Του Γιώργου Λιερού
Για την γεωπολιτική της 17Ν; Όχι μόνο. Με το νέο του βιβλίο «Η Γεωπολιτική της 17Ν. Στον ενιαίο χώρο Ελλάδα-Τουρκία», ο Δημήτρης Κουφοντίνας παρουσιάζει την πιο διαδεδομένη αντίληψη για τα εθνικά ζητήματα στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ και της παραδοσιακής αριστεράς κατά την πρώτη δεκαετία μετά την μεταπολίτευση. Σήμερα το μεγαλύτερο κομμάτι της αριστεράς έχει αποκηρύξει τον πατριωτισμό και είναι πολύ επιφυλακτικό με τον αντιϊμπεριαλισμό που τον υποψιάζεται για εθνικισμό. Ένα άλλο κομμάτι, που υπεράσπιζε παλιότερα αντιϊμπεριαλιστικές και πατριωτικές θέσεις, σήμερα, επικαλούμενο την τουρκική απειλή, έχει περάσει και είναι ιδιαίτερα ενεργό στον χώρο της εθνικιστικής δεξιάς. Το βιβλίο του Δ. Κουφοντίνα είναι διπλά χρήσιμο. Πρώτον, μας δίνει σημεία στήριξης για να ασκήσουμε κριτική στις δύο προηγούμενες εξαιρετικά προβληματικές κατευθύνσεις. Δεύτερον, το ίδιο το βιβλίο προσφέρεται ως αντικείμενο μιας αυστηρής αλλά και απαραίτητης κριτικής, καθώς αποτελεί την σύνοψη απόψεων που είχαν πλειοψηφικά ακροατήρια σε μια εποχή ριζοσπαστικοποίησης στην οποία, ωστόσο, βρίσκονται και μερικές από τις αιτίες της σημερινής κακοδαιμονίας.
Ο Δ. Κουφοντίνας υποστηρίζει ότι «η εθνική συνείδηση δεν είναι ιδεολόγημα. Είναι ιστορικό φαινόμενο που έχει διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη. Από την ανατροπή του φεουδαρχισμού μέσα από τις φιλελεύθερες επαναστάσεις μέχρι την ανατροπή της αποικιοκρατίας, μέσα από τις αντιαποικιακές επαναστάσεις. Η εθνική συνείδηση έφερε τις εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις, έφερε την αντίσταση στην ξένη κατοχή» (σ. 201). Πράγματι, επικαλούμενοι τη στρατηγική τάξης εναντίον τάξης δεν ξεμπερδεύουμε ούτε με τα έθνη ούτε με τα εθνικά ζητήματα. Το έθνος-κράτος (ή η πόλη κράτος) και η ταξική πάλη πάνε μαζί. Σε γενικές γραμμές, στους άλλους τύπους κρατικά οργανωμένης κοινωνίας, η ταξική πάλη παρέμενε σε λανθάνουσα κατάσταση και δεν μπορούσε να πάρει εκτεταμένη πόσο δε μάλλον πολιτική μορφή∙ ο λόγος είναι ότι αυτές οι κοινωνίες διαιρούνταν όχι κάθετα σε τάξεις (π.χ. καπιταλιστική τάξη και προλεταριάτο) αλλά οριζόντια σε τεμαχικές σειρές δικτύων που το καθένα περιείχε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους. Η πολιτικοποιημένη ταξική συνείδηση, το προλεταριάτο ως φαντασιακή κοινότητα και ως ιστορικό υποκείμενο, δεν γεννιέται άμεσα από τις σχέσεις παραγωγής αλλά σε σημεία που συγκλίνουν διαφορετικά είδη δικτύων εξουσίας (οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά αλλά και στρατιωτικά). Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Μάικλ Μαν, χωρίς τους πολιτικούς αγώνες στο εθνικό επίπεδο, χωρίς τη σύνδεση των μαχών γύρω από το κράτος με την εργασιακή διαδικασία, εάν δηλαδή η παγκοσμιοποίηση επικρατούσε πλήρως, δεν θα προέκυπτε μια ενιαία εργατική τάξη αλλά η «πραγματική ηγεμονία» της καπιταλιστικής τάξης πάνω σε μια πανσπερμία κλαδικών και τεμαχικών ανταγωνισμών.
Ο Δ. Κουφοντίνας έχει δίκιο επικρίνοντας τη «στάση μιας αριστεράς που κατάφερε να αναφέρεται σε ζητήματα καθαρά γεωπολιτικά όπως το Κυπριακό, χωρίς να αναφέρεται στο ρόλο της Αγγλίας. Ή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, χωρίς να μιλάει για τις ΗΠΑ» (σ. 18). Οι καπιταλιστικές κοινωνίες σχηματίζονται μέσω στοιχείων από διαφορετικούς τρόπους παραγωγής και συγκροτούνται σε ένα ιεραρχημένο σύστημα κρατών∙ συνυπάρχουν η άντληση υπεραξίας με την αρπαγή του πλεονάσματος, η κανονική με την πρωταρχική συσσώρευση. Μάλιστα στην πιο σύγχρονη μορφή που παίρνει ο ιμπεριαλισμός, η ιεραρχία ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη(αυτό που λέγαμε κάποτε ιμπεριαλιστική αλυσίδα) αναπαράγεται στο εσωτερικό των εθνικών κρατών με την κατάτμηση σε ζώνες του εθνικού χώρου, των μεγα-πόλεων κ.λπ. (σήμερα κάθε χώρα είναι μαζί Ευρώπη και Αφρική). Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες –δίκτυα οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών και στρατιωτικών σχέσεων– σπαράσσονται από μια μεγάλη ποικιλία αντιθέσεων (εθνοτικές, φύλου, θρησκευτικές κ.α.) και όχι μόνο από ταξικές/οικονομικές. Οι διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις συνιστούν ένα σημαντικό μέρος του σύγχρονου κόσμου, ενώ πλέον (με την κατάτμηση του εθνικού χώρου σε ζώνες) η γεωπολιτική δεν αφορά μόνο την εξωτερική πολιτική αλλά και την εσωτερική.
Ο Δ. Κουφοντίνας υποστηρίζει ότι «στην κάθε χώρα υπάρχουν δυο πατρίδες με την δική τους ιδεολογία», αυτή του εργαζόμενου λαού και η πατρίδα του πλούτου (σ. 202). Ωστόσο, ο Δ. Κουφοντίνας προσεγγίζοντας τα ελληνο-τουρκικά ζητήματα, δεν υπηρετεί πάντα με συνέπεια τη διάκριση αυτή. Οι θέσεις του ελληνικού κράτους –για την αιγιαλίτιδα ζώνη, την υφαλοκρηπίδα, τις ΑΟΖ κ.λπ.– δεν τίθενται πουθενά υπό διερώτηση, θεωρούνται αυτόχρημα σωστές∙ ο ίδιος ταυτίζει την εθνική κυριαρχία με τα κυριαρχικά δικαιώματα σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα (σ. 214) και αναφέρεται στους Τούρκους και την τουρκική ιστορία μέσα από το πρίσμα των στερεοτύπων του ελλαδικού συρμού (ο οποίος φυσικά κάθε άλλο παρά είναι κοινωνικά και πολιτικά ουδέτερος). Το μέρος του βιβλίου που μιλάει για την τουρκική κοινωνία και το τουρκικό κράτος είναι αναμφίβολα το πλέον προβληματικό. Πολύ περιορισμένες είναι μάλιστα και οι αναφορές στην ηρωική τουρκική αριστερά.
Ο Δ. Κουφοντίνας επαναλαμβάνει τη θέση που διατύπωσε το 1999 η 17Ν: «Η τουρκική απειλή… είναι η μόνιμη καθημερινή πραγματικότητα που κλιμακώνεται από το 1974… [ΠΑΣΟΚ και ΝΔ] απέτυχαν παταγωδώς να την αντιμετωπίσουν, αντίθετα, με τις συνεχείς υποχωρήσεις τους τη γιγάντωσαν» (σ. 193) και υποστηρίζει ότι η Ελλάδα «είναι θύμα ενός διπλού ανελέητου εθνικισμού: Από τη μια πλευρά, από τις ΗΠΑ, που την θέλει ως ένα βασικό κρίκο του στρατηγικού της συστήματος, και από την άλλη, από τον φασιστικό επεκτατισμό της τουρκικής άρχουσας τάξης» (σ.303). Ο Δ. Κουφοντίνας είναι ένας επαναστάτης και ποτέ δεν θα επέλεγε να εξάγει από μια τέτοια τοποθέτηση του ζητήματος τα συμπεράσματα που βγάζει η ρεαλιστική σχολή της γεωπολιτικής: αφού κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με όλους τους εχθρούς του συγχρόνως, γιατί η Ελλάδα να μην αξιοποιήσει τον ρόλο της σαν βασικός κρίκος του στρατηγικού συστήματος των ΗΠΑ εναντίον της Τουρκίας; Σήμερα, κάποιοι από την παλιά άκρα αριστερά και το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ έχουν πάρει αυτόν τον ολισθηρό δρόμο: υπεραμύνονται της συμμαχίας με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τα Εμιράτα, υποστηρίζουν την αποστολή πάτριοτ στη Σαουδική Αραβία και θεωρούν την Ελλάδα προμαχώνα της Δύσης και του χριστιανικού πολιτισμού απέναντι στην απειλή της Ασίας (βλ. Ρωσία, Κίνα) και του Ισλάμ.
Φυσικά η 17Ν δεν έχει καμιά σχέση με όλα αυτά και ίσως το 1999 να μπορούσαμε απλώς να προσπεράσουμε τις θέσεις της –που και τότε ήταν λαθεμένες. Σήμερα αυτό δεν μπορεί να γίνει με την εθνικιστική μερίδα της δεξιάς να επελαύνει συσπειρωμένη στο κόμμα του (ελληνοτουρκικού) πολέμου, διευρυμένη και έχοντας την υποστήριξη ντόπιων και ξένων πολιτικο-στρατιωτικών και ιδεολογικών δικτύων εξουσίας. Βέβαια, εξίσου αν όχι περισσότερο εσφαλμένη είναι και η αντίθετη άποψη, δηλαδή ότι η Ελλάδα είναι η επιτιθέμενη και η Τουρκία –και μάλιστα η Τουρκία της μετά το 2013 πολιτικής Ερντογάν– η αμυνόμενη. Γνωρίζουμε καλά ότι η αλλαγή των συνόρων συνεπάγεται εθνοκάθαρση και προσφυγιά. Ο πόλεμος εναντίον της ξένης εισβολής είναι δίκαιος πόλεμος. Ποιος όμως κρίνει εν τέλει το δίκαιο ή άδικο ενός πολέμου; Από την δική μας σκοπιά η απάντηση είναι: η άτυπη οιονεί κανονιστική κοινότητα που σχηματίζεται μέσα από την αντιϊμπεριαλιστική αλληλεγγύη των λαών (και η οποία φυσικά δεν αποφασίζει με ψηφοφορία). Αξίζουν άραγε την αλληλεγγύη της διεθνούς δημοκρατικής κοινής γνώμης οι σύμμαχοι του Ισραήλ, των Σαουδαράβων, του Σίσι, του Μακρόν και του Γκουιδάδο; Αν η Ελλάδα δεχτεί επίθεση από την Τουρκία ίσως οι άλλοι λαοί να μας πουν: όπως στρώσατε έτσι θα κοιμηθείτε.
Η σύγχρονη Ελλάδα, κατά την γνώμη μας, δεν είναι ένα ιμπεριαλιστικό κράτος ,όπως νομίζει ένα μεγάλο μέρος της εγχώριας αριστεράς, ή έστω μια ανεξάρτητη χώρα, αλλά ένα κράτος-πελάτης. Κράτος-πελάτης ήταν και η Τουρκία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι την άνοδο του Ερντογάν. Κράτη πελάτες είναι τα κράτη των Βαλκανίων, του Καυκάσου και της Μέσης Ανατολής εκτός του Ιράν, του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας. Η σχέση που έχει όμως το κράτος πελάτης με τους πάτρωνες του και τα άλλα κράτη της κατηγορίας του δεν είναι παθητική αλλά εξόχως ενεργητική. Η πανουργία, την οποία απέδιδε ως διαχρονικό και πάγιο χαρακτηριστικό στην ελληνική διπλωματία ένα κείμενο μιας ομάδας συντρόφων, χαρακτηρίζει την εξωτερική πολιτική των περισσοτέρων από αυτά τα κράτη. Τα κράτη-πελάτες είναι πάντα έτοιμα, μόλις ο πάτρωνας τους δώσει το ελεύθερο, να αρπάξουν ένα κομμάτι από τον γείτονα εδραιώνοντας έτσι και τη θέση τους στο εσωτερικό τους. Εάν κάποιος γείτονάς τους δυναμώσει υπέρμετρα θα αντιδράσουν ενισχύοντας τους δεσμούς τους με τους πάτρωνες τους. Όταν οι πάτρωνες θα βρουν την ευκαιρία να κοντύνουν τον «υβριστή», οι πελάτες τους θα προσπαθήσουν να χώσουν και αυτοί τα δόντια τους όπου τους σταθεί βολικό. Δεν παρακολουθούν παθητικά τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, κάνουν ο,τι μπορούν για να τις προκαλέσουν (εναντίον των γειτόνων τους)∙ τα τελευταία 200 χρόνια βαλκανικής ιστορίας είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά πάνω σε αυτό.
Οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στα κράτη-πελάτες είναι οργανικό μέρος του συστήματος ιμπεριαλιστικής εξάρτησης∙ υποδαυλίζουν αυτόν τον «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών», που αναπτύσσεται μεταξύ των συγγενών λαών. Αντίθετα, εμείς πρέπει να κινηθούμε στη κατεύθυνση της δημιουργίας και της διάδοσης στους λαούς της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας αισθημάτων συμφιλίωσης και αλληλεγγύης μέσα από την συνειδητοποίηση της κοινής μοίρας όλων μας, την αναγνώριση του κοινού μας πολιτιστικού υπόβαθρου, αυτού της ανατολικής Μεσογείου∙ να σκιαγραφήσουμε πλαίσια για την ειρηνική επίλυση των διαφορών με αμοιβαίες υποχωρήσεις, κριτήρια για το δίκαιο και τον άδικο πόλεμο. Με μια τέτοια πολιτική οφείλουμε να προσπαθήσουμε να κερδίσουμε την καρδιά έστω μιας μικρής μερίδας των λαών της γειτονιάς μας. Διαφορετικά, εάν κάποτε σταθεί δυνατό να δρομολογηθεί σε κάποια γωνιά της περιοχής μας ένα κίνημα κοινωνικού μετασχηματισμού, αυτό δεν θα μπορέσει να επιζήσει. Τα παναραβικά και τα παναφρικανικά αισθήματα των λαών τους, επέβαλλαν στις ηγεσίες του Μαρόκου και της Τυνησίας να βοηθήσουν την αλγερίνικη επανάσταση και χωρίς αυτή τη βοήθεια η τελευταία δεν θα είχε καταφέρει να επιβιώσει και να νικήσει. Τα λατινοαμερικάνικα κράτη διεξήγαγαν σκληρούς πολέμους μεταξύ τους,διέπραξαν γενοκτονίες το ένα σε βάρος του άλλου. Όμως, τι θα είχε πετύχει η αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα χωρίς αυτή την ολοζώντανη λατινοαμερικάνικη ταυτότητα που μοιράζονται οι λαοί της υποηπείρου χωρίς αυτό το τόσο ισχυρό αίσθημα του ανήκειν στην ίδια ομάδα συγγενών λαών; Είναι παλιά και γνωστή η αντιπαλότητα ανάμεσα στην Αργεντινή και τη Βραζιλία. Ποιος βραζιλιάνος ή αργεντίνος αριστερός θα τόλμαγε ποτέ να της δώσει το ίδιο βάρος με τον κοινό αγώνα που καλούνται να δώσουν οι δυο λαοί εναντίον του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού;
*συγγραφέας