Tου Martin Wolf
«Το Δίκαιο των Εθνών θα θεμελιωθεί σε μια ομοσπονδία ελεύθερων κρατών». Με αυτόν τον τρόπο ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ έθεσε τα θεμέλια του σχεδίου του για την «αιώνια ειρήνη». Κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν ενστερνίστηκε τον ιδεαλισμό του πιο ολοκληρωτικά από την μεταπολεμική Ευρώπη. Μήπως όμως αυτό το μεγάλο όνειρο είναι πλέον νεκρό;
Ο Βρετανός διπλωμάτης Ρόμπερτ Κούπερ υποστήριξε με ευφυή τρόπο πως μπορούμε να χωρίσουμε τον κόσμο σε «προ-μοντέρνο», με το οποίο εννοούσε τα κομμάτια εκείνα όπου βασιλεύει η αναρχία, «μοντέρνο», με το οποίο εννοούσε τον κόσμο των εθνών-κρατών, και «μετά-μοντέρνο», με το οποίο εννοούσε την προσπάθεια της Ευρώπης να δημιουργήσει μια ομοσπονδία κρατών, όπως είχε ζητήσει ο Καντ. Ο Κούπερ υποστηρίζει πως «αυτό που τελείωσε το 1989 δεν ήταν μόνο ο ψυχρός πόλεμος, ή ακόμα, με επίσημη έννοια, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος… Αυτό που τελείωσε στην Ευρώπη (αλλά ίσως μόνο στην Ευρώπη) ήταν τα πολιτικά συστήματα τριών αιώνων: η ισορροπία δυνάμεων και η αυτοκρατορική τάση».
Κανένας που γνωρίζει την ιστορία της Ευρώπης δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται στο ελάχιστο από την επιθυμία για έναν διαφορετικό τρόπο, με τα κράτη να συμπεριφέρονται και να σχετίζονται μεταξύ τους. Πράγματι, θα έπρεπε να είναι κανείς ηλίθιος για να μην το κατανοεί.
Πώς όμως προσαρμόζεται αυτή η ιδεαλιστική ΕΕ στον νέο μας κόσμο, στον οποίον η αυτοκρατορική τάση είναι φρικιαστικά ορατή στα μέτωπα; Πώς προσαρμόζεται σε έναν κόσμο που δεν χαρακτηρίζεται πλέον από οτιδήποτε θα μπορούσε εύλογα να χαρακτηριστεί «διεθνής τάξη με βάση τους κανόνες», αλλά από οικονομικές κρίσεις, πανδημίες, αποπαγκοσμιοποίηση και συγκρούσεις των μεγάλων δυνάμεων;
Θεωρητικά, ίσως, η «μεταμοντέρνα» ΕΕ μπορεί να επιβιώσει σε αυτόν τον νέο κόσμο, με τις τρομακτικές του παρορμήσεις προς την καταστροφή. Αλλά το όνειρο μετά το 1989 για μια πολύ διαφορετική παγκόσμια τάξη, κατέστησε πολύ ευκολότερο για την ΕΕ να είναι η ευημερούσα και ειρηνική ήπειρος που ήθελε να είναι. Οι ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκαν την «μονοπολική στιγμή» ρίχνοντας το στρατιωτικό τους βάρος ανά τον κόσμο. Δεν ήταν αυτό που ήθελε η Ευρώπη, όπως έδειξε και η αντίδρασή της στον πόλεμο στο Ιράν.
Κάποια από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ΕΕ προκύπτουν από το γεγονός πως είναι μια συνομοσπονδία κρατών, και όχι ένα κράτος. Οι δυσκολίες της διαχείρισης αποκλινουσών οικονομιών εντός μιας νομισματικής ένωσης είναι ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παίζει ουσιαστικά πολιτικό ρόλο στο να παραμείνουν ενωμένες οι οικονομίες. Και πάλι, η ενιαία αγορά δεν είναι ενσωματωμένη με τον ίδιο τρόπο που είναι η αγορά των ΗΠΑ. Η έλλειψη δυναμισμού στην τεχνολογία των πληροφοριών και των επικοινωνιών θα πρέπει να εξηγηθεί εν μέρει από αυτή την πραγματικότητα: άλλωστε μόνο μια ευρωπαϊκή εταιρεία, η ASML, παραγωγός εξοπλισμού για την κατασκευή τσιπ, είναι μεταξύ των δέκα τεχνολογικών εταιρειών παγκοσμίως με τη μεγαλύτερη αξία. (βλ. διαγράμματα).
Αυτές οι δυσκολίες είναι πιθανότερο να αυξηθούν σε αυτή την πιο εθνικιστική και πιο κατακερματισμένη παγκόσμια οικονομία. Οι ανοικτές παγκόσμιες αγορές από τις οποίες εξαρτάται ιδιαιτέρως η Γερμανία, γίνονται όλο και λιγότεροι ανοικτές. Αυτό είναι σίγουρο πως θα είναι κοστοβόρο. Επιπλέον, οι ΗΠΑ κινούνται προς μια παρεμβατική και προστατευτική βιομηχανική πολιτική.
Για την ΕΕ, μια τέτοια στροφή δημιουργεί υπαρξιακά προβλήματα. Παρόμοιες προσπάθειες είναι σίγουρο πως θα γίνουν περισσότερο σε εθνικό παρά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό θα απειλούσε την ενιαία αγορά και θα έδινε το πάνω χέρι στα κράτη μέλη με τους περισσότερους πόρους. Η Γερμανία θα βρίσκεται στην καλύτερη θέση. Την ίδια ώρα, το υψηλότερο κόστος ενέργειας στην Ευρώπη απ’ ότι στις ΗΠΑ αποτελεί απειλή για τη βαριά της βιομηχανία.
Εν τω μεταξύ, έχουν προκύψει δυο τεράστιες απειλές για την ασφάλεια της ΕΕ. Η μια είναι η αντιπαράθεση με τη Ρωσία, που πολλοί φοβούνται ότι μπορεί σύντομα να υποστηριχθεί στρατιωτικά από την Κίνα. Αυτό ωστόσο είναι μια μόνο πτυχή του χωρισμού του κόσμου σε αντίπαλα μπλοκ, με ανυπολόγιστες μακροπρόθεσμες συνέπειες για όλους, αλλά ιδιαίτερα για το μπλοκ που θέλει την ειρήνη πάνω απ’ όλα.
Άρα, πώς μπορεί η ΕΕ, απελευθερωμένη από τα εσωτερικά εμπόδια που δημιουργεί ένα Ηνωμένο Βασίλειο που έχει εμμονή με την κυριαρχία, να ανταποκριθεί σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον τόσο διαφορετικό από αυτό που ήλπιζε πριν από περίπου τρεις δεκαετίες;
Παγκοσμίως, χρειάζεται να αποφασίσει αν επιθυμεί να είναι σύμμαχος, γέφυρα ή δύναμη. Όσο οι ΗΠΑ παραμένουν μια φιλελεύθερη δημοκρατία και προσηλωμένες στη δυτική συμμαχία, η ΕΕ είναι σίγουρο πως θα είναι πιο κοντά στις ΗΠΑ απ’ ότι σε άλλες μεγάλες δυνάμεις. Σε αυτόν τον κόσμο, τότε, καθίσταται πιθανότερο να είναι ένας δουλικός σύμμαχος.
Ένας ρόλος ως γέφυρα θα ήταν κάτι το φυσικό για μια οντότητα προσηλωμένη στο ιδανικό της τάξης που κυβερνάται από κανόνες. Το ερώτημα, όμως, είναι πώς να είσαι γέφυρα σε ένα βαθύτατα διχασμένο κόσμο στον οποίον η ΕΕ είναι πολύ πιο κοντά στη μια πλευρά απ’ ότι στην άλλη.
Η τρίτη εναλλακτική είναι να επιδιώξει να γίνει μια δύναμη από μόνη της, σαν τις παλαιές, με πόρους αφιερωμένους στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας ανάλογους με την κλίμακά της. Αλλά για να συμβεί αυτό, η ΕΕ θα χρειαζόταν μια πολύ βαθύτερη πολιτική και επίσης δημοσιονομική ένωση. Τα εμπόδια σε αυτό είναι πολλά, συμπεριλαμβανομένης της βαθιά αμοιβαίας δυσπιστίας.
Οι εσωτερικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να εξαρτηθούν σε σημαντικό βαθμό από τον ποιον ρόλο επιθυμεί η ΕΕ να παίξει σε αυτόν τον νέο κόσμο. Όσο πιο ενεργή και ανεξάρτητη θέλει να είναι, τόσο πιο κρίσιμης σημασίας θα είναι να βαθύνει τον φεντεραλισμό της. Μια τέτοια εμβάθυνση θα ήταν ριψοκίνδυνη, αναμφίβολα, αφού θα ξυπνήσει τις εθνικιστικές αντιδράσεις. Μπορεί επίσης να είναι απίθανο να υπάρξει συμφωνία. Αλλά ένας βαθμός εμβάθυνσης μπορεί να είναι αναπόφευκτος, δεδομένης της ανάγκης για μια πιο ρωμαλαία θέση στον τομέα της ασφάλειας και της ευθραυστότητας που είναι ορατή στις αποκλίσεις που υπάρχουν σε όλη την ευρωζώνη.
Το όνειρο του Καντ δεν έχει αποδειχθεί εφαρμόσιμο. Ζούμε σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από αταξία, εθνικισμό και σύγκρουση μεγάλων δυνάμεων. Αυτός δεν είναι ο κόσμος τον οποίον ονειρεύτηκε η ΕΕ. Αλλά αν οι ηγέτες της θέλουν να διατηρήσουν το μεγάλο τους πείραμα στις ειρηνικές σχέσεις, χρειάζεται να το ενισχύσουν για να αντέξει τις θύελλες.