Κατά τις προηγούμενες ημέρες βίαιες συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και τοπικών Αρχών έλαβαν χώρα στο βόρειο τμήμα του Κοσσυφοπεδίου, όπου είναι έντονο το σερβικό στοιχείο, με τους φόβους για μία νέα ανάφλεξη στα δυτικά Βαλκάνια να εντείνονται. Ο απολογισμός ήταν δεκάδες τραυματίες, μεταξύ των οποίων και περίπου 30 στρατιώτες της ειρηνευτικής δύναμης KFOR του ΝΑΤΟ.
Το γεγονός ότι 24 χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο δεν έχει επιτευχθεί ακόμη σταθερή ειρήνη στην περιοχή σχολιάζει η εφημερίδα του Βερολίνου tageszeitung: «Η σημερινή γενιά πολιτικών, διπλωματών και δημοσιογράφων ίσως δεν αντιλαμβάνεται πλήρως τα διδάγματα του πολέμου του Κοσσυφοπεδίου και, ως εκ τούτου, λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις που αγνοούν πλέον τα διδάγματα της ιστορίας, δημιουργώντας έτσι νέες συγκρούσεις. […] Οι πολιτικοί δεν αντιλαμβάνονται ότι η στρατηγική της χαλιναγώγησης των εθνικιστικών και αυταρχικών συστημάτων μέσω μιας πολιτικής κατευνασμού είναι λανθασμένη.
Οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι διπλωμάτες, από την άλλη πλευρά, κυνηγούν τη συμπάθεια του Αλεξάνταρ Βούτσιτς, του σημερινού προέδρου της Σερβίας και πρώην επικεφαλής προπαγάνδας του καθεστώτος Μιλόσεβιτς. Θέλουν να τον απομακρύνουν από τη συνεργασία με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και έχουν την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να αλλάξουν την πορεία του με πολιτικές και οικονομικές παραχωρήσεις. Ωστόσο, ο Βούτσιτς δεν πρόκειται να αλλάξει γνώμη επειδή μερικοί δυτικοί διπλωμάτες, που ξεχνούν την ιστορία, τον κολακεύουν. Και αυτό διευκολύνει την άσκηση πίεσης στη μη εθνικιστική κυβέρνηση στην Πρίστινα, η οποία προσπαθεί σοβαρά για ένα ειρηνικό μέλλον».
Αναφορικά με τον πρόεδρο της Σερβίας, η Süddeutsche Zeitung παρατηρεί ακόμη πως «τα όσα διαδραματίζονται στο Κοσσυφοπέδιο, ίσως να μην φέρνουν τον Αλεξάνταρ Βούτσιτς σε ακριβώς άβολη θέση, […] μιας και τώρα μπορεί να παρουσιαστεί δημοσίως ως ανήσυχος ειρηνοποιός και να απευθύνει έκκληση προς τη διεθνή κοινότητα να φέρει την κυβέρνηση του Κοσσυφοπεδίου, που προκάλεσε αυτές τις ταραχές, “πίσω στον δρόμο της λογικής”. Στο ενδιάμεσο σχεδόν κανένας δεν μιλάει για τις μαζικές διαδηλώσεις που γίνονται στη Σερβία κατά του Βούτσιτς».
Την ίδια στιγμή, η Μόσχα έγινε στόχος μεγάλης κλίμακας επίθεσης με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, για πρώτη φορά από την έναρξη του πολέμου. Οι ρωσικές αρχές ανακοίνωσαν πως η αντιαεροπορική άμυνα κατέστρεψε και τα οχτώ επιτιθέμενα αεροσκάφη και κατηγόρησε για την επίθεση την Ουκρανία, παρ’ ότι το Κίεβο αρνείται οποιαδήποτε ανάμειξη. «Σύμφωνα με τον επίσημο ρωσικό απολογισμό, δύο άτομα τραυματίστηκαν ελαφρά και οι υλικές ζημιές παρέμειναν χαμηλές. Το πόσο μεγάλη είναι η πολιτική ζημιά για το ρωσικό καθεστώς είναι δύσκολο να εκτιμηθεί προς το παρόν. Όμως, είναι προφανές ότι είναι πολύ μεγαλύτερη από τις υλικές», σχολιάζει η Frankfurter Allgemeine Zeitung.
«Όπως συνέβη και μετά την υποτιθέμενη επίθεση με μη επανδρωμένο αεροσκάφος στο Κρεμλίνο της Μόσχας στις αρχές Μαΐου και την εισβολή ενόπλων ρωσικών μαχητών στην περιοχή του Μπέλγκοροντ την περασμένη εβδομάδα, η ρωσική προπαγάνδα δυσκολεύεται να εξηγήσει τι συνέβη. Αυτά τα γεγονότα αποτελούν σημάδια της αδυναμίας των Ρώσων, τα οποία δύσκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πατριωτική κινητοποίηση του πληθυσμού. Γι’ αυτό και οι κυβερνώντες – συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Πούτιν – και τα φερέφωνά τους έκαναν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα το ιδιαίτερο. Οφείλει κανείς να αμφιβάλλει όμως για το εάν, μακριά από τη δημοσιότητα, επικρατεί αντίστοιχη ηρεμία στη Μόσχα».
Τέλος, η F.A.Z. προειδοποιεί πως «για την ουκρανική ηγεσία τέτοιες επιθέσεις ενέχουν τον κίνδυνο να τροφοδοτήσουν τη δυσπιστία μεταξύ των συμμάχων ότι τα δυτικά όπλα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν απευθείας κατά του ρωσικού εδάφους, ιδίως από τη στιγμή που τώρα – σε αντίθεση με τις προηγούμενες επιθέσεις – δεν έχουν πληγεί στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Αλλά, πιθανώς, να αξίζει περισσότερο η αβεβαιότητα που δημιουργείται έτσι στη Ρωσία».