Του Martin Wolf
Η σχέση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας πιθανότατα θα καθορίσει τη μοίρα της ανθρωπότητας τον 21ο αιώνα. Θα καθορίσει αν θα υπάρξει ειρήνη, ευημερία και προστασία του πλανητικού περιβάλλοντος, ή τα αντίθετα.
Αν γίνει το δεύτερο, οι ιστορικοί του μέλλοντος (εάν θα υπάρξουν τέτοιοι) οπωσδήποτε θα θαυμάσουν την ανικανότητα του ανθρώπινου είδους να προστατευθεί απέναντι στη βλακεία του. Ωστόσο σήμερα, ευτυχώς, μπορούμε ακόμα να δράσουμε για να αποτρέψουμε την καταστροφή. Αυτό ισχύει σε πολλά πεδία. Μεταξύ αυτών είναι τα οικονομικά. Ποια, τότε, θα πρέπει να είναι η καλύτερη διαχείριση των οικονομικών σχέσεων στο ολοένα και πιο δύσκολο μέλλον που αντιμετωπίζουμε;
Η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πρόσφατα έκαναν βαθυστόχαστες δηλώσεις για το θέμα αυτό. Ορίζουν, όμως, κάποιο εφικτό μέλλον; Επ’ αυτού, δυστυχώς, αμφιβάλλω.
Η Γέλεν ορίζει ένα σχέδιο για αυτό που αποκαλεί «εποικοδομητική εμπλοκή». Αυτό έχει τρία στοιχεία: πρώτον, «διασφάλιση των εθνικών μας συμφερόντων ασφαλείας και αυτών των συμμάχων και εταίρων μας και… προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων»· δεύτερον, «επιδίωξη μιας υγιούς οικονομικής σχέσης» που θα βασίζεται στον «δίκαιο» ανταγωνισμό· και τρίτον, «επιδίωξη συνεργασίας στις επείγουσες παγκόσμιες προκλήσεις των ημερών μας».
Συζητώντας το πρώτο στοιχείο, σημειώνει πως οι «ενέργειες εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ δεν είναι σχεδιασμένες ώστε να αποκτήσουμε ανταγωνιστικό οικονομικό πλεονέκτημα ή να καταπνίξουμε τον οικονομικό και τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της Κίνας». Ωστόσο, η δυσκολία είναι ότι η Κίνα δεν το βλέπει καθόλου έτσι, όπως έμαθα κατά τη διάρκεια μας πρόσφατης επίσκεψής μου στο Πεκίνο.
Η συζήτηση της Γέλεν για τα κρίσιμης σημασίας στοιχεία ασφάλειας αναδεικνύει το πόσο προβληματικά πρέπει να είναι. Τονίζει, για παράδειγμα, την ανησυχία των ΗΠΑ για την «άνευ ορίων» συνεργασία και υποστήριξη της Ρωσίας από την Κίνα και προειδοποιεί ενάντια στην παροχή υλικής υποστήριξης ή παροχής βοήθειας για την αποφυγή κυρώσεων. Τονίζει, επίσης, τις ανησυχίες των ΗΠΑ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που οι Κινέζοι θεωρούν ξεκάθαρα εσωτερικά ζητήματα.
Παρά τις ανησυχίες αυτές, δηλώνει πως «δεν επιδιώκουμε να ‘αποσυνδέσουμε’ την οικονομία μας από αυτήν της Κίνας». Αντιθέτως, μια «αναπτυσσόμενη Κίνα που παίζει σύμφωνα με τους κανόνες μπορεί να είναι επωφελής για τις ΗΠΑ». Άλλωστε, μας υπενθυμίζει, οι ΗΠΑ εμπορεύονται περισσότερο με την Κίνα απ’ ό,τι με οποιαδήποτε άλλη χώρα, εκτός του Καναδά και του Μεξικό. Ωστόσο, προσθέτει, οι ΗΠΑ αντιτάσσονται στις πολλές «αθέμιτες» εμπορικές πρακτικές της Κίνας και θα συνεχίσουν να «λαμβάνουν συντονισμένες ενέργειες με τους συμμάχους και εταίρους μας ως απάντηση». Οι ενέργειες στις εφοδιαστικές αλυσίδες, συμπεριλαμβανομένου του “friendshoring”, είναι ένα αποτέλεσμα.
Η προσέγγιση της Φον ντερ Λάιεν είναι συμπληρωματική. Και αυτή δηλώνει πως «η αποσύνδεση σαφώς δεν είναι βιώσιμη, επιθυμητή ή ακόμα και πρακτική για την Ευρώπη».
Ωστόσο η Κίνα, όπως υποστηρίζει, «έχει τώρα αλλάξει σελίδα στην εποχή της ‘μεταρρύθμισης και του ανοίγματος’ και κινείται σε μια νέα εποχή ‘ασφάλειας και ελέγχου’». Η επικέντρωσή της, όπως αυτή των ΗΠΑ, είναι στη μείωση του κινδύνου της σχέσης (de-risking).
Ένας τρόπος είναι με την απομάκρυνση των ευάλωτων σημείων και της διατήρησης στρατηγικής αυτονομίας. Όπως και στις ΗΠΑ, αυτό αφορά στρατηγικές επενδύσεις σε ορισμένους τομείς-κλειδιά. Ένας άλλος τρόπος είναι με την ενεργή χρήση των εμπορικών αμυντικών εργαλείων. Ένας άλλος είναι μέσω της εφεύρεσης νέων εργαλείων, για να διασφαλιστεί πως τα κεφάλαια και η γνώση των ευρωπαϊκών εταιρειών «δεν θα χρησιμοποιηθούν για να ενισχύσουν τις στρατιωτικές ικανότητες και τις ικανότητες συγκέντρωσης πληροφοριών αυτών που είναι οι συστημικοί μας αντίπαλοι». Αυτό θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει ελέγχους στις επενδύσεις που κατευθύνονται στο εξωτερικό. Ένας τελευταίος τρόπος είναι η βαθύτερη συνεργασία με εταίρους.
Σε ένα πρόσφατο, αξιοσημείωτα απαισιόδοξο βιβλίο με τίτλο «The Avoidable War», ο πρώην πρωθυπουργός της Αυστραλίας Κέβιν Ραντ επιχειρηματολογεί υπέρ αυτού που αποκαλεί «διαχειριζόμενο στρατηγικό ανταγωνισμό» μεταξύ των ΗΠΑ και την Κίνα του Σι Τζινπίνγκ. Η Γέλεν και η Φον ντερ Λάιεν θα μπορούσε κανείς να πει πως αναπτύσσουν τα οικονομικά στοιχεία αυτής της προσέγγισης.
Αν είναι έτσι, είναι απίθανο να λειτουργήσει. Οι μονομερείς προσπάθειες από τη μια πλευρά να νιώσει πιο ασφαλής είναι δεδομένο ότι θα κάνουν την άλλη πλευρά πιο ανασφαλή. Αυτό είναι προφανώς αλήθεια στον τομέα της ασφάλειας, που είναι στενά καθορισμένος. Αν η μια πλευρά έχει προβάδισμα σε μια θεμελιώδη τεχνολογία, η άλλη θα είναι ευάλωτη.
Αυτό, όμως, ισχύει και στα οικονομικά. Η άρνηση πώλησης στρατηγικά ζωτικής σημασίας τεχνολογιών ή πόρων -ή ακόμα η δυνατότητα να συμβεί κάτι τέτοιο κάποια στιγμή στο μέλλον- θα κάνει την άλλη πλευρά να νιώσει οικονομικά ανασφαλής.
Πράγματι, έγινε σαφές στο Πεκίνο πως οι ενημερωμένοι Κινέζοι πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ πράγματι στοχεύουν να αποτρέψουν την οικονομική τους άνοδο. Οι έλεγχοι των ΗΠΑ στις εξαγωγές τσιπ μπορεί να είναι σχεδιασμένοι για να ενισχύσουν την ασφάλεια των ΗΠΑ. Αλλά αποτελούν επίσης εμπόδιο στην οικονομία της Κίνας. Τα δύο αυτά δεν μπορούν να διαχωριστούν.
Ούτε πρόκειται να γίνει ευκολότερη αυτή η σύγκρουση. Μετρημένες σε συγκρίσιμους όρους (σε «ισοτιμία αγοραστικής δύναμης»), οι οικονομίες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους παραμένουν περίπου 80% μεγαλύτερες από εκείνες της Κίνας και της Ρωσίας μαζί. Ωστόσο, η Κίνα εξακολουθεί να είναι μια φτωχή χώρα: σε αγοραστική δύναμη, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας το 2022 εξακολουθούσε να είναι λιγότερο από το 30% του ΑΕΠ των ΗΠΑ.
Ας υποθέσουμε ότι κατάφερνε να φτάσει στη σημερινή σχετική θέση της Νότιας Κορέας. Τότε η οικονομία της θα ήταν και πάλι σχεδόν μισή από εκείνη των ΗΠΑ και της ΕΕ, μαζί. Θα συμβεί αυτό; Πιθανώς όχι. Αλλά, δεδομένων των επιδόσεων του παρελθόντος, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σε κάθε περίπτωση, η Κίνα έχει ήδη μια ισχυρή οικονομία, μεγάλο ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο και έναν τεράστιο στρατό. (Βλ. διαγράμματα.)
Η εποχή της στρατηγικής αντιπαράθεσης στην οποία έχουμε εισέλθει είναι τρομακτική. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για όσους από εμάς θέλουν να ευδοκιμήσουν τα ιδανικά της ατομικής ελευθερίας και της δημοκρατίας, ενώ παράλληλα θα συνεργαζόμαστε με την Κίνα τόσο για τη διατήρηση της ειρήνης και της ευημερίας όσο και για την προστασία του πολύτιμου πλανήτη μας.
Με κάποιο τρόπο, πρέπει να συνεργαστούμε και να ανταγωνιστούμε, αποφεύγοντας παράλληλα τις στρατιωτικές συγκρούσεις. Η αφετηρία μας πρέπει να είναι η επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής διαφάνειας όσον αφορά τους στόχους και τα σχέδιά μας. Μάθαμε το πόσο αναγκαίο είναι αυτό μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962. Αλλά θα χρειαστούμε πολύ περισσότερα από αυτό και πιθανότατα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Λίγοι είναι οι ηγέτες που ιστορικά έχουν σηκώσει μεγαλύτερο ηθικό βάρος από τους σημερινούς.