Η εξωτερική πολιτική μιμείται τις κατασκοπευτικές ιστορίες στη μετεκλογική Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν. Υπουργός Εξωτερικών τοποθετήθηκε ο Χακάν Φιντάν, πρώην επικεφαλής της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών (ΜΙΤ).
Ο διορισμός του σε πολιτικό ρόλο προμηνύει ήδη δύο πράγματα:
τον ακόμη πιο άμεσο ρόλο της MIT στην αρχιτεκτονική ασφαλείας της Τουρκίας και
τη συγχώνευση της πολιτικής ηγεσίας με την υπηρεσία πληροφοριών για να προμοτάρει η Άγκυρα τα στρατηγικά συμφέροντά της.
Στην ουσία, ο Φιντάν ήταν ήδη ένας από τους σημαντικούς «παίκτες» εμπιστοσύνης του Ερντογάν, με εκτεταμένη επιρροή στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Ήταν αυτός που διεξήγαγε τις συνομιλίες πίσω από κλειστές πόρτες και δίχως ποτέ να έχει δώσει συνέντευξη στα ΜΜΕ, με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Συρία, τα ΗΑΕ, το Ιράκ, οι ΗΠΑ, για να βελτιώσει τις διπλωματικές σχέσεις της η Τουρκία.
Εδώ και χρόνια χρησιμοποιεί ένα εκτεταμένο δίκτυο διεθνών διασυνδέσεων για να «μανουβράρει» την Τουρκία στη διεθνή πολιτική. Από την Ευρώπη στη Μέση Ανατολή και από την Αφρική στη Ρωσία, ο Φιντάν συγκεντρώνει πληροφορίες με βασικό σκοπό να ενισχύει την επιρροή της Άγκυρας.
Ακόμη και στην άνοδο της στρατιωτικής ισχύος και των νέων όπλων της Τουρκίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι πληροφορίες που εξασφάλιζε ο Φιντάν.
Ο Ερντογάν έκανε τον Φιντάν υπουργό Εξωτερικών προσβλέποντας στον συγχρονισμό του διπλωματικού, του πολιτικού και του στρατιωτικού χαρτοφυλακίου, ώστε να δουλεύουν μαζί, χωρίς να μεσολαβούν κανάλια συγκέντρωσης πληροφοριών και συνεννόηση ανάμεσα σε υπηρεσίες. Ποντάρει σε ένα νέο κεφάλαιο στην τουρκική εξωτερική πολιτική, που θα του δώσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων χωρών.
Πέρα απ’ αυτό, ο Ερντογάν θεωρεί ότι με τον Φιντάν μπορεί να πετύχει και μια επαναπροσέγγιση με τους Κούρδους όχι μόνο της Τουρκίας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Άλλωστε, ο πατέρας του νέου υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας είναι Κούρδος.
Ο Φιντάν έγινε επικεφαλής της MIT το 2010, αλλά αποτελούσε έναν από τους έμπιστους του Ερντογάν από το 2003, όταν έγινε πρωθυπουργός. Το 2009, μάλιστα, ενεργούσε ως ειδικός απεσταλμένος του τότε πρωθυπουργού Ερντογάν στην ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) και της τουρκικής κυβέρνησης.
Όταν, το 2010, ανέλαβε την MIT κατηγορήθηκε από ισραηλινά και δυτικά ΜΜΕ για δεσμούς με το Ιράν και αμφίβολη «πίστη» στους συμμάχους της Τουρκίας, όπως το Ισραήλ και οι ΗΠΑ.
Τον Φεβρουάριο του 2012, ως αρχηγός της υπηρεσίας πληροφοριών, ο Φιντάν αναγκάστηκε να καταθέσει στο πλαίσιο έρευνας για το PKK. Μαζί με τέσσερις άλλους αξιωματούχους της MIT είχε πραγματοποιήσει μυστικές συναντήσεις με τους ηγέτες του PKK στο Όσλο. Οι συναντήσεις αυτές του Φιντάν είχαν εξουσιοδοτηθεί από την τουρκική κυβέρνηση.
Ο Φιντάν, όμως, αρνήθηκε να καταθέσει, κάτι που οδήγησε σε εντάλματα σύλληψης και σε μια δεύτερη πρόσκληση στο γραφείο του εισαγγελέα για τον αρχηγό της MIT.
Η όλη ιστορία οδήγησε σε μια σοβαρή αντιπαράθεση μεταξύ των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών και των δικαστικών. Ο Φιντάν και οι τέσσερις συνάδελφοί του στη MIT αρνήθηκαν να υπακούσουν στις κλήσεις του εισαγγελέα, σύμφωνα με οδηγίες του Ερντογάν.
Μετά την αντιπαράθεση, το κυβερνών κόμμα ενέκρινε νομοσχέδιο που παρείχε στη μυστική υπηρεσία μια νομική ασπίδα, διευρύνοντας τις εξουσίες της. Ο δε εισαγγελέας που «κυνήγησε» τον Φιντάν και τους συναδέλφους του καταδικάστηκε για δεσμούς με το κίνημα Γκιουλέν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016.
Το 2014, όταν η χώρα βρισκόταν εν μέσω έρευνας για διαφθορά, στην οποία εμπλέκονταν ανώτατοι αξιωματούχοι αλλά και ο ίδιος ο Ερντογάν, ο Χακάν Φιντάν παρακολουθούνταν κρυφά. Είχαν καταγραφεί συζητήσεις του για μυστικές επιχειρήσεις στη Συρία, σύμφωνα με τους «New York Times».
Μετά το πραξικόπημα του 2016 ήταν η MIT του Φιντάν που πρωτοστάτησε στις εκκαθαρίσεις και τις διώξεις των γκιουλενιστών, όχι μόνο στο εσωτερικό της Τουρκίας αλλά σε όλο τον κόσμο.
Τον Φεβρουάριο του 2017, κατά τη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, παρέδωσε μια λίστα με 300 υποτιθέμενους υποστηρικτές του Κινήματος Γκιουλέν στον Μπρούνο Καλ, πρόεδρο της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών, προσδοκώντας προφανώς σε μια συνεργασία με τους Γερμανούς. Αντί γι’ αυτό, οι γερμανικές Αρχές χρησιμοποίησαν τη λίστα του Φιντάν κυρίως για να ενημερώσουν όσους είχαν «σταμπαριστεί» από τη MIT.
Τελευταία, ο Φιντάν δεν έλειπε ποτέ από το πλάι του Ερντογάν και του απερχόμενου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, όταν πραγματοποιούσαν ταξίδια υψηλού προφίλ, ιδιαίτερα σε Ουάσινγκτον και Μόσχα.
Ο Φιντάν, που έχει λάβει στρατιωτική εκπαίδευση, έκανε αρχικά καριέρα ως υπαξιωματικός του στρατού μεταξύ 1986 και 2001. Εκεί είχε την πρώτη του επαγγελματική επαφή με την κατασκοπία, όταν υπηρέτησε στη Διοίκηση Πληροφοριών και Επιχειρήσεων του Σώματος Ταχείας Αντίδρασης του ΝΑΤΟ στη Γερμανία. Το 2007 έγινε αναπληρωτής υφυπουργός και ειδικός απεσταλμένος του τότε πρωθυπουργού Ερντογάν.
Στην πραγματικότητα, η τοποθέτηση του Φιντάν στο υπουργείο Εξωτερικών έρχεται ως μια ανοιχτή επικύρωση της τεράστιας εξουσίας και των εκτεταμένων αρμοδιοτήτων της MIT, που επί ημερών του τετραπλασιάστηκε σε μέγεθος
Στον Φιντάν προσωποποιήθηκε η εξουσία της MIT. Η καινούργια νοοτροπία της Τουρκίας είναι να του δώσει τώρα τον κορυφαίο ρόλο στην τουρκική εξωτερική στρατηγική.
Βιογραφικό
Γεννήθηκε το 1968 στην Άγκυρα και είναι κουρδικής καταγωγής. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Μέριλαντ των ΗΠΑ, με μεταπτυχιακό στην Άγκυρα. Από την έναρξη της εποχής Ερντογάν, το 2003, τοποθετούνταν πάντα σε θέσεις ευθύνης. Έως το 2007 ήταν στο γραφείο του πρωθυπουργού, στη συνέχεια σύμβουλος Ασφαλείας του, ενώ κατείχε θέσεις ως εκπρόσωπος της Τουρκίας σε διάφορους οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών. Το 2010 διορίστηκε στην τουρκική υπηρεσία πληροφοριών (ΜΙΤ). Ήταν επικεφαλής, μέχρι που αποχώρησε για το υπουργείο Εξωτερικών. Το 2015 παραιτήθηκε προσωρινά για να διεκδικήσει θέση βουλευτή, αλλά λίγες ημέρες μετά απέσυρε την υποψηφιότητά του και ο Ερντογάν τον επανατοποθέτησε στη ΜΙΤ.