειμένου να ικανοποιήσει τα δογματικά και θρησκευτικά ένστικτα, κατώτατου επιπέδου, της τουρκικής Ανατολίας. Διότι προφανώς σε αυτούς τους ψηφοφόρους απευθύνεται ο Ερντογάν όταν κάνει λόγο για κατάρες.
Ποιος άραγε δίνει σημασία στη Μέση Ανατολή σε αυτές τις κινήσεις εντυπωσιασμού του προέδρου της Τουρκίας; Προφανώς οι εναπομείναντες σύμμαχοί του, δηλαδή η Χαμάς, κάποιες οργανώσεις Τζιχάντ, οι Αδερφοί Μουσουλμάνοι στην Αίγυπτο και τη Συρία και βεβαίως το Κατάρ, το οποίο έχει επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια στα κατασκευαστικά οράματα του προέδρου της Τουρκίας έχοντας βάλει χέρι στα μεγαλύτερα φιλέτα του τουρκικού real estate. Αρκούν αυτοί οι σύμμαχοι του Ταγίπ Ερντογάν για να του επιτρέψουν την επάνοδό του στη διεθνή σκηνή με αξιώσεις; Όχι βέβαια. Το παιχνίδι στη Μέση Ανατολή παίζεται μεταξύ του Ισραήλ, της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, των Αραβικών Εμιράτων, της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν.
Όπως διαδόθηκε τα προηγούμενα 24ωρα μετ’ επιτάσεως τις τελευταίες εβδομάδες, παρατηρήθηκαν μία δραματική επιδείνωση των σχέσεων της Άγκυρας με την Τεχεράνη και ένα ορατό ρήγμα στη συμμαχία Ιράν-Τουρκίας και αυτό όχι λόγω Μέσης Ανατολής. Η Τεχεράνη και η Άγκυρα, δηλαδή οι Αγιατολάδες και ο Ταγίπ Ερντογάν, έχουν εντελώς αντιθετικά συμφέροντα στην Εγγύς και Μέση Ανατολή όσον αφορά στην άσκηση πολιτικής επιρροής. Με λίγα λόγια, ήταν μαθηματικά απόλυτα σίγουρο ότι κάποια στιγμή αυτός ο άξονας θα θρυμματιζόταν εις τα εξ ων συνετέθη.