Αιχμές τόσο κατά της κυβέρνησης όσο και κατά του παραιτηθέντος αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Χρήστου Τζανερίκου, εκτοξεύει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) με αφορμή το σάλο που προκλήθηκε από την τροπολογία της κυβέρνησης που επιχειρεί να βάλει μπλόκο στην συμμετοχή του κόμματους του Ηλία Κασιδιάρη στις εκλογές.
Με μια ανακοίνωση, όπου προσπαθεί να τηρήσει τις ισορροπίες, η ΕΔΕ τοποθετήθηκε επί των τελευταίων εξελίξεων. Αρχικά αναφέρει ότι η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στην κυβέρνηση, ωστόσο σπεύδει να επισημάνει ότι η αποσπασματική και πρόχειρη νομοθέτηση δημιουργεί υπόνοιες αυθαιρεσίας της εκτελεστικής εξουσίας.
Παράλληλα, αποδοκιμάζει ουσιαστικά την ενέργεια του κ. Τζανερίκου, τονίζοντας ότι η εκφορά δημόσιας γνώμης από δικαστικό λειτουργό για διάταξη που θα κληθεί να διαχειριστεί, είναι αντίθετη στις αρχές της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων διαμηνύει ότι η Δικαιοσύνη δεν να γίνει μέρος του «πολιτικού παιχνιδιού».
Η ανακοίνωση
Πιο αναλυτικά, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) αναφέρει στην ανακοίνωση της:
«Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, παρακολουθώντας τις εξελίξεις του τελευταίου χρονικού διαστήματος και με δεδομένη την ήδη εκφρασθείσα θέση της, ότι δεν θα επιτρέψει η Δικαιοσύνη να γίνει μέρος του “πολιτικού παιχνιδιού”, επισημαίνει τα ακόλουθα:
Α. Η Δικαιοσύνη είναι πυλώνας της Δημοκρατίας και οι Λειτουργοί της, διαχρονικά, έχουν να επιδείξουν αγώνες προς διαφύλαξη των δικαιοκρατικών αρχών και προστασίας των ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων. Το Δικαστικό Σώμα είναι βαθιά δημοκρατικό και υπηρετεί με σθένος, παρρησία και προσήλωση τους Δημοκρατικούς Θεσμούς.
Β. Σε μία χώρα με ισχυρούς δικαιοκρατικούς θεσμούς, όπως είναι η χώρα μας, η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στην Κυβέρνηση και η νομοθετική λειτουργία στη νομίμως εκλεγμένη Βουλή. Η αρχή του Κράτους Δικαίου, όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμά μας αλλά και ως κοινή αξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προϋποθέτει μια διαφανή, υπεύθυνη, δημοκρατική και πλουραλιστική διαδικασία για τη θέσπιση των Νόμων. Η αποσπασματική και πρόχειρη νομοθέτηση δημιουργεί υπόνοιες αυθαιρεσίας της εκτελεστικής εξουσίας.
Γ. Η εκφορά δημόσιας γνώμης από Δικαστικό Λειτουργό επί του περιεχομένου υπό ψήφιση διάταξης, που θα κληθεί είτε να εφαρμόσει είτε να μην εφαρμόσει, αντίκειται στις αρχές της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας, που αποτελούν εχέγγυα της Δίκαιης Κρίσης. Ο διάλογος μεταξύ των τριών λειτουργιών οφείλει να γίνεται μεταξύ των θεσμικών εκπροσώπων αυτών και εντός του πλαισίου που προβλέπουν το Σύνταγμα και οι νόμοι.
Δ. Οι γενικόλογες διακηρύξεις υπέρ του Κράτους Δικαίου, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται, δεν αρκούν προς εμπέδωση της αρχής αυτής, διότι οι προκλήσεις που το τελευταίο αντιμετωπίζει στη σύγχρονη εποχή για την επιδίωξη της ουσιαστικοποίησης της Δημοκρατίας, της κοινωνικής ειρήνης και της διαφύλαξης των ελευθεριών είναι μεγάλες.
Ε. Οι Έλληνες Δικαστικοί Λειτουργοί υπακούουν μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους του Κράτους, αποφασίζουν κατά συνείδηση και οι αποφάσεις που εκδίδουν είναι σύμφωνες με την αρχή της νομιμότητας».