Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είπε πως ο νεοδιορισθείς υπουργός Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ θα κάνει γρήγορα βήματα, τα οποία δεν προσδιόρισε, μαζί με την κεντρική τράπεζα, αλλά πρόσθεσε πως είναι λάθος να υποτεθεί ότι ο ίδιος έχει αλλάξει γνώμη για τα επιτόκια.
Μετά την επανεκλογή του τον περασμένο μήνα, ο Ερντογάν, “εχθρός” όπως αποκαλεί τον εαυτό του, των επιτοκίων, διόρισε τον Σιμσέκ και τη νέα διοικήτρια της κεντρικής τράπεζας Χαφιζέ Γκαγέ Ερκάν, κινήσεις που θεωρήθηκαν προάγγελος αλλαγής στην πολιτική σχετικά με τα επιτόκια.
«Μερικοί φίλοι μας δεν πρέπει να κάνουν λάθος, ρωτώντας ‘Πηγαίνει ο πρόεδρός μας για σοβαρή αλλαγή στην πολιτική των επιτοκίων;», είπε ο Ερντογάν στους δημοσιογράφους στην πτήση της επιστροφής από το Αζερμπαϊτζάν χθες, Τρίτη, σύμφωνα με το κείμενο των δηλώσεών του που δημοσιεύουν σήμερα τουρκικά ΜΜΕ.
«Αλλά σχετικά με την άποψη του υπουργού Οικονομικών μας, δεχθήκαμε ότι θα πάρει βήματα γρήγορα, άνετα με την κεντρική τράπεζα», είπε ο Ερντογάν.
Τα σχόλιά του υποδηλώνουν πως έχει δώσει το πράσινο φως για αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα, η οποία μείωσε τα επιτόκια από 19% το 2021 στο 8,5%, αν και ο πληθωρισμός έφθασε σε υψηλό 24 ετών στο 85,5% τον Οκτώβριο πέρυσι.
Αναλυτές μεγάλων επενδυτικών τραπεζών περιμένουν τώρα ότι η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας θα αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια όταν συγκληθεί η επιτροπή νομισματικής πολιτικής στις 22 Ιουνίου.
Ο Ερντογάν δήλωσε πως είναι αποφασισμένος να επιτύχει χαμηλότερο πληθωρισμό, ο οποίος έπεσε λίγο κάτω από το 40% τον Μάιο, προσθέτοντας πως διατηρεί την πολιτική “χαμηλού πληθωρισμού, χαμηλών επιτοκίων”.
Ο Ερντογάν δήλωσε πως ενημέρωσε τη διοικήτρια της κεντρικής τράπεζας για τις προσδοκίες του.
«Θεού θέλοντος, ούτε ο υπουργός μας των Οικονομικών ούτε η διοικήτρια της κεντρικής τράπεζάς μας θα μας φέρουν σε δύσκολη θέση και νομίζω ότι καλώς εχόντων των πραγμάτων θα έχουμε θετικά αποτελέσματα».
Ο Ερντογάν προειδοποίησε εξάλλου πως η Τουρκία δεν “θα ικανοποιήσει” απαραίτητα τις “προσδοκίες” της Σουηδίας, υποψήφιας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, κατά την προσεχή σύνοδο κορυφής της Ατλαντικής Συμμαχίας στο Βίλνιους (Λιθουανία) στις 11 και 12 Ιουλίου.
«Θεού θέλοντος, θα συμμετάσχω (στη σύνοδο κορυφής). Η Σουηδία έχει προσδοκίες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα τις ικανοποιήσουμε», δήλωσε ο Τούρκος πρόεδρος, που μπλοκάρει εδώ και 13 μήνες την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, καταγγέλλοντάς την κυρίως για ήπια στάση απέναντι στους Κούρδους μαχητές που έχουν καταφύγει στο έδαφός της.
«Για να μπορέσουμε να συμμορφωθούμε με αυτές τις προσδοκίες, πρέπει κατ΄αρχάς η Σουηδία να κάνει αυτό που της αναλογεί», πρόσθεσε ο Ερντογάν.
Τριμερής συνάντηση ανάμεσα στην Τουρκία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία αναμένεται να πραγματοποιηθεί σήμερα στην Άγκυρα.
Στις αρχές Ιουνίου στην Κωνσταντινούπολη, ο επικεφαλής του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ κάλεσε την Τουρκία να εγκρίνει την ένταξη της Σουηδίας στη Συμμαχία «το ταχύτερο δυνατό», εκτιμώντας ότι έχει «εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της».
Την ίδια ώρα διαδήλωση κατά του Ερντογάν και κατά της ένταξης της Σουηδίας στη συμμαχία πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη, με τη συμμετοχή κυρίως της επιτροπής Ροτζάβα, ομάδας υποστήριξης σε ένοπλες κουρδικές οργανώσεις στη Συρία, εχθρούς της Άγκυρας.
«Δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε αυτό με θετικό τρόπο (…) Τι κάνουν οι (σουηδικές) δυνάμεις της τάξης; Η δουλειά τους είναι να τους συλλάβουν», είπε σήμερα ο Ερντογάν.
«Αν δεν ασχοληθείτε με αυτό, δεν μπορούμε (να πούμε ναι) στο Βίλνιους», πρόσθεσε.
Η Τουρκία, που έδωσε το πράσινο φως στα τέλη Μαρτίου στην ένταξη της Φινλανδίας στη Συμμαχία, είναι μαζί με την Ουγγαρία οι μόνες από τις 31 χώρες μέλη του ΝΑΤΟ που δεν έχουν ακόμη επικυρώσει την προσχώρηση της Σουηδίας.
Η σουηδική κυβέρνηση ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι απέλασε στην Τουρκία έναν υποστηρικτή του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) που έχει καταδικαστεί στην Τουρκία για λαθρεμπόριο ναρκωτικών, ανταποκρινόμενη ντε φάκτο σε έναν όρο που είχε θέσει η Άγκυρα για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Όμως οι τουρκικές αρχές ζητούν δεκάδες απελάσεις μαχητών που έχουν καταφύγει στη Σουηδία και τους οποίους χαρακτηρίζουν “τρομοκράτες”, απαίτηση που είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί σύμφωνα με τη σουηδική κυβέρνηση, καθώς τα δικαστήρια έχουν την τελευταία λέξη σε αυτές τις υποθέσεις.