Της Rana Foroohar
Η Αμερική ηγείται στην καινοτομία και η Ευρώπη στις ρυθμίσεις, έτσι τουλάχιστον λέει η παράδοση. Αλλά πρόσφατα, οι ΗΠΑ φαίνεται να έχουν πάρει «κεφάλι» στις ρυθμίσεις, ιδιαίτερα σε πολιτικά ισχυρούς κλάδους όπως η τεχνολογία, οι φαρμακευτικές και η χρηματοοικονομική.
Μόλις την περασμένη εβδομάδα, η Eli Lilly, παραγωγός των δημοφιλών φαρμάκων ινσουλίνης Humalog και Humulin, δεσμεύτηκε να μειώσει τις τιμές καταλόγου για την ινσουλίνη κατά 70%, σε μια προσπάθεια να κάνει το φάρμακο πιο οικονομικά προσιτό. Η κίνηση θεωρήθηκε άμεση απάντηση στις πολιτικές πιέσεις του Τζο Μπάιντεν στις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες. Τον Ιούνιο του 2022, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου εξέδωσε ομόφωνη δήλωση πολιτικής που επέκρινε τους μεσάζοντες των φαρμακοβιομηχανιών, γνωστών ως pharmacy benefit managers, διότι έπαιρναν παράνομες δωροδοκίες και επιστροφές για να διατηρήσουν υψηλά τις τιμές.
Ορισμένοι ειδήμονες σε θέματα ανταγωνισμού λένε πως αυτό στηρίζει τη θεωρία πως ακόμα και η απειλή για σκληρά αντιμονοπωλιακά μέτρα μπορεί να αρκεί για να κουνηθούν οι εταιρείες προς τη σωστή κατεύθυνση. Και οι απειλές από τους Αμερικανούς ρυθμιστές φάνηκαν πολύ μεγαλύτερες από αυτές των Ευρωπαίων ομολόγων τους, κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου υψηλού προφίλ που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες την περασμένη εβδομάδα αναφορικά με τον ανταγωνισμό, στο οποίο συμμετείχαν υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, οικονομολόγοι, δικηγόροι και πολιτικοί από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Η επίτροπος Ανταγωνισμού της ΕΕ Μαργκρέτε Βεστάγκερ εκφώνησε την εναρκτήρια ομιλία, η οποία ήταν επικριτική για τον νόμο των ΗΠΑ για τη μείωση του πληθωρισμού, επειδή προσφέρει επιδοτήσεις στους Αμερικανούς κατασκευαστές στο πλαίσιο της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια. Ωστόσο, η Βεστάγκερ φάνηκε πολύ λιγότερο «σκληρή» από ό,τι πριν από μερικά χρόνια. Αντίθετα, ήταν η ενεργητική φουρνιά των νέων Αμερικανών των ρυθμιστικών αρχών, που ήταν οι «ροκ σταρ» της εκδήλωσης -με το δικό τους στιλ και τις δικές τους κούπες, που είχαν την επιγραφή “Wu&Khan&Kanter” (σ.τ.μ: πρόκειται για την αντιμονοπωλιακή «τρόικα» που ανακοίνωσε ο Μπάιντεν το 2021, η οποία αποτελείται από τον δικηγόρο ειδικευμένο σε θέματα ανταγωνισμού Jonathan Kanter, τον Tim Wu, ειδικό βοηθό του προέδρου για θέματα τεχνολογικής και ανταγωνιστικής πολιτικής στο Εθνικό Οικονομικό Συμβούλιο και την πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου Lina Khan).
Σίγουρα, η ομάδα των ΗΠΑ φάνηκε να σκέφτεται ευρύτερα από τους συναδέλφους της στην ΕΕ. Η επίτροπος της FTC Ρεμπέκα Σλότερ τόνισε ότι η υπηρεσία της χαράσσει πολιτική με βάση το πώς «οι άνθρωποι συμμετέχουν στην οικονομία ως ολόκληροι άνθρωποι», όχι μόνο ως καταναλωτές. Οι παρευρισκόμενοι αξιωματούχοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης κατέστησαν σαφές ότι κυνηγούσαν εντελώς νέους τομείς, όπως οι αγορές εργασίας, υπό το πρίσμα του ανταγωνισμού και επιδίωκαν ποινικές και αστικές κυρώσεις για τους παραβάτες.
Οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές έχουν γίνει πιο φιλόδοξες, επειδή πιστεύουν ότι το διακύβευμα είναι τόσο μεγάλο. Βλέπουν το έργο τους όχι με τεχνοκρατικούς αλλά με υπαρξιακούς όρους· μια μάχη ενάντια στον κίνδυνο του εταιρικού ολιγοπωλίου που απειλεί τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Πολλοί από τους Ευρωπαίους ομολόγους τους, εν τω μεταξύ, εξακολουθούν να σκέφτονται με όρους στενών ορισμών των τιμών καταναλωτή και ίσως γι’ αυτό ο μέσος αριθμός των συγχωνεύσεων που απαγορεύτηκαν από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανά έτος τις τελευταίες τρεις δεκαετίες είναι μόνο μία, όπως επισήμανε ο οικονομολόγος του Imperial College Τομάσο Βαλέτι.
Στη ρύθμιση των τραπεζών, επίσης, οι Αμερικανοί ακολουθούν μια πιο επιθετική στάση από τους Ευρωπαίους ομολόγους τους. Ο αντιπρόεδρος της Fed για την τραπεζική εποπτεία Μάικλ Μπαρ έχει αντιταχθεί σκληρά στις πρόσφατες προσπάθειες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού λόμπι να αμβλύνει τις απαιτήσεις της Βασιλείας ΙΙΙ, απορρίπτοντας τα συνήθη επιχειρήματα των τραπεζών ότι η κατοχή περισσότερων κεφαλαίων θα σημαίνει λιγότερα επιχειρηματικά δάνεια. Έχει επίσης επισημάνει ότι η έλλειψη τραπεζικών χρεοκοπιών από την έναρξη της πανδημίας έχει να κάνει λιγότερο με την ισχύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και περισσότερο με την κυβερνητική στήριξη της οικονομίας.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εν τω μεταξύ, ψήφισε στα τέλη Ιανουαρίου για την αποδυνάμωση των κεφαλαιακών κανόνων, γεγονός που φαίνεται να αποτελεί, τουλάχιστον εν μέρει, συνθηκολόγηση με το επιχείρημα του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου ότι οι αυστηρότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις θα τους θέσουν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους μεγαλύτερους και πιο κερδοφόρους ομολόγους τους στις ΗΠΑ.
Είναι ένα αφήγημα που ούτε οι οικονομικοί παρατηρητές της ΕΕ ούτε των ΗΠΑ πιστεύουν. Οι κινήσεις για τη μονιμοποίηση των μεταβατικών ρυθμίσεων της Βασιλείας ΙΙΙ «δεν θα υπερασπιστούν τις τράπεζες της ΕΕ έναντι των αμερικανικών, αλλά θα προστατεύσουν μόνο τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών μεγαλοτραπεζών έναντι των μικρότερων ευρωπαϊκών ανταγωνιστών τους», έγραψε ο Τιερί Φιλιοπονάτ, επικεφαλής οικονομολόγος της ευρωπαϊκής μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Finance Watch.
Στην πραγματικότητα, λέει ο Κάρτερ Ντόχερτι, διευθυντής επικοινωνίας της οργάνωσης Americans for Financial Reform, η αντίδραση της ΕΕ κατά των κεφαλαιακών απαιτήσεων είναι το δικό της είδος επιδότησης. «Οι Ευρωπαίοι είναι στα κάγκελα για τις αμερικανικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (μέσω του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού)», λέει, αλλά δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν ότι η αποδυνάμωση της τραπεζικής νομοθεσίας για την Ευρώπη αποτελεί ουσιαστικά μια επιδότηση από μόνη της. Ο Κάρτερ φοβάται ότι η μείωση των επιπέδων κεφαλαίου των τραπεζών «θα μας οδηγήσει απλώς στον δρόμο της χρηματοπιστωτικής αστάθειας, των μεγαλύτερων μισθών για τα στελέχη, ή σε χειρότερα».
Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ έχουν μυριάδες τρόπους να ενισχύσουν τις επιχειρήσεις τους. Αλλά μέχρι πρόσφατα, θεωρούνταν πως η Ευρώπη θα ηγείται της ρύθμισης των μεγαλύτερων και ισχυρότερων εταιρειών του κόσμου. Αυτό έχει τώρα αλλάξει, ίσως επειδή οι πιο ακραίες συγκεντρώσεις εταιρικής εξουσίας στις ΗΠΑ έχουν θέσει σε προτεραιότητα τους δυνητικούς κινδύνους -τόσο τους οικονομικούς όσο και τους πολιτικούς.
Όπως το έθεσε σε ομιλία του το 1936 ο Φρανκλίνος Ντελάνο Ρούζβελτ, «παραμένουμε προσηλωμένοι στην πρόταση πως στην ελευθερία δεν υπάρχει μισό-μισό. Αν στον μέσο πολίτη εγγυάται την ίση ευκαιρία στην κάλπη, πρέπει να έχει και ίση ευκαιρία στην αγορά». Η νέα και πιο ζωηρή αμερικανική ρυθμιστική ανταπόκριση παραπέμπει σε μια εποχή που η εξουσία είχε μεγαλύτερη σημασία από την τιμή και που οι πολιτικοί δεν φοβούνταν να τα βάλουν με τις μεγάλες επιχειρήσεις.