Του Μιχάλη Ψύλου
Δύο βασικά φαινόμενα προκύπτουν από την έκθεση του ΟΟΣΑ για την τάση της παγκόσμιας οικονομίας: Το πρώτο είναι η αμερικανική απόφαση να αλλάξει την πορεία της παγκοσμιοποίησης, με περαιτέρω ενίσχυση της βιομηχανικής πολιτικής ,αλλά και της αντιπαράθεσης με την Κίνα.
Το δεύτερο είναι η προοδευτική μετατόπιση του εκκρεμούς της ανάπτυξης προς τα ανατολικά. Τόσο το 2023 όσο και το 2024 οι χώρες με τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ θα είναι η Ινδία, η Κίνα και η Ινδονησία που θα κινηθούν στο 3%, έναντι μόλις 1% για την ΕΕ και τις ΗΠΑ.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 8,7% μεταξύ 2020 και 2023. Η Κίνα, παρά τα μηνύματα που μιλούν για ενδεχόμενη κρίση της, διατηρεί τον δυναμισμό της, τόσο που σε τέσσερα χρόνια το ΑΕΠ θα ανέβει κατά 20%. Την ίδια περίοδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα σημειώσουν αύξηση 6,2% και η Ευρωζώνη μόλις 3,2%.
Με απλά λόγια, η έκθεση του ΟΟΣΑ σκιαγραφεί μια ανησυχητική εικόνα για το πεπρωμένο του Δυτικού κόσμου όσον αφορά την ικανότητα να αντιμετωπίσει τις διάφορες προκλήσεις που προκύπτουν. Αυτή είναι μια πολύ κακή εικόνα για τη Γηραιά ήπειρο. Μια εικόνα που αναμφίβολα θα επηρεάσει τις μελλοντικές γενιές. Αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι παίζονται πολλά σε αυτό το μέτωπο, μάλλον θα το καταλάβουμε μόνο όταν κάποιος άλλος, εκτός ΕΕ, επιλέξει για εμάς ποιο μέλλον έχουμε να ζήσουμε εμείς και τα παιδιά μας.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν διστάζουν να ανοίξουν το πουγκί για στηρίξουν τις επιχειρήσεις. Όταν όλοι αναμένουν ότι σε μια δεκαετία το έλλειμμα θα σταθεροποιηθεί περίπου στο 7% του ΑΕΠ, με δεδομένες τις προκλήσεις, που θα έχει να αντιμετωπίσει η υπερδύναμη, υπάρχει πλέον μια σαφής εικόνα για το ποια θα είναι η ανάγκη στήριξης από το αμερικανικό δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα.
Κλέινει το πουγκί
Στην Ευρώπη, από την άλλη, το «πουγκί» θα στερέψει με τα νέα μέτρα του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας, από την επόμενη χρονιά. Χωρίς να καταλαβαίνουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες ότι σε μια εποχή τόσο μεγάλων περιβαλλοντικών, κοινωνικών, ακόμη και στρατιωτικών προκλήσεων, υπάρχει τεράστια ανάγκη για μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Και αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για εκείνες τις στρατηγικές περιοχές της Ευρωζώνης που έχουν αντιμετωπίσει περισσότερες δυσκολίες τα τελευταία χρόνια, όπως η Ελλάδα. Και αυτό αφορά στη διαχείριση του πιο ισχυρού μέσου οικονομικής πολιτικής, δηλαδή της δημοσιονομικής πολιτικής. Οι ευρωπαϊκές ενέργειες σε αυτόν τον τομέα καταδικάζουν την ΕΕ να γίνει το πιο αδύναμο μέρος του κόσμου οικονομικά, και συνεπώς πολιτικά. Παρά την επιθυμία να επηρεάσουμε τον υπόλοιπο πλανήτη με τις ευρωπαϊκές μας αξίες. Το δημοσιονομικό «σφίξιμο» και η λιτότητα, δεν θα μειώσει το χρέος των χωρών του Νότου. Είναι ανάγκη να αποκατασταθεί η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και να ενισχυθούν οι επιχειρήσεις. Αλλιώς δεν υπάρχει ελπίδα να αυξηθεί η εγχώρια ζήτηση.
Ούτε φυσικά η αύξηση των επιτοκίων και του κόστους του χρήματος, που επιμένει η ΕΚΤ για την καταπολέμηση του επίμονου πληθωρισμού, βοηθά την ανάπτυξη. Η Γερμανίδα Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ δεν διστάζει να πιέζει για αύξηση των επιτοκίων και κατά 50 μονάδες βάσης –όχι μόνο για 25- στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, την προσεχή Πέμπτη.
Τι κι αν η Ευρωζώνη είναι πλέον επισήμως σε ύφεση, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat. Εστω και «τεχνική».Η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας επιβραδύνει την ανάπτυξη της Γηραιάς ηπείρου. Ολες οι οικονομικές προοπτικές της ΕΕ κινούνται προς τα κάτω. Οι προσδοκίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη 1,1% το 2023, στις 20 χώρες που μοιράζονται το ενιαίο νόμισμα, φαίνονται αβέβαιες. Το ποσοστό φαίνεται τώρα « πολύ αισιόδοξο », λέει η Σαρλότ ντε Μονπελιέ, οικονομολόγος της ING ,η οποία τώρα κάνει λόγο μόλις για +0,5% για ολόκληρο το έτος. «Από την άνοιξη, όλα τα δεδομένα είναι άσχημα», λέει η Γαλλίδα οικονομολόγος. «Η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται σε φάση στασιμότητας και θα δυσκολευθεί να ξεπεράσει τον χειμώνα λόγω του ενεργειακού σοκ». Επιτέλους, όχι άλλο «κάρβουνο»…