Στην επόμενη κυβέρνηση πέφτει το βάρος της διαπραγμάτευσης για τους στόχους στα πρωτογενή πλεονάσματα προκειμένου να κλειδώσουν κάτω από το 2% του ΑΕΠ το 2024 ώστε να μην αποτελούν θηλιά για την οικονομία.
Πηγή του υπουργείου Οικονομικών ανέφερε ότι οι συζητήσεις με τους θεσμούς θα ξεκινήσουν το φθινόπωρο, πράγμα που σημαίνει ότι η Ελλάδα θα καταθέσει Πρόγραμμα Σταθερότητας ( 30 Απριλίου) και Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα (2024 -2027) με σενάριο βάσης τις νέες εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας και τις επιπτώσεις στα δημοσιονομικά από τις πολιτικές που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί και ανακοινωθεί.
Ωστόσο αφήνεται ανοικτό να υπάρξει και δεύτερο καθώς καθυστερεί η συμφωνία για τους νέους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας με αποτέλεσμα η Ελλάδα, που αντιμετωπίζεται ως ειδική περίπτωση από τους Ευρωπαίους, να μην έχει σαφή εικόνα τη στιγμή που τέλος Μαΐου λήγει η διορία για το νέο Μεσοπρόθεσμο ενώ μεσολαβούν και οι εθνικές εκλογές.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή ένα πρώτο στίγμα για τους στόχους στα πλεονάσματα θα δοθεί από την Κομισιόν τον Μάιο με τις δημοσιονομικές κατευθύνσεις που θα είναι ξεχωριστές για κάθε κράτος και εκεί η Ελλάδα θα έχει μια πρώτη εικόνα για το εύρος της δημοσιονομικής προσαρμογής από το 2024.
Το που ακριβώς θα κάτσει η μπίλια του νέου λογαριασμού θα το μάθει η Αθήνα το Νοέμβριο μετά το πέρας των συζητήσεων με τους θεσμούς για τους στόχους στα πρωτογενή πλεονάσματα που για τη νέα κυβέρνηση θα είναι πρώτη «καυτή πατάτα».
Βασική επιδίωξη της ελληνικής πλευράς είναι να μην επικρατήσουν οι φθινοπωρινές θέσεις της Κομισιόν για 2,2% του ΑΕΠ πρωτογενές αποτέλεσμα σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης το 2024 από 0,7% του ΑΕΠ το 2023 που μεταφράζεται σε προσαρμογή 1,5 ποσοστιαίας μονάδας με περικοπές δαπανών τουλάχιστον 3,3 δισ. ευρώ.
Στο υπουργείο Οικονομικών εκτιμούν ότι θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια έτσι ώστε ο πήχης να τοποθετηθεί όσο το δυνατόν χαμηλότερα και με ανώτερο σημείο το 2% του ΑΕΠ. Βέβαια τον τελευταίο λόγο έχουν οι θεσμοί που θέλουν τα πλεονάσματα να εξυπηρετούν το κόστος των ετήσιων υποχρεώσεων για τους τόκους που κινούνται στα 5 δισ. ευρώ.
Ταυτόχρονα υπάρχει και το σήμα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του μηχανισμού εποπτείας με την ενσωμάτωση ενός νέου δείκτη που θα φρενάρει την αύξηση των πρωτογενών δαπανών ώστε αυτή να μην ξεπερνά τον ετήσιο ρυθμό ανόδου στο ΑΕΠ.
Ωστόσο, το πώς ακριβώς θα λειτουργεί αυτός ο δείκτης και αν θα ανοίξει τον δρόμο για την κατάργηση του κανόνα της ετήσιας μείωσης του χρέους κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος το 60% του ΑΕΠ ποσού είναι ακόμη θολό και θα ξεκαθαρίσει το επόμενο διάστημα.
Για την ώρα το οικονομικό επιτελείο στέκεται στο γεγονός ότι ο προϋπολογισμός του 2023 ξεκινά από ένα καλό εφαλτήριο καθώς το έλλειμμα του 2022 θα κλείσει σε επίπεδα χαμηλότερα της πρόβλεψης για 1,6% του ΑΕΠ πιθανότατα στο 1% του ΑΕΠ λόγω του υψηλού πληθωρισμού που φουσκώσει το ονομαστικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και κάνει την υλοποίηση των δημοσιονομικών στόχων για φέτος ευκολότερη.