Του Gideon Rachman
Την ώρα που η Μόσχα υποδέχονταν με τυμπανοκρουσίες τον Σι Τζινπίνγκ ο Φούμιο Κισίντα ήταν 500 μίλια πιο μακριά, στο Κίεβο.
Το γεγονός πως ο πρόεδρος της Κίνας και οι πρωθυπουργός της Ιαπωνίας έκαναν ταυτόχρονα και ανταγωνιστικά επισκέψεις στις πρωτεύουσες της Ρωσίας και της Ουκρανίας υπογραμμίζει την παγκόσμια σημασία του πολέμου στην Ουκρανία.
Η Ιαπωνία και η Κίνα είναι σκληροί αντίπαλοι στην ανατολική Ασία. Και οι δυο χώρες κατανοούν πως οι αγώνες τους θα επηρεαστούν βαθιά από το αποτέλεσμα της σύρραξης στην Ευρώπη.
Αυτό το σκιώδες μποξ μεταξύ της Κίνας και της Ιαπωνίας για την Ουκρανία, είναι μέρος μιας ευρύτερης τάσης. Οι στρατηγικές αντιπαλότητες στις περιοχές Ευρω-Ατλαντικού και Ινδο-Ειρηνικού όλο και περισσότερο αλληλεπικαλύπτονται. Αυτό που αναδύεται είναι κάτι που μοιάζει περισσότερο με μια ενιαία γεωπολιτική πάλη.
Η επίσκεψη του Σι στη Μόσχα επιβεβαίωσε αυτό που ο καθηγητής του Χάρβαρντ, Γκρέιαμ Άλισον αποκαλεί την «ακήρυκτη συμμαχία με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις παγκοσμίως» -έναν άξονα Ρωσία-Κίνας που εκτείνεται στην περιοχή της Ευρασίας. Η Μόσχα και το Πεκίνο έρχονται πιο κοντά στο Ιράν και επίσης υποστήριξαν τις «νόμιμες και λογικές ανησυχίες» της Βόρειας Κορέας στην κοινή ανακοίνωση που εξέδωσαν την περασμένη εβδομάδα.
Παραταγμένη απέναντι στη συμμαχία Ρωσίας-Κίνας είναι μια ομάδα δημοκρατιών που συμμαχούν στενά με τις ΗΠΑ. Αυτή η ομάδα εδράζεται από το ΝΑΤΟ στην ευρωατλαντική περιοχή και από τους συμβατικούς συμμάχους της Αμερικής στον Ινδο-Ειρηνικό, με πρώτη την Ιαπωνία.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν ενθαρρύνει μια σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των Ασιατών και των Ευρωπαίων συμμάχων της Αμερικής. Πέρυσι, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία παρέστησαν για πρώτη φορά σε σύνοδο του ΝΑΤΟ. Στη σύνοδο εκείνη το ΝΑΤΟ πρωτοπόρησε καθώς ταυτοποίησε ξεκάθαρα την Κίνα ως απειλή για τα «συμφέροντα, την ασφάλεια και τις αξίες» της συμμαχίας. Οι ίδιες τέσσερις χώρες του Ινδο-Ειρηνικού θα συμμετέχουν στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Λιθουανία τον Ιούλιο.
Όλα αυτά τα παρατήρησαν με δυσαρέσκεια η Μόσχα και το Πεκίνο. Η σινορωσική δήλωση της περασμένης εβδομάδας εξέφρασε «σοβαρή ανησυχία για τη συνεχιζόμενη ενίσχυση των στρατιωτικών δεσμών του ΝΑΤΟ με χώρες της Ασίας-Ειρηνικού». Επίσης, καταδίκασε ξεκάθαρα την Aukus, τη νέα συμφωνία μεταξύ της Αυστραλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ στον τομέα της ασφάλειας.
Η δήλωση απέδωσε όλες αυτές τις κινήσεις στην «ψυχροπολεμική νοοτροπία» της Αμερικής. Αλλά η τάση του Σι και του Πούτιν να βλέπουν τις ΗΠΑ ως αυτήν που κινεί τα νήματα πίσω από όλα, μπορεί να τους τυφλώνει στον τρόπο με τον οποίον οι δικές τους πράξεις έχουν θορυβήσει τις δημοκρατίες της Ευρώπης και της Ασίας.
Σύντομα θα υπάρξει ένα κύμα επισκέψεων Ευρωπαίων ηγετών στο Πεκίνο για να δοκιμάσουν το πού πραγματικά στέκεται η Κίνα στο θέμα της Ουκρανίας. Αλλά ο Σι είναι απίθανο να δώσει στους προέδρους της Γαλλίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οτιδήποτε άλλο πέρα από θερμά λόγια.
Η ιαπωνική κυβέρνηση βλέπει την επίθεση του Πούτιν κατά της Ουκρανίας ως απόδειξη πως επελαύνουν οι αυταρχικές δυνάμεις. Φοβούνται πως μια νίκη της Ρωσίας στην Ουκρανία θα μπορούσε να ενθαρρύνει την Κίνα στη δική τους περιοχή. Όπως το έθεσε ο Κισίντα σε ταξίδι του στη Βρετανία τον περασμένο Μάϊο, «η Ουκρανία μπορεί να είναι η ανατολική Ασία αύριο».
Νωρίτερα φέτος, η Ιαπωνία ανακοίνωσε αύξηση 26,3% στις αμυντικές δαπάνες. Η επίσκεψη του Κισίντα στην Ουκρανία ήταν ένα δραματικό βήμα για το Τόκιο: ήταν η πρώτη φορά από το 1945 που ένας Ιάπωνας πρωθυπουργός επισκέφθηκε μια εμπόλεμη ζώνη.
Η ανάδυση δυο αντίπαλων παγκόσμιων μπλοκ έχει προκαλέσει αναπόφευκτα συζητήσεις για έναν νέο ψυχρό πόλεμο. Υπάρχουν σαφείς απόηχοι αυτής της σύγκρουσης με μια συμμαχία Ρωσίας-Κίνας να αναμετράται και πάλι με έναν συνασπισμό δημοκρατιών υπό την ηγεσία των ΗΠΑ – ενώ μια μεγάλη ομάδα ανένταχτων εθνών, που τώρα ονομάζονται «Παγκόσμιος Νότος», βρίσκεται στο περιθώριο.
Ωστόσο, υπάρχει ένας ακόμα πιο ζοφερός ιστορικός παραλληλισμός, τον οποίον βρίσκω πιο πειστικό –ο παραλληλισμός με την άνοδο των διεθνών εντάσεων τις δεκαετίες του 1930 και 1940. Τότε, όπως και τώρα, δυο αυταρχικές δυνάμεις –η μία στην Ευρώπη και η άλλη στην Ασία- ήταν βαθύτατα δυσαρεστημένες με μια παγκόσμια τάξη που θεωρούσαν πως κυριαρχούνταν άδικα από της Αγγλοαμερικανικές δυνάμεις.
Τη δεκαετία του 1930, τα δυσαρεστημένα έθνη ήταν η Γερμανία και η Ιαπωνία. Η εφημερίδα Asahi συνόψιζε την επίσημη άποψη του Τόκιο όταν διαμαρτυρήθηκε, το 1941, πως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο επέβαλλαν ένα «σύστημα παγκόσμιας κυριαρχίας στη βάση των αγγλοαμερικανικών κοσμοθεωριών». Οι σύγχρονες εκδοχές της διαμαρτυρίας αυτής γίνονται τώρα τακτικά στη ρωσική κρατική τηλεόραση ή στους Global Times της Κίνας.
Στο βιβλίο του με τίτλο «Fateful Choices» ο ιστορικός Ίαν Κέρσω καταγράφει το πώς η Αυτοκρατορική Ιαπωνία αντέδρασε στο ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη: «ήταν εν μέσω των εκπληκτικών στρατιωτικών θριάμβων του Χίτλερ στη δυτική Ευρώπη που η Ιαπωνία, θέλοντας να εκμεταλλευτεί την αδυναμία των χωρών αυτών, πήρε τις μοιραίες αποφάσεις να επεκταθεί στην νοτιοανατολική Ασία». Αυτή η επιλογή οδήγησε ταχύτατα την Ιαπωνία σε έναν πόλεμο, όχι μόνο με τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία, αλλά και με τις ΗΠΑ.
Αν η Ρωσία του Πούτιν είχε επίσης πετύχει έναν «εκπληκτικό στρατιωτικό θρίαμβο» και είχε καταλάβει το Κίεβο μέσα σε τρεις ημέρες, ο Σι μπορεί να είχε βγάλει παρόμοια συμπεράσματα για την αδυναμία της δυτικής ισχύος στην Ασία και να είχε αποφασίσει ότι ήρθε η στιγμή για ριζική αλλαγή.
Όμως ο κίνδυνος διολίσθησης σε μια παγκόσμια σύγκρουση δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί. Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με την αύξηση των εντάσεων στην ανατολική Ασία – και οι αυξανόμενες συνδέσεις μεταξύ αυτών των δύο θεάτρων – εξακολουθούν να έχουν ευδιάκριτους απόηχους της δεκαετίας του 1930. Όλες οι πλευρές έχουν την ευθύνη να διασφαλίσουν ότι, αυτή τη φορά, οι συνδεδεμένες αντιπαλότητες στην Ευρώπη και την Ασία δεν θα καταλήξουν σε μια παγκόσμια τραγωδία.