Του Ανδρέα Καψαμπέλη
H συζήτηση για τις εκλογές όλο σταματά και όλο ξεκινά από την αρχή. Η κυβέρνηση επισήμως τις ξορκίζει με κάθε ευκαιρία, αλλά με τις αποφάσεις και τα μέτρα που λαμβάνει τις φέρνει πάλι, κάθε τόσο, σε πρώτο πλάνο. Οι δηλώσεις παραπέμπουν σε κάλπες το 2023, την ώρα που η ατμόσφαιρα μυρίζει όμως εκλογικό μπαρούτι.
Χωρίς φωτιά καπνός δεν βγαίνει. Το θέμα, όσες διαψεύσεις κι αν βγαίνουν, σιγοκαίει και μάλιστα έχει δώσει την αφορμή για να σχηματιστούν νέα στρατόπεδα και καινούργιες συμμαχίες στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης. Την ίδια στιγμή, τα κόμματα της αντιπολίτευσης κάθε άλλο παρά πείθονται και, φοβούμενα τον αιφνιδιασμό από πλευράς του πρωθυπουργού, μπαίνουν σε φάση προετοιμασίας, η οποία μετά το Πάσχα θα ενταθεί.
Περιοδείες, ανασύνταξη δυνάμεων, ακόμη και ένα πρώτο φρεσκάρισμα των ψηφοδελτίων είναι οι κινήσεις που δρομολογούνται. Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης, σύμφωνα με πληροφορίες της «κυριακάτικης δημοκρατίας», αφήνει τώρα να εννοηθεί ότι σε πρώτη φάση στα σχέδιά του είναι ένας νέος «διορθωτικός» ανασχηματισμός για να απορροφήσει τις αυξανόμενες εσωκομματικές γκρίνιες. Πάντως, η Ν.Δ., σε επίπεδο τόσο Κοινοβουλευτικής Ομάδας όσο και κυβέρνησης, έχει κοπεί, κατά την τρέχουσα περίοδο, στα δύο για το ζήτημα των εκλογών. Από τη μια βρίσκονται οι λεγόμενοι «εκλογολάτρες» και από την άλλη οι «εκλογομάχοι». Αυτό δεν σημαίνει ότι αριθμητικά είναι ίσες οι δυνάμεις, είναι όμως εξίσου ισχυρά τα «όπλα» που χρησιμοποιούνται και οι εισηγήσεις που υποβάλλονται προς τον πρωθυπουργό. Ο κ. Μητσοτάκης μπορεί ως προς αυτό να μην ανοίγει τα χαρτιά του, αλλά τουλάχιστον φέρεται ότι μπαίνει στη συζήτηση και την ανταλλαγή επιχειρημάτων για το θέμα με έναν πολύ στενό κύκλο συνομιλητών του.
Το ενδιαφέρον είναι ότι μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν τη «λύση των εκλογών» συμπεριλαμβάνονται και υπουργοί του «κλίματος Μητσοτάκη», οι οποίοι όμως ανήκουν στην κατηγορία των μαχίμων. Έχουν δηλαδή δοκιμαστεί επιτυχώς στη διαδικασία της λαϊκής ψήφου, και μάλιστα σε δύσκολες περιφέρειες, κάτι που τους επιτρέπει να αφουγκράζονται πολύ καλύτερα -από τους δοτούς- τις κοινωνικές τάσεις και διαθέσεις. Αυτό ισχύει και για σημαντική μερίδα βουλευτών που έχουν εμπειρία και έχουν επιβιώσει εκλογικά σε πολύ δύσκολες καταστάσεις.
Για την πτέρυγα αυτή είναι λάθος να επαναπαύεται η Ν.Δ. στην πολύ θετικότερη -συγκριτικά με την αντιπολίτευση- εικόνα που έχει αυτή την περίοδο. Έτσι κι αλλιώς, έχει διαπιστωθεί ότι σε μείζονες κρίσεις οι κοινωνίες στηρίζουν την εκάστοτε κυβέρνηση. Η συζήτηση αφορά την «επόμενη ημέρα» της πανδημίας, η οποία προβλέπεται, όπως και επισήμως λέγεται, να ξεκινήσει μαζί με την κορύφωση του προγράμματος εμβολιασμού μέχρι το καλοκαίρι. Εκεί εστιάζονται, κατά τις πληροφορίες, και οι απαντήσεις στο (ρητορικό) ερώτημα που θέτει προς τους συνομιλητές του ο κ. Μητσοτάκης: «Και γιατί να πάω σε εκλογές, αφού είμαστε πολύ μπροστά και έχουμε την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος;»
Η «επόμενη ημέρα» έχει σχέση με την οικονομία και τις τεράστιες πληγές που θα ανοίγουν καθημερινά από το φθινόπωρο, μαζί με τις αντίστοιχες κοινωνικές παρενέργειες. Όσο κι αν δίνει έμφαση τώρα η κυβέρνηση στο Ταμείο Ανάκαμψης και στα 32 δισ. που θα εισρεύσουν, εκείνοι που δεν αιθεροβατούν πολιτικά γνωρίζουν ότι, για να φθάσουν τα χρήματα αυτά, στην καλύτερη περίπτωση, στην πραγματική οικονομία -«και στο τελευταίο χωριό της χώρας», όπως λέγεται χαρακτηριστικά- θα χρειαστεί να μεσολαβήσει πολύς χρόνος, στη διάρκεια του οποίου το πιθανότερο είναι να επωαστούν και πολλές ανακατατάξεις.
Η ανανέωση της λαϊκής εντολής, μόλις προκύψει στο ορατό μέλλον η κατάλληλη ευκαιρία, θα επιτρέψει -κατά τους υποστηρικτές της εισήγησης αυτής- στον κ. Μητσοτάκη να «κάψει», όπως επιθυμεί, από θέση ισχύος και την απλή αναλογική, ενώ θα του δώσει τη δυνατότητα να ανασυγκροτήσει από το μηδέν το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου, χωρίς να δεσμεύεται από τις σημερινές ισορροπίες. Αυτή είναι μια σημαντική παράμετρος, δεδομένων των προβλημάτων και της δυσαρέσκειας που έχει προκληθεί (και εντός της Ν.Δ.) την τελευταία διετία από το «επιτελικό κράτος».
Αυτοί που κυρίως βρίσκονται -κατά τις ίδιες πληροφορίες- στον αντίποδα είναι οι «διορισμένοι» υπουργοί και οι σύμβουλοι που έχουν την έδρα τους στο Μαξίμου, και αποτελούν το σημερινό πρωθυπουργικό περιβάλλον. Στην πραγματικότητα, όπως σημειώνουν οι άσπονδοι φίλοι τους, δεν ενδιαφέρονται τόσο για την εκλογική προοπτική της Ν.Δ. όσο για την προσωπική τους τύχη και το ενδεχόμενο να μην έχουν θέση στη νέα αφετηρία. Το επιχείρημα που χρησιμοποιούν πάντως είναι ότι η εξάντληση της τετραετίας εξασφαλίζει στον κ. Μητσοτάκη πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα πάει στις εκλογές όχι με ανανεωμένη ηγεσία, αλλά με τον κ. Τσίπρα, που θεωρείται «βολικός αντίπαλος». Και πάλι, όμως, ακούγεται ο αντίλογος ότι ο πολιτικός χρόνος θα είναι εφεξής πυκνός για να μπορεί κανείς να κάνει τέτοιες σίγουρες προβλέψεις.
Η ουσία είναι ότι -με βάση αυτό το παρασκήνιο- η συζήτηση παίρνει κι έναν εσωκομματικό χαρακτήρα για τα δρώμενα στη Ν.Δ. και ανακλά τις ποικίλες συγκρούσεις που εκδηλώνονται στα κυβερνητικά ρετιρέ. Συγκρούσεις οι οποίες έχουν σχέση τόσο με την επιρροή προσώπων -πολλά εκ των οποίων είναι εκ μεταγραφής από τον χώρο του πάλαι ποτέ «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ- όσο και με την ασκούμενη πολιτική σε κρίσιμους τομείς, από την οικονομία έως τα εθνικά θέματα. Είναι κοινό μυστικό, εξάλλου, ότι σχεδόν άπαντες από τον σημερινό περίγυρο στο Μαξίμου γνωρίζουν ότι, εάν διακοπεί ο βίος της τωρινής κυβέρνησης και χρειαστεί να «βαπτιστούν» στη λαϊκή ψήφο, θα αποτύχουν οικτρά, χάνοντας τις σημερινές εξουσίες τους. Κάτι ανάλογο ισχύει και για πολλούς από τους «άκαπνους» βουλευτές, που το 2019 εξελέγησαν σχεδόν αποκλειστικά χάρη στο ρεύμα της συγκυρίας.